Κεφάλαιο όγδοο
Το πρωινό έφτασε και εκείνοι έπρεπε να οργανώσουν το σχέδιό τους.
Ο Ορφέας ετοιμάστηκε πρώτος, πήρε μια κόλα χαρτί και άρχισε να γράφει και να σχεδιάζει. Η Ιόλη παρατηρούσε με υπομονή αλλά με έντονη αγωνία...
-Λοιπόν, της απευθύνθηκε ξαφνικά. Άκου προσεχτικά. Ξεκινάμε από δω με τις βαλίτσες σαν να φεύγουμε άνετοι. Αυτοί σίγουρα θα μας ακολουθούν σωστά;
-Σωστά. Του απάντησε.
-Υπάρχει μια πάροδος στην κεντρική πλατεία. Θα προσπαθήσω να μας χάσουν. Αν τα καταφέρω, θα αργήσουν πρωτίστως να έρθουν στο αεροδρόμιο. Αν παρ’ όλα αυτά έρθουν και πάλι στην ώρα τους, θα γίνει το σκηνικό με την ουρά στο αεροδρόμιο. Είναι μιλημένος ένα αστυνομικός φίλος του χθεσινού παιδιού που θα μας αλλάξει τα εισιτήρια...
-Ωραία τα λες, μακάρι να γίνουν στην πράξη.
-Θα γίνουν. Τα υπόλοιπα του σχεδίου θα στα λέω εκείνη τη στιγμή που πρέπει. Έτσι; Δεν θέλω πανικό. Θέλω να είσαι ήρεμη, σαν να μην τρέχει τίποτα.
-Οκ...
Έτσι λοιπόν τελειώσαν όλες τις ετοιμασίες , και ξεκινήσανε. Χωρίς βαλίτσες για να τους μπερδέψουν. Ο Ορφέας το σκέφτηκε τελευταία στιγμή. Άσε τις βαλίτσες εδώ. Θα πω του φίλου μου να μας τις στείλει άλλη ώρα, της είπε.
Σε όλη την διαδρομή ένα τζιπ ασημί, τους ακολουθούσε συνεχώς.
-Αυτοί πρέπει να είναι, είπε ο Ορφέας.
-Τι κάνουμε;
-Φτάνουμε στην πάροδο. Θα δεις. Σε τόσο στενό δρομάκι μόνο εμείς με το μηχανάκι χωράμε. Το τζιπ θα μας χάσει...
-Οκ. Να δούμε λοιπόν.
Το σχέδιο πέτυχε όπως το θέλανε. Για αρκετή ώρα τους χάσανε και είχαν μπερδευτεί.
Ωστόσο αργότερα τους ξαναεντόπισαν στο αεροδρόμιο.
Όταν το κατάλαβαν τα παιδιά, πήγαν και βρήκαν τον αστυνομικό που τους έλεγε χθες ο φίλος τους. Του εξήγησαν τι γίνεται, είχαν και το ίδιο σουλούπι με τον Ορφέα, οπότε σκέφτηκαν κάτι πολύ έξυπνο. Αντάλλαξαν ρούχα, έβαλε εκείνος τα ρούχα του αστυνομικού και ο αστυνομικός τα ρούχα του Ορφέα. Κόλλησε και μια ψεύτικη γενειάδα και ήταν σαν δυο σταγόνες νερό. Στην ουρά για Ελλάδα περίμενε λοιπόν ο ψεύτικος Ορφέας και ο κανονικός πήρε άνετα και ωραία την αδελφή του και μπήκαν με τα νέα εισιτήρια στο αεροπλάνο που μόλις έφευγε για Παρίσι.
Eiffel Tower oil painting by Arnold Chao |
Μόλις κάτσανε πια στις θέσεις τους, ηρεμήσανε και νιώσανε ήσυχοι. Κοιτάχτηκαν και σκάσανε στα γέλια.
-Πολύ θα ήθελα να δω τις μούρες τους!
-Αμ, εγώ; Γέλασε με την ψυχή της και η Ιόλη.
Εκείνη τη στιγμή δυο χέρια ακούμπησαν τους ώμους τους.
-Τι κάνουν τα παιδιά; Τα καταφέρατε, ε;
-Μαμά; Κάνανε και οι δυο μαζί.
-Ναι εγώ... σιγά μην σας περίμενα στην Ελλάδα, με αγχώσατε καλά καλά και θα καθόμουν στο σπίτι μου σαν να μην τρέχει τίποτα; Μαζί θα γυρίσουμε να σας προσέχω.
