Η Ουάντα Κόλμαν γεννήθηκε στο Λος Άντζελες το 1946. Γνωστή επίσης με τα ονόματα Ουάντα Κόλμαν-Γκραντ (αποτέλεσμα γάμου), Άντριου Λ. Τέιτ (ψευδώνυμο σεναριογράφου) και WACO (το επαναστατικό της). Έγραψε με ψευδώνυμο την πρώτη τηλεοπτική σαπουνόπερα για μαύρους και κέρδισε το βραβείο ΕΜΜΥ. Έχει τελειώσει με άριστα το πανεπιστήμιο του δρόμου. Παλαίμαχη πολυάριθμων συγκρούσεων στα γκέτο.
Το ένταλμα σύλληψης έγραφε τ' όνομά μου.
"Είστε η ίδια; Δείξτε μας την ταυτότητά σας".
Ήμουνα μισόγυμνη, γι’ αυτό διστάζανε να μπούνε.
Τους κοίταξα σαν να τους έλεγα,
με κόψατε πάνω στο γαμήσι.
Κι ήταν αλήθεια.
Οι coitus - interruptus* μπάτσοι του Λος Άντζελες.
Για φτύσιμο.
Τους έδειξα την
ταυτότητα με τ' όνομα του Νο 3 συζύγου
''Α, μάλιστα ", είπαν. "Ωραία, και πού είναι εκείνη τώρα;"
"Πού θέλετε να ξέρω", είπα γω, "έμεινε εδώ ένα διάστημα
μια μέρα γνώρισε ένα νέγρο
κι έφυγε μαζί του".
"Καλά, καλά".
Έφυγαν.
Γύρισα στο υπνοδωμάτιο.
Ήσουν γυμνός κι ακόμη καβλωμένος,
*Διακεκομμένη συνουσία.
Η Ντίλλη είδε πάνω στο κουτί τα μέτρα και της ξέφυγε μια βρισιά. Την ώρα που ψώνιζε, βιαζότανε και δεν είχε προσέξει το μέγεθος. Το ταμπά καλτσόν ήταν ένα νούμερο πιο μικρό. Ακόμη κι όταν αγόραζε το νούμερό της, βασανιζόταν μέχρι να καταφέρει να χωρέσει μέσα χωρίς να της φύγει πόντος. Νευριασμένη βλαστήμησε.
"Λες και τα φτιάχνουνε για τις άκωλες κι όχι για μας που έχουμε ψαχνό πάνω μας".
Πράγματι η Ντίλλη, πίσω της, είχε το κατιτίς της. Τα γεμάτα υγεία καπούλια της, 96 πόντους περιφέρεια, πάλλονταν κάτω από τους 60 πόντους μέσης και πάνω τους θρονιάζονταν 91 ολόκληροι πόντοι βυζιά. Αυτή η κορμάρα έπειθε ότι είχε σταματήσει για περισσότερες από μια φορές την κυκλοφορία στο δρόμο -κι αυτό δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί υπερβολή.
Απόψε το βράδυ είχε στο πρόγραμμα να προκαλέσει κυκλοφοριακό χάος στο πάρτυ της Θέλμα Τζο. Τακτοποίησε το κατακόκκινο πέτσινο μίνι φόρεμα που κρεμόταν στην πόρτα της ντουλάπας. Της είχε στοιχίσει διακόσια δολάρια και μια εξαντλητική δίαιτα τριών μηνών και σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα. Όμως η Ντίλλη γνώριζε ότι η θυσία της είχε πιάσει τόπο. Ήξερε επίσης ότι οι ψηλοτάκουνες γόβες με τα χρυσά κεντήματα τόνιζαν τη μελαψότητα των μακριών ποδιών της κι όταν κυκλοφορούσε στο δρόμο πετάγονταν έξω τα μάτια των αρσενικών που συναντούσε.
Μπανιαρισμένη, φρέσκια-φρέσκια, πουδραρισμένη, σενιαρισμένη, ξεκίνησε την εκνευριστική προσπάθεια να φορέσει το καινούργιο καλτσόν. Άρχισε πρώτα με το δεξί πόδι, το έβαλε λίγο, τράβηξε και τέντωσε το λεπτό νάιλον πάνω στη γάμπα. Ακολούθησε το αριστερό, μέχρι τη μέση της γάμπας, μετά πάλι το δεξί, σιγά, προσεκτικά, λίγο λίγο, κούναγε τους γοφούς από τ' αριστερά προς τα δεξιά, κι είχε κατά νου να μην κάνει τη ζημιά κάποιο από τα μακριά και βαμμένα με κόκκινο της φωτιάς, νύχια της.
