Ο Νέλσον Όλγκριν (1909-1981) γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ και μεγάλωσε στις φτωχοσυνοικίες του Σικάγου. Η λογοτεχνική του σταδιοδρομία άρχισε με το Somebody in boots (1935), μια περιγραφή των εμπειριών ενός φτωχού νεαρού από το Τέξας που έζησε σαν αλήτης και έγινε εγκληματίας στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Άλλα βιβλία του, Never Come Morning (1942), The Man With The Golden Arm (1949), και το Α Walk on The Wild Side (/956). Ανάμεσα στις ιστορίες και στις ταξιδιωτικές περιγραφές του είναι και τα βιβλία The Neon Wilderness (1947) απ’ όπου και το διήγημα- Who Lost an American? (1963) και The Last Carousel (1973). Το Notes From a Sea Diary (1965) είναι μια συλλογή με μικρά διηγήματα και ένα μικρό σχόλιο στο συγγραφέα Έρνεστ Χεμινγουέι.
Δίδαξε την τέχνη του γραψίματος στο πανεπιστήμιο του Σικάγου το 1950-51.
Η ερωτική του σχέση με την Σιμόν ντε Mπωβoυάρ αναφέρεται στην αυτοβιογραφία της La force des Choses (1963).
VENCEREMOS
"Έχω εγώ στην πλάτη μου τσακωμούς και καυγάδες μέσα στις ταβέρνες", με διαβεβαίωσε ο Ο' Κόννορ, "πιο πολλούς απ' όσους έχετε όλοι μαζί εδώ μέσα".
Κανένας δεν τον άκουγε πια. Γιατί ο Ο' Κόννορ είναι ο Ο' Κόννορ και τις ιστορίες του τις έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές. Στις διηγήσεις του πάντα υπάρχει δυνατή μπύρα, κάποιο Μπίνγκο στο οποίο σχεδόν πάντα κερδίζει κι ένα τζουκ μποξ που παίζει μονίμως το "Λιλή Μαρλέν", τέλος τέλος έχουμε κι εμείς τα δικά μας προβλήματα.
"Η Σιέρα Λα Βαλς έγινε κόλαση πραγματική, το μέρος εκεί το ονομάζαμε "Φουσκάλα", την επίθεση την κάναμε μαζί με τους Εγγλέζους και τους Σκοτσέζους. Κάποια στιγμή μπροστά μου ξεφύτρωσε ένας αράπης, πίσω μου ένας άλλος, ορμάω και καρφώνω σ' αυτόν μπροστά μου την ξιφολόγχη στην κοιλιά, την ίδια στιγμή ο άλλος από πίσω μού την χώνει εδώ". Ο Ο' Κόννορ χτύπησε το δεξιό του ώμο για να δείξει πού. "Στον άλλο σου ώμο ήτανε, Ντένυ", του θύμισα, "κι έχει τώρα γειάνει από πολύ καιρό".
Μου 'ριξε μια ματιά σαν να μου 'λεγε, πού ξέρεις εσύ απ' αυτά.
Κι όμως τα δέκα χρόνια που είχε επιστρέψει από την Ισπανία, όλ' αυτά τα είχα ακούσει μερικές εκατοντάδες φορές με κάθε λεπτομέρεια. Θα μπορούσα να επαναλάβω όλες του τις ιστορίες, λέξη προς λέξη.
"Την ίδια στιγμή που εγώ κάρφωνα στην κοιλιά αυτόν μπροστά μου ο άλλος πίσω μου έχωνε την ξιφολόγχη του εδώ πάνω, ούτε που το κατάλαβα, μονάχα το έβλεπα, και προτού καν προλάβει να την τραβήξει, εγώ σαν αστραπή τον χτύπησα με το κοντάκι του όπλου μου. Τον πέτυχα κατακέφαλα κι έπεσε αμέσως αναίσθητος στο χώμα και κει τον αποτελείωσα. Η ξιφολόγχη του είχε μείνει καρφωμένη στον ώμο μου και με είχε για τα καλά τραυματίσει, αλλά προτού πέσω κι εγώ, σιγουρεύτηκα ότι τον είχα καθαρίσει. Ανήκε είτε στο σώμα των φαλαγγιτών είτε στα Μαύρα Βέλη και σ’ αυτά τα μoύτρα δεν ήτανε να τoυς δίνει κανείς ευκαιρίες. Εμείς έπρεπε να κάνουμε δικονομία στις σφαίρες μας κι εκείνοι βαράγανε στο ψαχνό με αντιαρματικά κανόνια ό,τι κινιότανε. Είχανε πιο πολλές αντιαρματικές χειροβομβίδες απ' ό,τι είχαμε εμείς σφαίρες, τ' αεροπλάνα τους ήταν πιο πολλά από τα δικά μας αυτόματα. Μας είχανε πλαγιοκοπήσει και βάλλανε συνεχές πυρ, ήταν σαν να είχανε πατήσει ένα διακόπτη και σηκωθήκανε και φύγανε, κι εκείνο δούλευε από μόνο του. Μπορούσαν να γεμίσουνε ίσαμ' απάνω ένα ολόκληρο χαράκωμα με τις χειροβομβίδες τους, έτσι όπως τις πετούσανε τη μία δίπλα στην άλλη, και να μην εξέχει ούτε μια στο τέλος. Μου θυμίζανε κάποιο πρωταθλητή που γνώρισα στο ανατολικό Σαιν Λούις, πέταγε τα πέταλα και δεν έχανε ποτέ ούτε μια ριξιά".
