Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι υπήρξε για χρόνια ο λυρικός και αφηγηματικός τροβαδούρος του λογοτεχνικού περιθωρίου. Επιθετικός και συχνά μ' ένα παραμυθένιο ρεαλισμό, αισχρός, βωμολόχος και ασυνήθιστα πνευματώδης, περιγράφει την άλλη πλευρά του Αμερικάνικου Όνειρου, αυτήν που οδηγεί στον Αμερικάνικο Εφιάλτη. Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι ήρθε στον κόσμο στα 1920, στο Άντερναχ της Γερμανίας, από Πολωνογερμανούς γονείς. Όταν έγινε δυο χρονών οι γονείς του μετανάστευσαν στις Ην. Πολιτείες. Έζησε σκληρά παιδικά χρόνια. Μέλος σε συμμορίες νεαρών, αναμορφωτήριο, φυλακή, απόπειρες αυτοκτονίας. Βιβλία: Flower, Fist and Bestia Wail (1961), Longshot Poems for Broke Players (1962), It Catches Μy Heart in Its Hands (1963), Crucifix in a Deathhand (1965), Cold Dogs in the Courtyard (1965), All the Assholes in the WorJd and Mine (πρόκειται για την περιγραφή μιας εγχείρισης αιμορροΐδων) (1966), Poems Written Before Jumping Out of an 8 Story Window (1968), At Τerror Street and Agony Way (1968), The Notes of a Dirty Old Man (1969) κ.α.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής συνοδευόμενος από τρεις άντρες της μυστικής υπηρεσίας, προχώρησε στη λιμουζίνα του, μπήκε μέσα και κάθισε στη συνηθισμένη θέση του στο πίσω μέρος.
Ήταν ένα μελαγχολικό και γεμάτο ομίχλη πρωινό. Κανείς από τους άντρες δεν μίλησε. Το αμάξι ξεκίνησε. Μοναδικός ήχος που ακουγότανε ήταν τα λάστιχα του αυτοκινήτου πάνω στη βρεγμένη από τη βροχή της περασμένης νύχτας άσφαλτο. Η σιωπή ήταν ασυνήθιστη. Πιο ασυνήθιστη από άλλες φορές. Μετά από ένα διάστημα ο Πρόεδρος ξερόβηξε για να μιλήσει:
— Για πείτε μου κάτι, αυτός εδώ δεν είναι ο δρόμος που πάει στο αεροδρόμιο...
Οι πράκτορες δεν του έδωσαν καμιά απάντηση. Στο πρόγραμμα του Προέδρου υπήρχε μια σύντομη διακοπή για ξεκούραση. Δύο εβδομάδες στο κτήμα του στο Κι Μπισκέιν. Το ιδιωτικό του αεροπλάνο τον περίμενε στο αεροδρόμιο.
Η βροχή ξανάρχισε σιγανά. Όλα έδειχναν ότι σύντομα θα γινόταν μπόρα. Ο Πρόεδρος και οι συνοδοί του ήταν ντυμένοι με χοντρά παλτά και φόραγαν όλοι καπέλα, οι χοντρές κοψιές τους έκαναν το εσωτερικό της λιμουζίνας να φαντάζει μικροσκοπικό. Έξω είχε σηκωθεί δυνατός αέρας.
— Σοφέρ, είπε ο Πρόεδρος, νομίζω ότι έχετε κάνει λάθος στο δρόμο.
Ο οδηγός δεν φάνηκε να άκουσε. Οι υπόλοιποι συνέχισαν να κοιτάζουν κατευθείαν μπροστά τους.
— Για ακούστε εδώ, είπε ο Πρόεδρος, ίσως θα μπορούσε κάποιος από σας να πει σ' αυτόν τον άνθρωπο πώς πρέπει να πάει στο αεροδρόμιο..!
— Δεν πάμε στο αεροδρόμιο, είπε ο πράκτορας που καθότανε στ' αριστερά του Προέδρου.
— Πώς; Δεν πάμε στο αεροδρόμιο; ρώτησε ο Πρόεδρος.
Ο πράκτορας σώπαινε. Η βροχή δυνάμωσε. Ο οδηγός έβαλε σε λειτουργία τους υαλοκαθαριστήρες.
— Για πείτε μου λοιπόν, τι σημαίνουν όλ' αυτά; ρώτησε ο Πρόεδρoς. Τι τρέχει εδώ πέρα;
— Βρέχει συνέχεια εδώ και βδομάδες, είπε ο πράκτορας που καθότανε δίπλα στον οδηγό. Σκέτο ψυχοπλάκωμα. Χαίρομαι πραγματικά που πάμε επιτέλους στον ήλιο.
— Το ίδιο κι εγώ, είπε από μπροστά ο οδηγός.
— Κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα, είπε ο Πρόεδρος. Απαιτώ να μου εξηγήσετε αμέσως..!