"Μωρό μου, απόψε θα σκάσει η νύχτα από τη ζήλεια της, μπροστά σου!"
Σταμάτησε για να πάρει ανάσα και καμάρωσε το έργο της. Είχε φορέσει τις κάλτσες πάνω από τα γόνατα. Αυτό της έλειπε δα τώρα, να κολλήσει ο ιδρώτας τα εξεπίτηδες αχτένιστα και στεγνωμένα με το πιστολάκι δαχτυλίδια των μαλλιών της. Τέλος ετοιμάστηκε για το μεγάλο και πιο επικίνδυνο τόλμημα- ν' ανεβάσει το καλτσόν ψηλά στα μπούτια, να σκεπάσει το ακριβοθώρητό της πρώτα και μετά τον αφαλό. Σηκώθηκε, ρούφηξε αέρα κι έσκυψε μπροστά.
"Έλα, μωρό μου, κουράγιο. Η Μαμάκα θέλει να κάνει στράκες απόψε και, πού ξέρεις, μπορεί να βγει και κάτι. Έτσι μπράβο, σιγά σιγά και με προσοχή."
Τα κατάφερε με απαλές και προσεκτικές κινήσεις ν' ανεβάσει το λεπτό νάιλον ύφασμα πάνω από τους γλουτούς ενώ ρούφαγε ταυτόχρονα την κοιλιά της.
"Αυτό ήτανε!" Ένιωθε το καλτσόν τσιτωμένο στις περιφέρειες.
"Γαμώτο!" Ο μικρός διπλωγαζωμένος καβάλος κρεμότανε ανάμεσα στα μπούτια της τουλάχιστον δέκα πόντους. Περπάτησε κι έκανε έναν κύκλο στο δωμάτιο. Δεν το' νιωθε καλά πάνω της, την έκανε να χάνει τη σιγουριά της.
"Φέρε δω τον κορσέ!"
Έβγαλε τον κορσέ από το συρτάρι της σιφονιέρας και τον φόρεσε. Κόλλησε σαν σπασουάρ πάνω στους γοφούς της και τσίτωσε το καλτσόν. Απόψε θα έκανε εμφάνιση, είχε όμως χαλαλήσει την άνεσή της. Με κινήσεις φιδίσιες γλίστρησε μέσα
στο κόκκινο φόρεμα, φόρεσε τα χρυσοκέντητα γοβάκια και πήρε στο χέρι της το τσαντάκι με τις χρυσαφιές πούλιες. Το σύνολο ήταν ένα χάρμα οφθαλμών. Φτου-φτου, να μη βασκαθώ, φτου μου, χλιμίντρισε καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη.
Το παρκάρισμα στη γειτονιά της Θέλμα Τζο ήταν πάντα φοβερό πρόβλημα. Στην περιοχή γινόταν ανοικοδόμηση, στη θέση των παλιών αρχοντικών ξεφύτρωναν πολυκατοικίες με διαμερίσματα και γραφεία. Οι δυνατότητες παρκαρίσματος είχαν ελαχιστοποιηθεί. Αν γινόντουσαν την ίδια μέρα μερικά πάρτυ ήταν αδύνατο να βρεθεί θέση σ' ολόκληρο το τετράγωνο. Αποφασισμένη η Ντίλλη να ξετρυπώσει μια θέση, μιας κι οι ψηλοτάκουνες γόβες της δεν ήταν για πολλά πολλά, ανεβοκατέβαινε το δρόμο πάνω κάτω για κανένα τέταρτο.
Τελικά αποφάσισε να στρίψει και να μπει στο δρομάκο, πίσω από το κτίριο που έμενε η Θέλμα Τζο και κει κοίταξε μήπως υπήρχε κάποιο άνοιγμα που θα μπορούσε να παρκάρει. Ο δρομάκος αριστερά και δεξιά περικυκλωνόταν από απειλητικές σιλουέτες θάμνων και αγριόχορτων. Στο βάθος, πίσω από το κακοφωτισμένο κτίριο με τις σκοτεινές εισόδους των γκαράζ ανακάλυψε τα αποκαΐδια ενός σπιτιoύ με την είσοδο κλεισμένη χιαστί με μαδέρια. Καλά ήταν εδώ.
