Ο Τσαρλς Πλάιμελ γεννήθηκε σ' ένα αγρόκτημα κοντά στο Χώλκομπ του Κάνσας. Ανάμεσα στους προγόνους του συγκαταλέγονται ένας Εγγλέζος πειρατής κι ένας μάγος από τη φυλή Τσερόκη. Παράτησε το σχολείο νωρίς και δούλεψε σαν οδηγός θεριστικής μηχανής από το Τέξας μέχρι τον Καναδά, στην κατασκευή αγωγών πετρελαίου στη Γιούμα της Αριζόνα, σαν ειδικός στις ανατινάξεις σ' ένα φράγμα στον ποταμό Kολoύμπια στο Όρεγκον, σαν καβαλάρης σε ροντέο στα νοτιοδυτικά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο κολλέγιο στην Ουϊτσίτα του Κάνσας έμαθε τη δουλειά του τυπογράφου. Το 1963 πηγαίνει στο Σαν Φραντζίσκo όπου δουλεύει σαν λιμενεργάτης και παράλληλα τυπώνει και εκδίδει πολλά περιοδικά (NOW, The Last Time, και μαζί με τον Claude Pelieu και τη Mary Beach το "86" και το Bulletin From Nothing). Μετά τις δυο πρώτες του ποιητικές συλλογές -Apokalypse Rose και Neon Poems παίρνει υποτροφία από το πανεπιστήμιο. Από το 1974 ζει στο Τσέρρυ Βάλλεϋ της Νέας Υόρκης και εκδίδει τα περιοδικά Goldspring Journal και Northeast Rising Sun. Στο μικρό του εκδοτικό οίκο έχουν εκδοθεί βιβλία των Βurrοughs, Beach και Pelieu. Η σημαντικότερη μέχρι σήμερα ποιητική συλλογή του είναι The Trashing Of America (1975). Το μυθιστόρημά του The Last Of The Moccasins (City Lights, San Francisco 1975) έχει χαρακτηριστεί από τον Ken Kesey σαν το "On The Road" της δεκαετίας του '60.
YELLOW WIGGLE BOOGIE
Έριξα τα τελευταία σανίδια στη φωτιά
Κάθισα και μόνωσα τα παράθυρα
Και χορεύω μες στο δωμάτιο για να μπορέσω
να ζεσταθώ και ν' αρθρώσω την επόμενη
λέξη,
Εκτός των άλλων έχω και μια τρύπα
στην παντόφλα και μου μπαίνει το γαμημένο
χιονόνερο μέσα.
Την περασμένη νύχτα γλίστρησα στο σπίτι
του Πωλ Μπλέι και του 'κλεψα
ξύλα & τώρα τα κέρατα δεν λένε να πάρουνε φωτιά.
Δεν υπάρχουν πια χοτ ντογκς στο ψυγείο
Έι, για πες, σάμπως έχεις τόσο
μουνί όσο θα 'θελες;
Πω, πω, κρύο. Ο καταραμένος
χειμώνας πλησιάζει & στέλνει τις
μεγάλες λευκές αράχνες του πάνω απ' τη χώρα.
Δεν μιλάμε καλύτερα για τις
παλιές καλές εποχές που εδώ μέσα
καίγανε όλα τα φώτα, ε;
Κι αυτό το άθλιο ξύλο δεν λέει ν' ανάψει.
Θα 'χουμε κωλοχειμώνα.
ΕΞΩ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ
Πιο παλιά έτρεχα πάντα για να χέσω
έξω στα λιβάδια
Οι μύγες βουίζανε τριγύρω μου
Μ’ ανοιχτά τα πόδια, σφιγγόμουνα
κι άφηνα να πέσει ένα κουράδι στο χορτάρι
Το άλλο πρωινό
γυάλιζε πάνω του η υγρασία της νύχτας
& αργότερα γινόταν λίπασμα
στη γη.
Εκείνα τα ζεστά μεσημέρια που σηκώνεται σκόνη
ο ήλιος ψηλά ζεματάει
σμήνη οι μύγες ένα γύρω
ψυχή δεν φαίνεται όσο φτάνει το μάτι
τότε κι εγώ πάω
έξω στα λιβάδια
και ρίχνω ένα χεσίδι.
"ΚΑΝΤΕ ΜΕ ΛΙΓΟ ΝΑ ΧΑΡΩ"
Τα κορίτσια της Νέας Υόρκης
δίνονται μόνο με δόσεις
ο Χρόνος και το Πρόγραμμα είναι
γι’ αυτά το πιο σημαντικό
-κάπου κεντρικά και στη σωστή ώρα-
όλες αυτές οι ώρες που σπαταλούν
για να "αλληλοενημερωθούν"
με σημειώματα, που υποπτεύομαι ότι
αφήνουν η μια στην άλλη σε θυρίδες, σίγουρα
μ’ όλ’ αυτά ροκανίζουν τη μέρα τους και διαρκώς
ψάχνονται για ψιλά στα ταξί.