Πήρε στο χέρι του ένα μισοδόλαρο κι ένα νόμισμα των δέκα σεντς που ήταν ακουμπισμένα δίπλα στο ποτήρι της μπύρας. "Το βλέπεις αυτό;" ρώτησε δείχνοντας το μισοδόλαρο. "Τόσο είναι το θραύσμα της χειρoβoμβίδας. Δεν είναι μεγαλύτερο από το μισοδόλαρο". Ακούμπησε στο πλάι το νόμισμα. "Ξέρεις τι μπορεί να σου κάνει ένα τέτοιο θραύσμα; Μπορεί να σε κόψει στη μέση. Στα δύο. Να σου καρατομήσει το κεφάλι ή και τα δυο πόδια μαζί. Ένα τόσο μικρό κομμάτι μέταλλο. Κι αυτό εδώ" -σήκωσε το νόμισμα των δέκα σεντς ψηλά- "σου κόβει το χέρι, όπως κόβεις το βούτυρο. Ένα τόσο δα πραγματάκι." Σήκωσε το πόδι μέχρι που το γόνατό του ακούμπησε στο σαγόνι, δίπλωσε το μπατζάκι του παντελονιού ψηλά στη γάμπα κι έβγαλε το παπούτσι και την κάλτσα.
"Κοίτα δω. Θα σου δείξω κάτι".
Το πόδι του το είχα πρωτοδεί αμέσως μετά τη μάχη στη Σιέρα Λα Βαλς. Είχε τέσσερις ουλές από βλήματα στη γάμπα και στη φτέρνα συναντιόντουσαν δυο λεπτές άσπρες ουλές από ένα τραύμα που είχε στραβοκλείσει και θύμιζε μισάνοιχτη αχιβάδα.
Δέκα χρόνια μετά και το τραύμα ήταν ακόμη ανοιχτό και τα χείλη του τραύματος σκληρά σαν γυαλόχαρτο. Κατά κάποιο τρόπο σάπιζε. Όπως και ο υπόλοιπος Ο' Κόννορ.
"Το βλέπεις αυτό εδώ; Είναι σάπιο. Κάποτε πίστευα ότι θα 'ρχότανε η στιγμή που θα έγειανε, σήμερα δεν το πιστεύω πια. Μια μέρα θα μου κόψουνε το πόδι. Και θέλεις ν' ακούσεις πόσο μεγάλο ήτανε το θραύσμα όταν μου το βγάλανε;" Κράτησε τον
αντίχειρα και τον δείχτη σχεδόν ενωμένους -ανάμεσα χώραγε να περάσει μόνο ένα κουκούτσι σταφυλιού.
"Ένα τοσοδούλι πραγματάκι έκανε όλη αυτή τη δουλειά. Να, τώρα ξέρεις".
Μ' ευχαριστημένη φάτσα κατέβασε το ποδάρι του και ξαναφόρεσε την κάλτσα και το παπούτσι του, έκανε σαν να 'χε ξαναβάλει τα πράγματα στη θέση τους. Κοτζάμ παγκόσμιος πόλεμος είχε ξεσπάσει και είχε εντωμεταξύ τελειώσει, όμως ο Ντένυ δεν είχε άλλη κουβέντα έξω από κείνο το θραύσμα στον Έμπρο κι ότι έπρεπε κανείς να προσέχει, να έχει πάντα το νου του για το χειρότερο που μπορούσε να έρθει κάθε στιγμή. Στην ιδέα της συμπλοκής τον έπιανε ακόμη και σήμερα φόβος. Θα γινότανε λιγότερο βαρετός αν διάνθιζε και μ' άλλα πράγματα τις ιστορίες του. Αυτός όμως επαναλάμβανε συνέχεια το ίδιο αδιάφορο αναμάσημα.