Πάρκαρε προσέχοντας ν' αφήσει χώρο για να περνάνε μη τυχόν και κάποιος της γρατζουνίσει το πανάκριβο αυτοκίνητό της. Ευχαριστημένη κατέβηκε, κλείδωσε και πήρε το δρόμο βαδίζοντας με προσεκτικά βηματάκια κι αποφεύγοντας τις λακκούβες και τις παγίδες του δρόμου που ενδεχόμενα θα μπορούσαν να μπουρδουκλώσουν το χάρμα οφθαλμών και να του κάνουν ζημιά.
Η Ντίλλη αισθανόταν υπέροχα στο πετσί της κι άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα τραγουδάκι του συρμού, όταν ξάφνου μέσα απ' το σκοτάδι ξεφύτρωσαν δυο γαντοφορεμένα χέρια που την έπιασαν από το λαιμό και την ακινητοποίησαν.
"Αν βγάλεις τσιμουδιά θα σου σπάσω το σβέρκο!"
Η καρδιά της Ντίλλη χτυπούσε τόσο δυνατά που μετά βίας ξεχώρισε τη στριγκιά φωνή. Κοκάλωσε. Το ένα του χέρι έψαξε χαμηλά στο σώμα της, άρπαξε το τσαντάκι, την άφησε κι άρχισε να το σκαλίζει. Εκείνη γύρισε προς το μέρος του ανθρώπου που
της είχε επιτεθεί. Ένας χεροδύναμος μπρατσαράς, με το κεφάλι του καλυμμένο με μια κάλτσα που έκανε το πρόσωπό του να μοιάζει με αφρικάνικη μάσκα.
"Λεφτά δεν κρατάω".
Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω εξεταστικά.
"Πφου! Τότε τι θες και ντύνεσαι σαν κοκότα πολυτελείας κι έχεις κι αυτή την αμαξάρα;" Με μια περιφρονητική κίνηση πέταξε μακριά το τσαντάκι.
"Εσείς οι νέγρες του Χόλιγουντ είσαστε όλες ίδιες, μόνο βιτρίνα κι από πίσω ντενεκές".
"Είστε στυγνός".
"Πώς με είπατε;"
"Με κατάλαβες πολύ καλά -όμως κι εγώ κάτι δεν πρέπει να βγάλω που χαράμισα την ώρα μου μαζί σου, ας είναι μόνο το μουνί σου".
Την άρπαξε και προσπάθησε να την πετάξει στο έδαφος. "Περιμένετε καλέ -τα μαλλιά μου! Γαμώτο, αυτό το φόρεμα μου 'χει στοιχήσει διακόσια δολάρια!" Αγωνιζότανε, προσπαθούσε να τον κρατήσει μακριά της. Εκείνος της έβαλε τρικλοποδιά και την έριξε κάτω σαν σακί. Το ένα της τακούνι ξεκόλλησε ενώ θρηνούσε με λυγμούς και κλάματα.
"Τα καλά μου τα παπούτσια!"
"Μα τι στο διάολο φοράς;"
"Σας παρακαλώ-μη-μη!"
Εξαγριωμένος προσπαθούσε να χώσει το χέρι του μέσα στο καλτσόν για να την ξεβρακώσει.
"Ω, Θεέ μου, θα μου σκίσετε τα ρούχα!"
"Πω πω, μια μουνάρα που έχεις. Μοσχοβολάει!"
Η Ντίλλη ένιωθε από κάτω της να την τρυπάνε μυτερές πέτρες, στους αγκώνες, στους ώμους και στη μισόγυμνη πλάτη. Έτσι όπως εκείνος τραβούσε, της έπιασε ένα κομμάτι σάρκας μαζί με το λάστιχο. " Άουου! Με πόνεσες!" στρίγκλισε.
"Ξύπνησες όλη τη γειτονιά".
Αγριεμένος πήδησε όρθιος και της έχωσε μια κλωτσιά με τη μύτη της μπότας του που της ξέσκισε και τα τελευταία υπολείμματα καλτσόν που είχαν απομείνει γερά. Μετά έκανε στροφή και χάθηκε στο σκοτάδι.
