Σύμφωνα με τη μυθολογία ο θεός Διόνυσος λατρεύει την οινοποσία που μέσα από τη μέθη οδηγεί τον καθένα να ξεπεράσει τους φόβους, τις αναστολές, τις αδυναμίες του και να βρει την ηδονή στον έρωτα και σε ό,τι φέρνει χαρά. Στον αντίποδα, ο Απόλλωνας επιβάλλει τάξη, σωφροσύνη, εγκράτεια, όρια. Οι δύο τάσεις συμβιβάστηκαν στην ολύμπια δωδεκάδα και, όπως και στη ζωή, συνεχίζουν να συνυπάρχουν και ενίοτε να συγκρούονται.
Αυτή τη σύγκρουση αφορά ο μύθος του Πενθέα. Ο βασιλιάς προσπαθεί απειλώντας να φέρει την τάξη ενώ ο Διόνυσος, με τη μορφή του Ξένου, πολεμάει με θαύματα και διαταραγμένα μυαλά. Ο Ευριπίδης, γράφοντας τις Βάκχες τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δημιούργησε ένα περιβάλλον όπου στέκονται και αντιδρούν, παράλληλα ή εναλλάξ, η τρέλα και η σύνεση. Και καθώς συνηθίζει να αφήνει λεπτές δόσεις κωμικών στοιχείων στα έργα του, οι Βάκχες δε θα μπορούσαν να είναι εξαίρεση.
Την παράσταση ανοίγει ένας εναερίτης, όπως τον γνωρίσαμε τον περασμένο αιώνα να σκαρφαλώνει τους στύλους του ηλεκτρικού ρεύματος για να φέρει «φως». Κυριολεκτικά, αλλά και με κάθε μεταφορική διάσταση. Ο Διόνυσος στέκεται -όπως κάθε θεός- εκεί ψηλά, πιο ψηλά από κάθε άλλον, και προσφέρει το φως στους ανθρώπους. Ο Σάκης Ρουβάς (που ερμηνεύει τον Διόνυσο) ανταποκρίνεται σε ό,τι καλείται να φέρει εις πέρας. Στέκεται στο ύψος των προκλήσεων και των απαιτήσεων του έργου υπεύθυνα και σοβαρά -η κινησιολογία του είναι άψογη- παρά την απειρία του στα θεατρικά σανίδια. Ο Δημήτρης Λιγνάδης, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, τον εμφανίζει στη σκηνή με κουκουλωμένο πρόσωπο κι έτσι δεν παρακολουθείς τον Σάκη που έχει κατακτήσει τις μουσικές σκηνές καθώς δεν εγκλωβίζεσαι από την εικόνα του που διαφορετικά θα παρέπεμπε κατευθείαν στον παραπάνω συνειρμό. Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνει ευρηματικά να σε οδηγήσει να παρακολουθήσεις τον ηθοποιό που στέκεται απέναντί σου και όχι τον σταρ τραγουδιστή και να μπεις από νωρίς στο πνεύμα της παράστασης με "διορθωμένο" κριτήριο. Η πρόθεση του Λιγνάδη να δείξει έναν παντοδύναμο λαμπερό θεό τέλειο εκπρόσωπο της λαγνείας με κορμί κούρου πετυχαίνει απόλυτα στο πρόσωπο του Ρουβά.
Την παράσταση διατρέχουν μουσικές από διάφορα και ετερόκλητα είδη. Ακούγονται και παίζονται επί σκηνής από αφρικάνικα κρουστά μέχρι ελληνικά δημοτικά και από ραπίσματα ως μοιρολόγια. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη ότι υπήρχε ξεκάθαρος λόγος για αυτή τη συνύπαρξη, χωρίς ωστόσο να θυμώνω με όλα αυτά τα ακούσματα εφόσον είναι φανερή η διάθεση για μια πολυπολιτισμική προσέγγιση. Ο χορός, κυρίαρχος σε όλη τη διάρκεια του έργου, χαρακτηρίζεται από ζωτική ενέργεια και τα εκφραστικά μέσα διακυμαίνονται από παγανιστικές τελετές μέχρι αυνανισμό. Ο θεατής δέχεται πλήθος ερεθισμάτων και στοιχείων με άρωμα λαγνείας.
Ο Τειρεσίας, στο σώμα της Ρούλας Πατεράκη, άρεσε γενικότερα αλλά η φωνητική ένταση της ηθοποιού προκαλούσε μια ηχητική ανισότητα καθώς οι άλλοι ηθοποιοί επί σκηνής έχουν αρκετά δυνατότερες φωνές. Έτσι, παρόλο που είδαμε έναν αξιολογότατο Τειρεσία, δεν τον χαρήκαμε όσο θα έπρεπε ενώ θεωρώ σφάλμα το να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και σε διάλογο δύο ηθοποιοί με μεγάλη απόσταση στην ένταση της φωνής τους.