"Μεγάλωσα στο ανατολικό Σαιν Λούις", συνέχιζε, "λίγα μόλις τετράγωνα πιο κάτω από το Βάλεϊ. Έχω παίξει πιο πολλές φορές ξύλο στην περιοχή απ' όσα δάχτυλα έχεις στα πόδια και στα χέρια μαζί. Ήμουνα σαΐνι στα συνδικαλιστικά. Θα 'πρεπε να σ' έχω εκεί στο ανατολικό Σαιν Λούις. Εκεί έμαθα να κρατάω το στόμα μου κλειστό".
Εγώ μέσα μου ευχήθηκα να κράταγε και τώρα για λίγο το στόμα του κλειστό, να μπορούσα ν' ακούσω κανένα δίσκο στο τζουκ μποξ. Ήξερα ότι από την εποχή του Περλ Χάρμπορ δεν ανήκε πια σε κανένα συνδικάτο. Με μια απότομη κίνηση, σαν να φοβήθηκε ότι τον είχα βαρεθεί, άδειασε τη μπύρα του στο πάτωμα, έχωσε το χείλος του ποτηριού στην τσέπη του μπουφάν του, το κράτησε σφιχτά με το χέρι του απ' έξω και το κοπάνησε στην άκρη του τραπεζιού. Το 'βγαλε έξω σπασμένο, πέταξε τα κομμάτια στο πάτωμα και μου 'δειξε το αιχμηρό κάτω μέρος του ποτηριού.
"Κανείς δεν πρόκειται να σ' αγγίξει, αν κρατάς αυτό εδώ στο χέρι", με διαβεβαίωσε, σαν να μας απειλούσε κανείς μέσα από τον τοίχο δίπλα μας. "Ακόμα κι αν ο άλλος έχει μπιστόλι, άμα κρατάς σπασμένο ποτήρι στο χέρι δεν πλησιάζεσαι. Πας κοντά
στον άλλο και τον ρωτάς άγρια αν θέλει ξύρισμα στα φρύδια". Κουνούσε το σπασμένο ποτήρι κυκλικά στον αέρα και υποστήριζε ότι ο αντίπαλος θα ξανάχωνε σβέλτα το όπλο στην τσέπη.
Δεν είχε πια το πάθος που είχε παλιότερα. Με κουρασμένες κινήσεις ακούμπησε το σπασμένο ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού και είπε σαν να ζήταγε συγνώμη: "Ένας φουκαράς είμαι κι εγώ, προσπαθώ όπως μπορώ να τα φέρω βόλτα. Ίσως να μην είχα και τη σωστή παιδεία".
"Ίσως να φταίει για όλα ο πόλεμος Ντένυ. Όσοι πήγανε, λίγο πολύ κάτι πάθανε, αφού τα ξέρεις κι εσύ". Προσπάθησα να γυρίσω με τρόπο την κουβέντα από την Ισπανία.
"Α, γι' αυτόν τον πόλεμο λες", είπε εκείνος. "Μεγαλύτερος θα 'τανε σίγουρα. Αλλά στο δικό μας τον πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ πιο σκληρά". Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν για κείνον πάντα των "αλλωνών", ενώ ο εμφύλιος στην Ισπανία ήταν ο "δικός μας". "Στων αλλωνών ένας στους δέκα βρέθηκε μέσα σε αληθινά πυρά" συμπλήρωσε. "Ενώ σ' εμάς οι μάχες γίνονταν σώμα με σώμα".
Έπρεπε να παραδεχτώ ότι είχε δυνατό επιχείρημα.
"Στη Σιέρα Λα Βαλς", άρχισε πάλι, "μου επιτεθήκανε δυο απ' αυτούς. Δεν είχε ακόμη ξημερώσει, είχε και καταχνιά, ο ένας ήρθε από μπρος μου κι ο άλλος από πίσω, μόλις είχα επιστρέψει από το νυχτερινό περίπολο, πρόλαβα και κάρφωσα σ' αυτόν που
ερχόταν από μπροστά την ξιφολόγχη μες στην κοιλιά και την ξανάβγαλα, την ίδια στιγμή ο άλλος πίσω μου μού έχωσε την ξιφολόγχη στον ώμο. Ούτε που το ένιωσα, το είδα μόνο, γυρνάω σαν αστραπή και τον κοπανάω με τον υποκόπανο. Ο ένας σκοτωμένος, ο άλλος αναίσθητος απ' το χτύπημα. Τον αναίσθητο τον αποτελείωσα εκεί που έπεσε, η ξιφολόγχη του είχε μείνει όλη την ώρα καρφωμένη στον ώμο μου".