Το γαμήσι; βεβαίως και το συζητάνε, ιδιαίτερα
άμα κάνει λιακάδα, επίσης κανένα στα πεταχτά
αν τύχει και γίνει κάποια στάση στον αυτοκινητόδρομο,
κουβέντες ατέλειωτες για τον καιρό και για σαβούρωμα
με σάντουιτς, με παγωτά, πίτσες, χοτ ντογκς,
μπύρες, ψωμάκια πασαλειμμένα με βούτυρο και
από πάνω ένα αγγουράκι τουρσί.
Ενώ τα κορίτσια της Καλιφόρνιας
πρώτα θα ρίξουνε τα χαρτιά
με την Ταρώ τράπουλα βεβαίως,
άφησε τον εαυτό σου ΕΛΕΥΘΕΡΟ, φιλάρα,
να νιώσεις τη μεγάλη καλιφορνέζικη ελευθερία
στα παραλιακά ξενοδοχεία και στις κορμάρες
με τις γραμμώσεις
στις δίχως νόημα διαδρομές με το εναέριο τρενάκι
Έλα μαζί, να πάμε εκεί έξω στο αγρόκτημά μου
να ρίξεις και καμιά ματιά κάτω απ' τη φούστα μου,
ξέρεις, εγώ είμαι μεγάλη φίρμα.
ούτε το δαχτυλάκι μου δεν χρειάζεται
πια να κουνήσω, έξω
στο πάρκιν έχω αφήσει
τη τζάγκουαρ, και κοίτα δω, αν επιμένεις σ' αυτή
τη χυδαιότητα να παρακαλάς για ένα
γαμήσι, περίμενε τουλάχιστον
να σ' ερωτευτώ κι εγώ, να σε δω
σαν ομόφυλο φίλο να πούμε κανά-δυο κουβεντούλες
για παραψυχολογία και αποκρυφισμό
και σε παρακαλώ να το 'χεις στα υπόψη
για τώρα ή μετά, δεν έχει σημασία,
θα μπούμε στο αμάξι και θα κατέβουμε
στην παραλία, σ' ένα πάρτυ που είμαι καλεσμένη
μπορεί όμως την τελευταία στιγμή
αν μας τη δώσει να περάσουμε
για λίγο, να δούμε τον ψυχίατρό μου.
Τα κορίτσια του Κάνσας
δεν λένε ποτέ κουβέντα γι’ αυτό
μα όλο εκεί το γυροφέρνουν. Όλες τους δε,
την παρθενιά τους την έχουνε χάσει
πηδώντας πάνω από φράχτες ή
πέφτοντας από τ' άλογα, και δώστου κουβέντα
για τον παλιό καλό καιρό, για
το θεό, τον κόσμο και για το σχολείο,
πηγαίνουν σινεμά, και λιώνουν τις σόλες τους
πάνω-κάτω στον κεντρικό δρόμο
τις βλέπεις στις παρελάσεις
να τεντώνουν τα στήθια τους κάτω απ' τα πουλόβερ,
κι όλοι κάνουν οτιδήποτε,
μόνο και μόνο για να μην το σκέπτονται.
Στο ντράιβ-ιν τσακίζεις με τα δάχτυλά σου
καλαμάκια κι ενώ κοιτάζεις με ξινισμένα μούτρα
μια σακούλα τηγανητές πατάτες μπροστά σου
και στο μυαλό σου στριφογυρνάει η σκέψη πώς
θα μεθύσεις πιο γρήγορα, τότε εκείνη
πέφτει απάνω σου και σε
βιάζει.
Μετάφραση-επιμέλεια: Τέος Ρόμβος
Διαβάστε περισσότερα από το "Ανθολόγιο των κακών Αμερικανών" εδώ.
YELLOW WIGGLE BOOGIE
Έριξα τα τελευταία σανίδια στη φωτιά
Κάθισα και μόνωσα τα παράθυρα
Και χορεύω μες στο δωμάτιο για να μπορέσω
να ζεσταθώ και ν' αρθρώσω την επόμενη
λέξη,
Εκτός των άλλων έχω και μια τρύπα
στην παντόφλα και μου μπαίνει το γαμημένο
χιονόνερο μέσα.
Την περασμένη νύχτα γλίστρησα στο σπίτι
του Πωλ Μπλέι και του 'κλεψα
ξύλα & τώρα τα κέρατα δεν λένε να πάρουνε φωτιά.
Δεν υπάρχουν πια χοτ ντογκς στο ψυγείο
Έι, για πες, σάμπως έχεις τόσο
μουνί όσο θα 'θελες;
Πω, πω, κρύο. Ο καταραμένος
χειμώνας πλησιάζει & στέλνει τις
μεγάλες λευκές αράχνες του πάνω απ' τη χώρα.
Δεν μιλάμε καλύτερα για τις
παλιές καλές εποχές που εδώ μέσα
καίγανε όλα τα φώτα, ε;
Κι αυτό το άθλιο ξύλο δεν λέει ν' ανάψει.
Θα 'χουμε κωλοχειμώνα.