Η Ντίλλη πνιγμένη στο βήχα και βαριανασαίνoντας σηκώθηκε με δυσκολία, τίναξε τις σκόνες και τα χώματα από το φόρεμά της. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της ενώ έψαχνε για το σπασμένο τακούνι και το τσαντάκι στο χώμα. Τα βρήκε και κίνησε κούτσα κούτσα για το αμάξι της ενώ σκεφτότανε αν θα 'βρισκε ράφτη που θα μπορούσε να επιδιορθώσει το πανάκριβο φόρεμά της και τσαγκάρη που θα ξανακόλλαγε το τακούνι της. Άνοιξε την πόρτα και με λυμένα γόνατα σωριάστηκε στο κάθισμα. Τι άλλο μπορούσε τώρα να κάνει από το να γυρίσει στο σπίτι της; Της
ήταν αδύνατο σ' αυτή την κατάσταση να εμφανιστεί στο πάρτυ. Αύριο θα τηλεφωνούσε στη Θέλμα Τζο για να της πει τα καθέκαστα.
Όσο πέρναγε η ώρα το σοκ χανότανε και στη θέση του εμφανίζονταν οι πόνοι από τα χτυπήματα του ληστή. Η Ντίλλη οδήγησε το αυτοκίνητο έξω από το δρομάκο και συνάντησε στον κεντρικό δρόμο τη μεγάλη ουρά της νυχτερινής κυκλοφορίας. Τη στραβώσανε τα δυνατά φώτα που αναβοσβήνανε στις εισόδους των κλαμπ και στις φωτεινές διαφημίσεις. Προσπάθησε να καθαρίσει τα μάτια της. Ποιος ξέρει τι χάνει τώρα εξαιτίας εκεινού του αλήτη. Αυτό το καθίκι ίσως την έκανε να χάσει την
ευκαιρία της ζωής της.
ΣΤΙΣ 7 ΤΟ ΠΡΩΙ ΜΟΥ ΧΤΥΠΗΣΑΝ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ
Το ένταλμα σύλληψης έγραφε τ' όνομά μου.
"Είστε η ίδια; Δείξτε μας την ταυτότητά σας".
Ήμουνα μισόγυμνη, γι’ αυτό διστάζανε να μπούνε.
Τους κοίταξα σαν να τους έλεγα,
με κόψατε πάνω στο γαμήσι.
Κι ήταν αλήθεια.
Οι coitus - interruptus* μπάτσοι του Λος Άντζελες.
Για φτύσιμο.
Τους έδειξα την
ταυτότητα με τ' όνομα του Νο 3 συζύγου
''Α, μάλιστα ", είπαν. "Ωραία, και πού είναι εκείνη τώρα;"
"Πού θέλετε να ξέρω", είπα γω, "έμεινε εδώ ένα διάστημα
μια μέρα γνώρισε ένα νέγρο
κι έφυγε μαζί του".
"Καλά, καλά".
Έφυγαν.
Γύρισα στο υπνοδωμάτιο.
Ήσουν γυμνός κι ακόμη καβλωμένος,
και ήθελες να μάθεις-
"Τι θέλανε αυτοί από σένα;"
"Τίποτα" γέλασα
πέταξα τo φανελάκι
και γλίστρησα δίπλα σου στα πούπουλα.
Ξαναπιάσαμε το γαμήσι απ' την αρχή,
όμως δεν ήταν πια
όπως και πριν.
"Τι θέλανε αυτοί από σένα;"
"Τίποτα" γέλασα
πέταξα τo φανελάκι
και γλίστρησα δίπλα σου στα πούπουλα.
Ξαναπιάσαμε το γαμήσι απ' την αρχή,
όμως δεν ήταν πια
όπως και πριν.
*Διακεκομμένη συνουσία.
ΧΑΡΜΑ ΟΦΘΑΛΜΩΝ
Η Ντίλλη είδε πάνω στο κουτί τα μέτρα και της ξέφυγε μια βρισιά. Την ώρα που ψώνιζε, βιαζότανε και δεν είχε προσέξει το μέγεθος. Το ταμπά καλτσόν ήταν ένα νούμερο πιο μικρό. Ακόμη κι όταν αγόραζε το νούμερό της, βασανιζόταν μέχρι να καταφέρει να χωρέσει μέσα χωρίς να της φύγει πόντος. Νευριασμένη βλαστήμησε.