-Είσαι απίστευτη, της είπε η Ιόλη.
-Καλά καλά...
Το ταξίδι με την παρέα τους φάνηκε σύντομο... Φτάσανε Παρίσι, και από κει κατευθείαν θα φεύγανε για Ελλάδα κανονικά. Ωστόσο δεν άντεξαν και πήγαν μια μικρή βόλτα για καφέ. Ήταν σε ψηλό πάτωμα και βλέπανε πολλά. Ο πύργος του Άιφελ φάνταζε τεράστιος και χαλάρωσαν στην θέα νέων εικόνων.
Έπρεπε να φύγουν σύντομα όμως για να μην χάσουν το αεροπλάνο.
Εν τω μεταξύ στη αποβίβαση του πρώτου αεροπλάνου για Αθήνα, περικύκλωσαν κάποιοι τον ψεύτικο Ορφέα δηλαδή τον φίλο τους τον αστυνομικό. Εκείνος χωρίς να χάσει καιρό τους έπιασε, τους είπε ότι είναι της αστυνομίας και τους οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα. Έπρεπε να μάθει για τα παιδιά, ποιοι τους βάλανε. Όταν ομολόγησαν πήρε τον Ορφέα τηλέφωνο.
Εκείνη την ώρα φτάνανε στον έλεγχο των εισιτηρίων.
-Ορφέα, εγώ είμαι ο Στάθης. Λοιπόν ο πατέρας της Ιόλης τους έχει βάλει.
-Είχα δίκιο λοιπόν! Με έχει πάρει για εχθρό. Πρέπει να γίνει μία κουβέντα μαζί του και με τον δικό μου πατέρα βέβαια.
-Αυτοί δεν παίρνουν από λόγια βρε παιδιά. Όπως μου τα έχετε διηγηθεί φαίνονται πεισματάρηδες και εκδικητικοί. Έχω ένα σχέδιο. Ελάτε και θα σας βοηθήσω να το οργανώσουμε!
-Ωραία, ευχαριστούμε Στάθη!
Ο πατέρας της Ιόλης ήταν σαν αγρίμι στο κλουβί. Είχε μάθει ότι πιάσανε τα παλικάρια του, είχε μάθει και ότι ο Ορφέας με την κόρη του γυρίζανε ήσυχοι και καλοπερνούσαν και ήταν να σκάσει.
Την πόρτα του γραφείου του χτύπησε ξαφνικά ο Στάθης. Του είπε να τον ακολουθήσει στο τμήμα. Ήθελε να τον τρομάξει. Έβαζε σε εφαρμογή το σχέδιο που είπε στον Ορφέα.
Εκεί τον άφησε με δυο αστυνομικούς να τον ανακρίνουν για τους λόγους που κυνηγάει τα παιδιά. Έφεραν και τους τύπους που εκείνος είχε βάλει να τους παρακολουθούν. Τον ξεψάχνισαν για τα καλά. Ακόμα και για άδεια οπλοφορίας τον ρώτησαν, για τα πάντα.
Μέχρι να φτάσουν τα παιδιά στην Αθήνα αυτός είχε προχωρήσει αρκετά χαλώντας την φήμη του πατέρα του Ορφέα. Ο σκοπός, και ειδικά αν είναι για καλό, αγιάζει τα μέσα. Με κομμένα φτερά, θα ξεχάσει και κείνος τα μίση και δεν θα τα βάζει με τον αδελφό του επιθυμώντας να πάρει την θέση του. Αν για μία θέση γίνονται τόσα καλύτερα να μην υπάρχει αυτή η θέση.
Θα τα τελείωνε λοιπόν όλα και όταν γυρίζανε τα παιδιά, θα τους εξηγούσε τι κατάφερε.
Η είδηση εξάλλου το πρωί θα έσκαγε σαν βόμβα και θα γινόταν γνωστή σε όλη την Ελλάδα. Ένα μικρό ψέμα, που έβγαζε καταχραστή τον πατέρα του Ορφέα και θα τον οδηγούσε σε παραίτηση.
Όλα θα γίνονταν πλέον όπως τα θελαν ο Ορφέας και η Ιόλη. Να έχουν επιτέλους μία κανονική ζωή. Την ζωή που δεν έζησαν...
❃
Copyright © Εύη Καφούρου. All rights reserved. Πρώτη δημοσίευση, Αθήνα 2013.