Ο Γιάννης Καρατζογιάννης υποδύεται τον Κάδμο, αρχικά με καλή διάθεση και χιούμορ και καταρρακωμένος αργότερα από τη μεγάλη συμφορά. Δύο μεγάλες αντιθέσεις πάνω στο ίδιο πρόσωπο που τις καταφέρνει επιδέξια.
Οι φωτογραφίες από το πρόγραμμα της παράστασης |
Η Αγαύη της Μαρίας Κίτσου έκανε όλους τους θεατές να κρατήσουν την ανάσα τους στο υπέροχο κορύφωμα του έργου. Σίγουρα αποτελεί μία εκ των καλύτερων στιγμών της παράστασης και ίσως την πιο έντονη. Η Μαρία καταφέρνει να εστιάσει όλα τα βλέμματα πάνω της και το σύνολο της σκηνής μαζί με τη μουσική επένδυση περνάει στο κοινό, που της αφιέρωσε το πιο δυνατό του χειροκρότημα, προτού δώσει τη σκυτάλη στην κορυφαία Γιώτα Βέη που ερμηνεύει μαγικά το μοιρολόι της.
Ο Δημήτρης Πασσάς από την άλλη, ως Πανθέας, ερμηνευτικά παράταιρος με τον ρόλο του βασιλιά και ομοιάζοντας με καρικατούρα δεν κερδίζει το στοίχημα ενώ η καλύτερη στιγμή του είναι αναμφίβολα η σκηνή της αποπλάνησής του από τον Διόνυσο.
Στη σκηνή επίσης εμφανίζονται οι Στέφανος Μουάγκε ως Θεράπων, ο Μιχάλης Αφολαγιάν ως Α' Αγγελιοφόρος και ο Δημήτρης Λιγνάδης ως Β' Αγγελιοφόρος. Στον Χορό οι Αντιγόνη Ψυχράμη, Άννα Μενενάκου, Λούσα Μαρσέλλου, Ευαγγελία Συριοπούλου, Ντάνη Γιαννακοπούλου, Δανάη Κατσαμένη, Ζαφειρία Δημητροπούλου Delangel, Ιωάννα Κουντίκε, Νάταλι Ερνέστα και Γκρέις Νουόκε και στα κρουστά οι Μιχάλης Αφολαγιάν, Σαμουήλ Ακινόλα και Στέφανος Μουάγκε.
Τα κοστούμια που επιμελήθηκε η Εύα Νάθενα λειτούργησαν όμορφα και έδεσαν στο σύνολο και το σκηνικό της, έτσι λυτό και απέριττο, άφηνε τους θεατές να χαρούν τα δρώμενα.
Δε μου άρεσε η "κάσα"-καροτσάκι του σούπερ μάρκετ για τα απομεινάρια του Πενθέα καθώς το μυαλό μου έκανε την αυτόματη αναφορά στο γνωστό πρακτικό αντικείμενο των καθημερινών αγορών ενώ η σκηνή όπου εμφανίζεται είναι από τις αγαπημένες μου.
Οι καλύτερες στιγμές ήταν τόσο η έναρξη με τον εναερίτη που στη συνέχεια της σκηνής μεταμορφώνεται σε νέος θεός όσο και η σκηνή της Αγαύης. Μάλιστα, η σκηνή της μεταμόρφωσης περιέχει -καθόλου τυχαίες- αναφορές στο Χριστό. Ξεφυλλίζοντας το πρόγραμμα (αγοράστε το, αξίζει) διαβάζω μια κατατοπιστική παράγραφο με τίτλο «ένας Χριστός μέσα στις Βάκχες και ένας Διόνυσος που Πάσχει», όπου μαθαίνω ότι οι Βάκχες έχουν αδελφική σχέση με ένα κείμενο μεταγενέστερό τους κατά 16 αιώνες, τον Χριστό Πάσχοντα. Αυτό το κείμενο έχει γραφτεί με μια τεχνική που ονομάζεται κέντρωνας και είναι μια σύνθεση αποσπασμάτων από αρχαία και εκκλησιαστικά κείμενα. Μάλιστα, το κείμενο των Βακχών είχε ολοκληρωτική φθορά στον επίλογο και μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε την τραγωδία χάρη στο βυζαντινό δράμα Χριστός Πάσχων! Και στα δύο έργα σημαντικό ρόλο έχει η σύγκρουση του θεού με επίγειους αντιπάλους και ο συμβολικός θάνατός του.