"Λες και τα φτιάχνουνε για τις άκωλες κι όχι για μας που έχουμε ψαχνό πάνω μας".
Πράγματι η Ντίλλη, πίσω της, είχε το κατιτίς της. Τα γεμάτα υγεία καπούλια της, 96 πόντους περιφέρεια, πάλλονταν κάτω από τους 60 πόντους μέσης και πάνω τους θρονιάζονταν 91 ολόκληροι πόντοι βυζιά. Αυτή η κορμάρα έπειθε ότι είχε σταματήσει για περισσότερες από μια φορές την κυκλοφορία στο δρόμο -κι αυτό δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί υπερβολή.
Απόψε το βράδυ είχε στο πρόγραμμα να προκαλέσει κυκλοφοριακό χάος στο πάρτυ της Θέλμα Τζο. Τακτοποίησε το κατακόκκινο πέτσινο μίνι φόρεμα που κρεμόταν στην πόρτα της ντουλάπας. Της είχε στοιχίσει διακόσια δολάρια και μια εξαντλητική δίαιτα τριών μηνών και σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα. Όμως η Ντίλλη γνώριζε ότι η θυσία της είχε πιάσει τόπο. Ήξερε επίσης ότι οι ψηλοτάκουνες γόβες με τα χρυσά κεντήματα τόνιζαν τη μελαψότητα των μακριών ποδιών της κι όταν κυκλοφορούσε στο δρόμο πετάγονταν έξω τα μάτια των αρσενικών που συναντούσε.
Μπανιαρισμένη, φρέσκια-φρέσκια, πουδραρισμένη, σενιαρισμένη, ξεκίνησε την εκνευριστική προσπάθεια να φορέσει το καινούργιο καλτσόν. Άρχισε πρώτα με το δεξί πόδι, το έβαλε λίγο, τράβηξε και τέντωσε το λεπτό νάιλον πάνω στη γάμπα. Ακολούθησε το αριστερό, μέχρι τη μέση της γάμπας, μετά πάλι το δεξί, σιγά, προσεκτικά, λίγο λίγο, κούναγε τους γοφούς από τ' αριστερά προς τα δεξιά, κι είχε κατά νου να μην κάνει τη ζημιά κάποιο από τα μακριά και βαμμένα με κόκκινο της φωτιάς, νύχια της.
"Μωρό μου, απόψε θα σκάσει η νύχτα από τη ζήλεια της, μπροστά σου!"
Έβαλε τα γέλια. Το καμάκι ούτε που της πέρασε απ' το μυαλό. Σε καμία περίπτωση. Εκείνη ήθελε μόνο να διασκεδάσει κι αυτό
της αρκούσε. Όμως, δεν ξέρεις καμιά φορά, θα μπορούσε να συναντήσει κάποιον. Εδώ επρόκειτο για κοτζάμ πάρτυ του Χόλιγουντ.
της αρκούσε. Όμως, δεν ξέρεις καμιά φορά, θα μπορούσε να συναντήσει κάποιον. Εδώ επρόκειτο για κοτζάμ πάρτυ του Χόλιγουντ.
Υπενθύμισε στον εαυτό της να μη ξεχάσει να προσφωνήσει τη Θέλμα Τζο με το νέο της όνομα, Σάντη. Οι δυο τους είχανε μοιραστεί για καιρό το ίδιο δωμάτιο και μετά από δέκα χρόνια μαγκανοπήγαδο σε διάφορες δουλειές γραμματέων, στα μάτια τους είχανε πια γίνει σταρ. Και ήταν κι οι δυο τους αποφασισμένες να εξασφαλιστούν όσο ακόμη περνούσε η μπογιά τους. Η Θέλμα Τζο επέμενε ν' αλλάξει και η Ντίλλη τ' όνομά της για να το κάνει πιο εύηχο. Όμως εκείνην δεν την ενθουσίαζε η ιδέα. Αν έπαιρνε άλλο όνομα ποιος θα καταλάβαινε ότι ήταν εκείνη, η ίδια, που είχε γίνει κάποια; Προς το παρόν δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να κάθεται να χολοσκάει.