Βαριεστημένος, σηκώθηκα κι έριξα στο τζουκ μποξ πέντε σεντς, δυνάμωσα τον ήχο, ξαναγύρισα και κάθισα για λίγο στο τραπέζι μέχρι τη μέση του τραγουδιού. Ήταν ένα κομμάτι του Τόμυ Ντόρσεϊ: ''As Long as Υου Live You' ll be Dead if Υου Die". Μετά
πήγα στη γωνιά του μαγαζιού που παιζότανε μπαρμπούτι και πόνταρα εικοσπέντε σεντς στο παιχνίδι. Πήρα τα ζάρια στο χέρι μου και τα έπαιξα καλά καλά. Στην τελευταία ζαριά χρειαζόμουνα ένα έξι, αντί γι' αυτό μου ήρθε ένα διπλό και το πέντε, τον είδα με την άκρη του ματιού που ερχότανε κουτσαίνοντας προς το μέρος μου. Ποντάρισα εικοσπέντε σεντς και του έδωσα τα ζάρια. Δεν τα πήρε φυσικά, Ήθελε μόνο να κοιτάζει. Μήπως έκανε κι άλλη δουλειά τα τελευταία δέκα χρόνια; Μόνο κοίταζε. Τα ζάρια τον ενδιέφεραν τόσο όσο κι η μπύρα. Ή οι γυναίκες ή ο χορός ή το πρώτο μεγάλο ματς της χρονιάς στο γήπεδο του Κόμισκι Παρκ ή όταν ο Γούντκοκς Τσέιζεν αγωνιζόταν ενάντια στον Λιούις καθώς και όλα τα άλλα αμερικάνικα προϊόντα που του είχανε μάθει και για τα οποία θα έπρεπε να ζει.
Στα δεκαοχτώ του είχε δoυλέψει στα βαπόρια, στη Nικαράγoυα είχε πάρει μέρος για ένα απόγευμα στο κυνήγι του Σαντίνο και τώρα ετοιμαζότανε να μου πει πάλι κάποια ιστορία απ' τη Σιέρα Λα Βαλς. Φυσικά και δεν ζήταγε πολλά, εγώ όμως συνέχισα το παιχνίδι μου και προσπάθησα να τον φανταστώ στα σαράντα του. Τότε θα είχε μόνο ένα ποδάρι αν βέβαια ζούσε ακόμη. Κατά κάποιο τρόπο ούτε τώρα, που ήταν τριανταπέντε χρονών, πατούσε πάνω απ' το χώμα. Κανονικά, μέτραγε κι αυτός στους σκοτωμένους της Σιέρα Λα Βαλς. Που μίλαγε για λίγο καιρό ακόμη. Και θα έδινε αναφορά σε κάθε έναν που θα τον άκουγε, για το τι έγινε, εκείνο το χαμένο στην καταχνιά πρωινό πάνω στη "Φουσκάλα". Και μετά:
Αυλαία. Από δω πάνε οι άλλοι.
"Στο Φουέντε ντε Έμπρο ... " άρχισε πάλι.
"Το Φουέντε ντε Έμπρο καλύτερα να το ξεχάσεις", τον συμβούλεψα εγώ χωρίς περιστροφές. "Μιλάς για πράγματα που έγιναν εδώ και εκατό χρόνια".
Για μια στιγμή με κοίταξε σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τι είπα. Έκανε τέτοια προσπάθεια που δάγκωσε το κάτω χείλος, Κάποτε έδειξε ότι κατάλαβε.
"Μα όχι", αντέτεινε λίγο χαμένος στις σκέψεις του, "δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε. Είναι σαν και χτες".
Αργά, κρατώντας τα πέντε σεντς στο χέρι του, πήγε στο τζουκ μποξ που έπαιζε για μια ακόμη φορά τον δίσκο του Ντόρσεϊ: ''As Long as Υου Liνe Υου ’ll be Dead if you Die", ακούμπησε πάνω στο μηχάνημα και τεντώθηκε σαν να ξεκουραζότανε. Όταν ο δίσκος τελείωσε γύρισε αργά και με ρώτησε: "Είπα σαν και χτες, ε;"
Κούνησε το κεφάλι του σαν κάποιος που είχε θυμηθεί ένα όνειρο που το είχε καταπιεί η νύχτα. "Τελικά δεν είναι σαν και χτες ... "
"Αλλά πώς είναι τότε Ντένυ;"
"Είναι πιο πολύ ... σαν αύριο".
Έτσι δεν το' χα στα σίγουρα σκεφτεί.
Μετάφραση - επιμέλεια: Τέος Ρόμβος
Διαβάστε περισσότερα από το "Ανθολόγιο των κακών Αμερικανών" εδώ.