— Τέρμα πια με τις απαιτήσεις, είπε ο πράκτορας που καθότανε δεξιά από τον Πρόεδρο.
— Μήπως θέλετε να πείτε ότι...
— Ακριβώς αυτό, είπε ο πράκτορας.
— Δεν πιστεύω να πρόκειται για απόπειρα!!;
— Μπα. Τέτοια πράγματα δεν είναι πια της μόδας.
— Τότε τι σημαίνουν όλα...
— Σας παρακαλώ! Έχουμε κι εμείς τις εντολές μας. Δεν μας επιτρέπεται να μιλάμε γι' αυτό.
Συνεχίσανε για ώρες. Έβρεχε χωρίς διακοπή. Κανένας δεν μιλούσε.
— Μάλιστα, είπε τελικά ο πράκτορας που καθότανε στ' αριστερά του Προέδρου, τώρα πάρε τη στροφή εκεί κάτω και μετά συνεχίζουμε ευθεία.
— Κανείς δεν μας ακολούθησε. Η βροχή μας ήρθε λουκούμι.
Η λιμουζίνα πήρε τη στροφή και μπήκε σ' ένα χωματόδρομο. Το χώμα ήταν μουσκεμένο και μαλακό και πότε πότε οι ρόδες γύριζαν τρελά και γλίστραγαν. Ένας άντρας με κίτρινο αδιάβροχο τους περίμενε. Στο χέρι κρατούσε ένα φακό και τους έδειχνε τον δρόμο που οδηγούσε σ' ένα ανοιχτό γκαράζ.
Μισοκρυμμένο πίσω από πυκνά δέντρα ήταν ένα εγκαταλειμμένο αγρόκτημα. Οι πράκτορες κατέβηκαν από τ' αυτοκίνητο.
— Κατεβήτε κάτω, είπε ο ένας απ' αυτούς στον Πρόεδρο. Ο Πρόεδρος ακολούθησε την εντολή. Οι πράκτορες τον βάλανε στη μέση, παρόλο που εκτός από τον άνθρωπο με το φακό και το κίτρινο αδιάβροχο δεν φαινότανε ψυχή για πολλά χιλιόμετρα γύρω.
— Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τελειώνουμε μια κι έξω, είπε ο άνθρωπος με το κίτρινο αδιάβροχο. Για τον αρχηγό πρέπει να 'ναι πολύ επικίνδυνο.
— Έτσι το θέλησε, είπε ένας από τούς πράκτορες. Ξέρεις τώρα πώς σκέφτεται. Έχει εμπιστοσύνη στην έκτη αίσθησή του. Κι έχει δίκιο.
— Απαίσιο κρύο σήμερα. Έχετε λίγη ώρα να πιείτε ένα καφεδάκι. Το έχω έτοιμο.
— Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Ο δρόμος ήτανε κουραστικός. Με το άλλο αμάξι ελπίζω να 'ναι όλα εντάξει.
— Ε, βέβαια. Το ελέγξαμε δυο και τρεις φορές. Για να ακριβολογούμε είμαστε δέκα λεπτά μπροστά απ' το πρόγραμμα. Γι' αυτό σας πρότεινα το καφεδάκι. Ξέρετε καλά άλλωστε πως εκείνος παίρνει σoβαρά υπόψη του την τήρηση της ακρίβειας σε όλα.
— Άκου λέει, μπρος, πάμε μέσα.
Βάλανε τον Πρόεδρο στη μέση και πήγανε στο σπίτι.
— Εσείς καθίστε εκεί πέρα, είπε ένας απ' αυτούς στον Πρόεδρο.
— Ωραία μυρίζει ο καφές, είπε αυτός με το αδιάβροχο, τον αλέθω μόνος.
Γύρισε γύρω από το τραπέζι κι έβαλε σ' όλα τα φλιτζάνια καφέ.
Μετά γέμισε κι ένα για τον εαυτό του και κάθισε. Έβγαλε την κουκούλα του και την πέταξε κοντά στη σόμπα. Το αδιάβροχο δεν το έβγαλε.
— Ααχ, κάνει καλό, είπε ο ένας απ' τους πράκτορες.
— Γάλα και ζάχαρη; ρώτησε κάποιος τον Πρόεδρο.
— Ναι, ευχαριστώ.
Στο παλιό αυτοκίνητο ήταν πολύ στενόχωρα αλλά κατάφεραν να χωρέσουν όλοι. Δύο κάθισαν στο πίσω μέρος κι είχαν τον Πρόεδρο πάλι ανάμεσά τους. Το αμάξι προχώρησε στον λασπωμένο δρόμο γλιστρώντας πότε από δω πότε από κει κι έφτασε τελικά στην άσφαλτο. Κι αυτή τη φορά πηγαίνανε χωρίς να μιλάει κανείς. Ένας πράκτορας άναψε τσιγάρο.