Σταμάτησε για να πάρει ανάσα και καμάρωσε το έργο της. Είχε φορέσει τις κάλτσες πάνω από τα γόνατα. Αυτό της έλειπε δα τώρα, να κολλήσει ο ιδρώτας τα εξεπίτηδες αχτένιστα και στεγνωμένα με το πιστολάκι δαχτυλίδια των μαλλιών της. Τέλος ετοιμάστηκε για το μεγάλο και πιο επικίνδυνο τόλμημα- ν' ανεβάσει το καλτσόν ψηλά στα μπούτια, να σκεπάσει το ακριβοθώρητό της πρώτα και μετά τον αφαλό. Σηκώθηκε, ρούφηξε αέρα κι έσκυψε μπροστά.
"Έλα, μωρό μου, κουράγιο. Η Μαμάκα θέλει να κάνει στράκες απόψε και, πού ξέρεις, μπορεί να βγει και κάτι. Έτσι μπράβο, σιγά σιγά και με προσοχή."
Τα κατάφερε με απαλές και προσεκτικές κινήσεις ν' ανεβάσει το λεπτό νάιλον ύφασμα πάνω από τους γλουτούς ενώ ρούφαγε ταυτόχρονα την κοιλιά της.
"Αυτό ήτανε!" Ένιωθε το καλτσόν τσιτωμένο στις περιφέρειες.
Είχε νικήσει.
"Γαμώτο!" Ο μικρός διπλωγαζωμένος καβάλος κρεμότανε ανάμεσα στα μπούτια της τουλάχιστον δέκα πόντους. Περπάτησε κι έκανε έναν κύκλο στο δωμάτιο. Δεν το' νιωθε καλά πάνω της, την έκανε να χάνει τη σιγουριά της.
"Φέρε δω τον κορσέ!"
Έβγαλε τον κορσέ από το συρτάρι της σιφονιέρας και τον φόρεσε. Κόλλησε σαν σπασουάρ πάνω στους γοφούς της και τσίτωσε το καλτσόν. Απόψε θα έκανε εμφάνιση, είχε όμως χαλαλήσει την άνεσή της. Με κινήσεις φιδίσιες γλίστρησε μέσα
στο κόκκινο φόρεμα, φόρεσε τα χρυσοκέντητα γοβάκια και πήρε στο χέρι της το τσαντάκι με τις χρυσαφιές πούλιες. Το σύνολο ήταν ένα χάρμα οφθαλμών. Φτου-φτου, να μη βασκαθώ, φτου μου, χλιμίντρισε καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη.
Το παρκάρισμα στη γειτονιά της Θέλμα Τζο ήταν πάντα φοβερό πρόβλημα. Στην περιοχή γινόταν ανοικοδόμηση, στη θέση των παλιών αρχοντικών ξεφύτρωναν πολυκατοικίες με διαμερίσματα και γραφεία. Οι δυνατότητες παρκαρίσματος είχαν ελαχιστοποιηθεί. Αν γινόντουσαν την ίδια μέρα μερικά πάρτυ ήταν αδύνατο να βρεθεί θέση σ' ολόκληρο το τετράγωνο. Αποφασισμένη η Ντίλλη να ξετρυπώσει μια θέση, μιας κι οι ψηλοτάκουνες γόβες της δεν ήταν για πολλά πολλά, ανεβοκατέβαινε το δρόμο πάνω κάτω για κανένα τέταρτο.
"Γαμώτο, κάπου πρέπει να βρω να το στριμώξω!"
Τελικά αποφάσισε να στρίψει και να μπει στο δρομάκο, πίσω από το κτίριο που έμενε η Θέλμα Τζο και κει κοίταξε μήπως υπήρχε κάποιο άνοιγμα που θα μπορούσε να παρκάρει. Ο δρομάκος αριστερά και δεξιά περικυκλωνόταν από απειλητικές σιλουέτες θάμνων και αγριόχορτων. Στο βάθος, πίσω από το κακοφωτισμένο κτίριο με τις σκοτεινές εισόδους των γκαράζ ανακάλυψε τα αποκαΐδια ενός σπιτιoύ με την είσοδο κλεισμένη χιαστί με μαδέρια. Καλά ήταν εδώ.
