Η Νόελ Μπάξερ εισβάλλει στο μυαλό ενός δικού της ήρωα με παιδική μορφή. Μη σας ξεγελάσει το μικρό παιδάκι που μηχανεύεται παιχνίδια, ιστορίες, σενάρια... Διαβάστε μέσα στις λέξεις της τι σκέφτεται και τι φοβάται, πόσο μικρός ή μεγάλος είναι ο κόσμος του, οι γονείς του, η ακρίδα του ή εκείνος. Τα μεγέθη ανατρέπονται. Ή ακόμα καλύτερα, τα μεγέθη είναι πάντα σχετικά. Ποιος είναι τώρα ο γίγαντας και ποιος ο τοσοδούλης... (;)
Τίτλος "Giant with people" από:www.designandillustration.co.uk |
Το αγόρι καθόταν δίπλα στην όχθη του ρυακιού -κάποτε στο χωριό το λέγανε ποταμάκι- και παρατηρούσε σκεφτικό το σπασμένο καρύδι που κρατούσε. Μηχανευόταν στο μυαλό του διάφορα. Πως αν μπορούσε να μικρύνει και να γίνει τόσο μικρός στο μέγεθος όπως ο Γκιούλιβερ στη Χώρα των Γιγάντων, όσο οι γονείς του στη Χώρα των Μεγάλων, τότε θα χώραγε μέσα στο μισό κέλυφος του καρυδιού και θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για βάρκα. Είχε μεγάλες βλέψεις γι’ αυτό το καρυδάκι. Για την ώρα, βέβαια, ήταν μόνο ένα σπασμένο καρύδι που ανέμενε να πάρει αξία και με κάποιο τρόπο να συμμετάσχει σε έναν καλό σκοπό. Πάση θυσία σκόπευε να διαδραματίσει ένα σπουδαίο ρόλο στην ιστορία του αγοριού.
Το μικρό αγόρι έτριψε με το δάχτυλο το καρύδι λες κι ήταν από πηλό και, τρίψε-τρίψε, θα μεγάλωνε με την πίεση που του ασκούσε. Το ακούμπησε στην παλάμη του και το ζύγισε. Πολύ λίγα γραμμάρια, αποφάνθηκε απογοητευμένο. Δεν θα σήκωνε καμία απόδραση. Ούτε αυτόν θα σήκωνε ούτε την ακρίδα με το ένα πόδι που περίμενε δίπλα του στωικά. Ηρωικά πες καλύτερα. Δραπέτης, πειραματόζωο, θύμα, όλα μαζί και τίποτα. Ένα κουτσό τίποτα. Λειψό κι ως τίποτα.
Όταν θα γινόταν Γκιούλιβερ στη Χώρα των Γιγάντων, σκεφτόταν, η ακρίδα θα γινότανε το άτι του, ένας πράσινος φτερωτός ιππόκαμπος (στον παιδικό νου όλα γίνονται). Στην πλάτη της θα περνούσε πάνω από καταπράσινα λιβάδια και κάμπους με πολύχρωμα χωράφια που θα φαίνονταν από τον ουρανό κομμένα όπως η τυρόπιτα στο ταψί της μαμάς. Ο κόσμος θα ήταν όμορφος, η ζωή ωραία κι αυτός ευτυχισμένος. Πάνω στην κουτσή ακρίδα του η ζωή δεν θα ήταν άλλο μίζερη. Προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν να περάσουν πρώτα το ρυάκι! Ο επίδοξος αναβάτης σήκωσε από το έδαφος προσεκτικά την ακρίδα του και την έβαλε μέσα στο τσόφλι από το καρύδι. Το ακούμπησε έπειτα μαλακά πάνω στην επιφάνεια του νερού, με αγωνία αν θα ισορροπήσει ή θα μπατάρει. Η βάρκα έμεινε στην θέση της. Η ακρίδα μόνο κουνήθηκε, μια στάλα, όσο της επέτρεπε ο χώρος. Το αγόρι θα στοιχημάτιζε πως γύρισε μάλιστα το κεφάλι της και τον κοίταξε. Είχε προλάβει να διαβάσει στο βλέμμα της ικεσία και φόβο.
«Μην φοβάσαι. Θα σε βοηθήσω να φτάσεις απέναντι. Θα σε γλιτώσω εγώ».