ΕΞΩ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ
Πιο παλιά έτρεχα πάντα για να χέσω
έξω στα λιβάδια
Οι μύγες βουίζανε τριγύρω μου
Μ’ ανοιχτά τα πόδια, σφιγγόμουνα
κι άφηνα να πέσει ένα κουράδι στο χορτάρι
Το άλλο πρωινό
γυάλιζε πάνω του η υγρασία της νύχτας
& αργότερα γινόταν λίπασμα
στη γη.
Εκείνα τα ζεστά μεσημέρια που σηκώνεται σκόνη
ο ήλιος ψηλά ζεματάει
σμήνη οι μύγες ένα γύρω
ψυχή δεν φαίνεται όσο φτάνει το μάτι
τότε κι εγώ πάω
έξω στα λιβάδια
και ρίχνω ένα χεσίδι.
"ΚΑΝΤΕ ΜΕ ΛΙΓΟ ΝΑ ΧΑΡΩ"
Τα κορίτσια της Νέας Υόρκης
δίνονται μόνο με δόσεις
ο Χρόνος και το Πρόγραμμα είναι
γι’ αυτά το πιο σημαντικό
-κάπου κεντρικά και στη σωστή ώρα-
όλες αυτές οι ώρες που σπαταλούν
για να "αλληλοενημερωθούν"
με σημειώματα, που υποπτεύομαι ότι
αφήνουν η μια στην άλλη σε θυρίδες, σίγουρα
μ’ όλ’ αυτά ροκανίζουν τη μέρα τους και διαρκώς
ψάχνονται για ψιλά στα ταξί.
Το γαμήσι; βεβαίως και το συζητάνε, ιδιαίτερα
άμα κάνει λιακάδα, επίσης κανένα στα πεταχτά
αν τύχει και γίνει κάποια στάση στον αυτοκινητόδρομο,
κουβέντες ατέλειωτες για τον καιρό και για σαβούρωμα
με σάντουιτς, με παγωτά, πίτσες, χοτ ντογκς,
μπύρες, ψωμάκια πασαλειμμένα με βούτυρο και
από πάνω ένα αγγουράκι τουρσί.
Ενώ τα κορίτσια της Καλιφόρνιας
πρώτα θα ρίξουνε τα χαρτιά
με την Ταρώ τράπουλα βεβαίως,
άφησε τον εαυτό σου ΕΛΕΥΘΕΡΟ, φιλάρα,
να νιώσεις τη μεγάλη καλιφορνέζικη ελευθερία
στα παραλιακά ξενοδοχεία και στις κορμάρες
με τις γραμμώσεις
στις δίχως νόημα διαδρομές με το εναέριο τρενάκι
Έλα μαζί, να πάμε εκεί έξω στο αγρόκτημά μου
να ρίξεις και καμιά ματιά κάτω απ' τη φούστα μου,
ξέρεις, εγώ είμαι μεγάλη φίρμα.
ούτε το δαχτυλάκι μου δεν χρειάζεται
πια να κουνήσω, έξω
στο πάρκιν έχω αφήσει
τη τζάγκουαρ, και κοίτα δω, αν επιμένεις σ' αυτή
τη χυδαιότητα να παρακαλάς για ένα
γαμήσι, περίμενε τουλάχιστον
να σ' ερωτευτώ κι εγώ, να σε δω
σαν ομόφυλο φίλο να πούμε κανά-δυο κουβεντούλες
για παραψυχολογία και αποκρυφισμό
και σε παρακαλώ να το 'χεις στα υπόψη
για τώρα ή μετά, δεν έχει σημασία,
θα μπούμε στο αμάξι και θα κατέβουμε
στην παραλία, σ' ένα πάρτυ που είμαι καλεσμένη
μπορεί όμως την τελευταία στιγμή
αν μας τη δώσει να περάσουμε
για λίγο, να δούμε τον ψυχίατρό μου.
Τα κορίτσια του Κάνσας
δεν λένε ποτέ κουβέντα γι’ αυτό
μα όλο εκεί το γυροφέρνουν. Όλες τους δε,
την παρθενιά τους την έχουνε χάσει
πηδώντας πάνω από φράχτες ή
πέφτοντας από τ' άλογα, και δώστου κουβέντα
για τον παλιό καλό καιρό, για
το θεό, τον κόσμο και για το σχολείο,
πηγαίνουν σινεμά, και λιώνουν τις σόλες τους
πάνω-κάτω στον κεντρικό δρόμο
τις βλέπεις στις παρελάσεις
να τεντώνουν τα στήθια τους κάτω απ' τα πουλόβερ,
κι όλοι κάνουν οτιδήποτε,
μόνο και μόνο για να μην το σκέπτονται.
Στο ντράιβ-ιν τσακίζεις με τα δάχτυλά σου
καλαμάκια κι ενώ κοιτάζεις με ξινισμένα μούτρα
μια σακούλα τηγανητές πατάτες μπροστά σου
και στο μυαλό σου στριφογυρνάει η σκέψη πώς
θα μεθύσεις πιο γρήγορα, τότε εκείνη
πέφτει απάνω σου και σε
βιάζει.
Μετάφραση-επιμέλεια: Τέος Ρόμβος
Διαβάστε περισσότερα από το "Ανθολόγιο των κακών Αμερικανών" εδώ.