Πάρκαρε προσέχοντας ν' αφήσει χώρο για να περνάνε μη τυχόν και κάποιος της γρατζουνίσει το πανάκριβο αυτοκίνητό της. Ευχαριστημένη κατέβηκε, κλείδωσε και πήρε το δρόμο βαδίζοντας με προσεκτικά βηματάκια κι αποφεύγοντας τις λακκούβες και τις παγίδες του δρόμου που ενδεχόμενα θα μπορούσαν να μπουρδουκλώσουν το χάρμα οφθαλμών και να του κάνουν ζημιά.
Η Ντίλλη αισθανόταν υπέροχα στο πετσί της κι άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα τραγουδάκι του συρμού, όταν ξάφνου μέσα απ' το σκοτάδι ξεφύτρωσαν δυο γαντοφορεμένα χέρια που την έπιασαν από το λαιμό και την ακινητοποίησαν.
"Αν βγάλεις τσιμουδιά θα σου σπάσω το σβέρκο!"
Η καρδιά της Ντίλλη χτυπούσε τόσο δυνατά που μετά βίας ξεχώρισε τη στριγκιά φωνή. Κοκάλωσε. Το ένα του χέρι έψαξε χαμηλά στο σώμα της, άρπαξε το τσαντάκι, την άφησε κι άρχισε να το σκαλίζει. Εκείνη γύρισε προς το μέρος του ανθρώπου που
της είχε επιτεθεί. Ένας χεροδύναμος μπρατσαράς, με το κεφάλι του καλυμμένο με μια κάλτσα που έκανε το πρόσωπό του να μοιάζει με αφρικάνικη μάσκα.
"Λεφτά δεν κρατάω".
Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω εξεταστικά.
"Πφου! Τότε τι θες και ντύνεσαι σαν κοκότα πολυτελείας κι έχεις κι αυτή την αμαξάρα;" Με μια περιφρονητική κίνηση πέταξε μακριά το τσαντάκι.
"Μα πάω σ' ένα πάρτυ!" Δεν καταλάβαινε τον εαυτό της που προσπαθούσε να δικαιολογηθεί.
"Εσείς οι νέγρες του Χόλιγουντ είσαστε όλες ίδιες, μόνο βιτρίνα κι από πίσω ντενεκές".
"Είστε στυγνός".
"Εγώ; Που σπαταλάω τον καιρό μου με μια μαλακισμένη σαν και σένα;"
"Πώς με είπατε;"
"Με κατάλαβες πολύ καλά -όμως κι εγώ κάτι δεν πρέπει να βγάλω που χαράμισα την ώρα μου μαζί σου, ας είναι μόνο το μουνί σου".
Την άρπαξε και προσπάθησε να την πετάξει στο έδαφος. "Περιμένετε καλέ -τα μαλλιά μου! Γαμώτο, αυτό το φόρεμα μου 'χει στοιχήσει διακόσια δολάρια!" Αγωνιζότανε, προσπαθούσε να τον κρατήσει μακριά της. Εκείνος της έβαλε τρικλοποδιά και την έριξε κάτω σαν σακί. Το ένα της τακούνι ξεκόλλησε ενώ θρηνούσε με λυγμούς και κλάματα.
"Τα καλά μου τα παπούτσια!"
Εκείνος αγνόησε την κλάψα της κι έχωσε το χέρι του κάτω απ' το φουστάνι της, με βίαιες κινήσεις έψαχνε ψηλά στα πόδια της ν' ανακαλύψει το βρακί της. Βρήκε τον καβάλο του κορσέ και τον τράβηξε. Το ελαστικό ύφασμα τέντωσε, αλλά δεν σκίστηκε.
Απ' το στόμα του βγήκε ένα γρύλισμα και συνέχισε να τραβάει με δύναμη κι άλλο κι άλλο.
Απ' το στόμα του βγήκε ένα γρύλισμα και συνέχισε να τραβάει με δύναμη κι άλλο κι άλλο.
"Μα τι στο διάολο φοράς;"
"Σας παρακαλώ-μη-μη!"
Εξαγριωμένος προσπαθούσε να χώσει το χέρι του μέσα στο καλτσόν για να την ξεβρακώσει.
"Ω, Θεέ μου, θα μου σκίσετε τα ρούχα!"
"Τότε κάνε και συ κάτι να βγει αυτό το καταραμένο λάστιχο". Τώρα παλεύανε κι οι δυο τους με το σκληρό ελαστικό ύφασμα που είχε σφιχτοδιπλωθεί στον αφαλό της για ν' απελευθερώσουνε το τριζάτο κορμί της.