Έβγαλε τα παπούτσια του και χώθηκε στο νερό. Πάτησε στα γνώριμα γλιστερά βότσαλα. Ήξερε τον βυθό από τις προηγούμενες προσπάθειες του να περάσει φτωχά πλάσματα στην απέναντι πλούσια όχθη. «Είμαι ο καλός Γκιούλιβερ!» φώναξε δυνατά. Τα φυλλώματα στα πεύκα αναδεύτηκαν ταραγμένα, τρόμαξαν από τη φωνή, τα λόγια ή την επικείμενη πράξη του μικρού θνητού. Από το μένος του και τον κομπασμό. Ο αέρας ξεφύσηξε. Έκανε ακριβώς όπως ο πατέρας του αγοριού σαν θύμωνε. Τα αγνόησε όλα αυτά τα σημάδια το αγόρι. Έσκυψε, τεντώθηκε κι έσπρωξε μαλακά το καρύδι σαν να σπρώχνει στον γιαλό μια βαρκούλα. Πήρε τον δρόμο της αυτή, στην αρχή αρμενίζοντας ήσυχα, ύστερα κυματιστά. Στη μέση του ρυακιού κόμπιασε μόλις είδε την ορμή του νερού που κατέβαινε. Φοβήθηκε μια δύναμη που ήταν ανώτερη από τη δική τους. Ένα καρυδότσουφλο και μια κουτσή ακρίδα πώς θα τα έβαζαν με τη δύναμη της φύσης; Η ακρίδα ρίγησε. Τρεμόπαιξε τα φτερά της. Εμφάνισε έξω από το καρύδι το μόνο της πόδι και ψαχούλεψε με αυτό το νερό. Αν ήταν κρύο. Τι την περίμενε. Ύστερα έκατσε φρόνιμη και ανέμενε. Στωικά. Το κακό έρχεται καλύτερο αν έχεις σκύψει το κεφάλι. Αυτό είδε το αγόρι να κάνει και η ακρίδα του. Και κατάλαβε. Το ίδιο πριν από αυτήν είχαν κάνει ένα αλογάκι της Παναγίας, ένα τζιτζίκι και μια πολύ όμορφη χρυσόμυγα που θα έπρεπε να είχε καλύτερη τύχη. Ο Γκιούλιβερ φώναξε «Μηηηη!!!» και χώθηκε ως τα γόνατα στο νερό. Η κίνησή του αυτή όμως έσπρωξε ακόμη περισσότερο νερό προς το καρυδότσουφλο, προκάλεσε ό,τι ένα μικρό τσουνάμι. Μια απότομη φουσκοθαλασσιά σε ένα σχετικά ήρεμο ρυάκι. Το καρυδότσουφλο δεν το περίμενε. Ακυβέρνητο έφερε μερικές στροφές γύρω από τον εαυτό του σαν να χορεύει ζεϊμπέκικο, ή σαν το πουλί που πέφτει στη γη νεκρό με αξιοπρέπεια και χάρη δίνοντας ένα μάθημα στον κυνηγό, κι αναποδογύρισε. Το αγόρι έμεινε να κοιτάζει την ακρίδα του που έδινε μάχη να μην την παρασύρει το νερό. Νόμισε πως είδε μάλιστα το ένα της πόδι να τον χαιρετάει. Ανέμιζε το μοναχό πόδι της παλεύοντας η καημένη να το κρατήσει στον αέρα.
Βγήκε από το ρυάκι και κοίταξε τα βρεγμένα πόδια του. Ένιωθε ναυαγός. Σαν μοναχός αυτός από όλο το πλήρωμα να έφτασε στην ακτή σώος. Αισθανόταν έντονη την επιθυμία να θρηνήσει τους συντρόφους του. Με απέραντη λύπη παραδέχτηκε πως ακόμη μια προσπάθεια είχε αποδειχθεί μάταιος κόπος. Ο σωτήρας Γκιούλιβερ είχε πάλι αποτύχει. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Δεν θα δραπέτευε απόψε κανένα μικρό ζωντανό. Μόνο τα μεγάλα. Όσα είχαν τα μέσα, τον τρόπο και τα κότσια για να φτάσουν ως απέναντι. Τα μικρά θα πνιγόντουσαν.
Για καλή του τύχη εκείνος ακόμη δεν είχε γίνει μικρός όσο οι γονείς του.
Το αγόρι μάζεψε τα παπούτσια του και τράβηξε για το παραμύθι του.
Νοέλ Μπάξερ
(Για το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ως3»)