"Πω πω, μια μουνάρα που έχεις. Μοσχοβολάει!"
Η Ντίλλη ένιωθε από κάτω της να την τρυπάνε μυτερές πέτρες, στους αγκώνες, στους ώμους και στη μισόγυμνη πλάτη. Έτσι όπως εκείνος τραβούσε, της έπιασε ένα κομμάτι σάρκας μαζί με το λάστιχο. " Άουου! Με πόνεσες!" στρίγκλισε.
Λίγα μέτρα πιο κει, πίσω απ' τα ντουβάρια των σπιτιών, ανάψανε φώτα. Μια πόρτα άνοιξε κι ακούστηκαν ταραγμένες φωνές.
"Ξύπνησες όλη τη γειτονιά".
Αγριεμένος πήδησε όρθιος και της έχωσε μια κλωτσιά με τη μύτη της μπότας του που της ξέσκισε και τα τελευταία υπολείμματα καλτσόν που είχαν απομείνει γερά. Μετά έκανε στροφή και χάθηκε στο σκοτάδι.
Η Ντίλλη πνιγμένη στο βήχα και βαριανασαίνoντας σηκώθηκε με δυσκολία, τίναξε τις σκόνες και τα χώματα από το φόρεμά της. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της ενώ έψαχνε για το σπασμένο τακούνι και το τσαντάκι στο χώμα. Τα βρήκε και κίνησε κούτσα κούτσα για το αμάξι της ενώ σκεφτότανε αν θα 'βρισκε ράφτη που θα μπορούσε να επιδιορθώσει το πανάκριβο φόρεμά της και τσαγκάρη που θα ξανακόλλαγε το τακούνι της. Άνοιξε την πόρτα και με λυμένα γόνατα σωριάστηκε στο κάθισμα. Τι άλλο μπορούσε τώρα να κάνει από το να γυρίσει στο σπίτι της; Της
ήταν αδύνατο σ' αυτή την κατάσταση να εμφανιστεί στο πάρτυ. Αύριο θα τηλεφωνούσε στη Θέλμα Τζο για να της πει τα καθέκαστα.
Όσο πέρναγε η ώρα το σοκ χανότανε και στη θέση του εμφανίζονταν οι πόνοι από τα χτυπήματα του ληστή. Η Ντίλλη οδήγησε το αυτοκίνητο έξω από το δρομάκο και συνάντησε στον κεντρικό δρόμο τη μεγάλη ουρά της νυχτερινής κυκλοφορίας. Τη στραβώσανε τα δυνατά φώτα που αναβοσβήνανε στις εισόδους των κλαμπ και στις φωτεινές διαφημίσεις. Προσπάθησε να καθαρίσει τα μάτια της. Ποιος ξέρει τι χάνει τώρα εξαιτίας εκεινού του αλήτη. Αυτό το καθίκι ίσως την έκανε να χάσει την
ευκαιρία της ζωής της.
Εξοργισμένη η Ντίλλη έσφιξε το τιμόνι και τότε πρόσεξε τα δυο νύχια που της είχε σπάσει. Έμπηξε τα κλάματα. Αυτό πια κι αν ήταν κακία. Πάτησε το φρένο κι έκρυψε
το κεφάλι της μέσα στα χέρια της. Πόνος, απογοήτευση, οργή ξεχείλιζαν και την τράνταζαν μέσα στους κλαυθμούς της. Πίσω της ακούγονταν ανυπόμονα κορναρίσματα, η κυκλοφορία του σαββατόβραδου σταμάτησε και το μποτιλιάρισμα απλώθηκε για μερικά χιλιόμετρα.
το κεφάλι της μέσα στα χέρια της. Πόνος, απογοήτευση, οργή ξεχείλιζαν και την τράνταζαν μέσα στους κλαυθμούς της. Πίσω της ακούγονταν ανυπόμονα κορναρίσματα, η κυκλοφορία του σαββατόβραδου σταμάτησε και το μποτιλιάρισμα απλώθηκε για μερικά χιλιόμετρα.
Μετάφραση-επιμέλεια: Τέος Ρόμβος
Διαβάστε όλο το Ανθολόγιο των κακών Αμερικανών εδώ.