— Στο διάολο, δεν μπορώ να το κόψω με τίποτα!
— Ε, βέβαια, πολύ δύσκολα το ξεσυνηθίζεις. Δε βαριέσαι.
— Μπα, δεν στενοχωριέμαι, αλλά, να, τα βάζω με τον εαυτό μου.
— Ξέχνα το καλύτερα. Σήμερα είναι μια μεγάλη μέρα για την ιστορία.
— Μα τω Θεώ, ναι! είπε αυτός με το τσιγάρο και μετά τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά ευχαριστημένος.
Παρκάρανε το αυτοκίνητο μπροστά σε μια παλιά πανσιόν. Η βροχή συνεχιζόταν. Μείνανε για λίγο στ' αμάξι αμίλητοι.
— Άντε λοιπόν, είπε ο πράκτορας που καθότανε δίπλα στον οδηγό. Μπορείτε να τον πάρετε τώρα. Όλα είναι εντάξει. Δεν φαίνεται ψυχή πουθενά.
Στριμωγμένοι γύρω απ' τον Πρόεδρο διασχίσανε την είσοδο κι άρχισαν ν' ανεβαίνουν τις σκάλες. Στο τρίτο πάτωμα μπροστά στην πόρτα με το νούμερο 306 στάθηκαν κι ο ένας χτύπησε συνθηματικά.
Η πόρτα άνοιξε κι οι άντρες σπρώξανε γρήγορα γρήγορα τον Πρόεδρο μέσα. Η πόρτα έκλεισε και κλειδώθηκε πίσω τους. Μέσα περίμεναν τρεις άντρες. Οι δύο ήταν πενηντάρηδες. Ο τρίτος καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Φόραγε ένα παλιό πουκάμισο της δουλειάς, παντελόνι τριμμένο που του ερχόταν μεγάλο καθώς και φτηνιάρικα τελείως φθαρμένα παπούτσια που σίγουρα δεν είχαν δει βερνίκι για πολύ καιρό. Είχε πια περάσει τα ογδόντα. Χαμογέλαγε... και τα μάτια ήταν ολόιδια, το ίδιο κι η μύτη, το σαγόνι, το μέτωπο... το πρόσωπό του δεν είχε αλλάξει πολύ.
— Καλώς τον κύριο Πρόεδρο. Ξέρετε, περίμενα πάρα πολύ καιρό –την Ιστορία, την Επιστήμη και Σας. Σήμερα συναντιόνται όλα αυτά μαζί, ακριβώς έτσι όπως είχαν προγραμματιστεί!
Ο Πρόεδρος κοίταξε καλά το γέρο που καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα.
— Μεγαλοδύναμε! Εσείς είστε...
— Αχά, με αναγνωρίσατε λοιπόν! Μερικοί από τους συμπατριώτες σας αναφερόντουσαν συχνά στην ομοιότητά μας χαριτολογώντας. Φυσικά ήταν πολύ ηλίθιοι για να μπορέσουν ποτέ να σκεφτούν ότι εγώ...
— Όμως τότε είχαν διαπιστώσει ότι ήσασταν...
— Φυσικά και το διαπίστωσαν. Καγκελαρία, 30 Απριλίου 1945. Φυσικά, έτσι το θελήσαμε. Υπήρξα πολύ υπομονετικός. Η επιστήμη ήταν πάντα στο πλευρό μας, παρ' όλα αυτά όμως έπρεπε να βάλω ξανά ένα χεράκι στην Ιστορία... χρειαζόμασταν τον σωστό άνθρωπο. Κι εσείς είσαστε αυτός που έπρεπε. Όλοι οι άλλοι δεν ήταν κατάλληλοι –πολύ απομακρυσμένοι από τη δική μου πολιτική φιλοσοφία... ενώ εσείς ανταποκρίνεστε με το παραπάνω στις δικές μου ιδέες. Χρησιμοποιώντας εσάς θα είναι για μένα πιο εύκολα τα πράγματα. Πάντως, όπως σας έλεγα, έπρεπε κι εγώ να βοηθάω τη μεγάλη ρόδα της Ιστορίας να γυρίζει κατά πώς ήθελα... βλέπετε η πολύ μεγάλη ηλικία μου... καταλαβαίνετε τι εννοώ...
— Θέλετε να πείτε μήπως...
— Μάλιστα. Εγώ κανόνισα να παραμεριστεί ο Πρόεδρός σας Κένεντι. Και μετά έκανα το ίδιο με τον αδελφό του.
— Και γιατί αυτός ο δεύτερος φόνος;..
— Γιατί οι πληροφορίες μας έλεγαν ότι ο αδελφός θα κέρδιζε τις προεδρικές εκλογές.
— Μα, τέλος πάντων, τι σκοπεύετε να κάνετε μαζί μου; Ήδη με βεβαίωσαν ότι δεν πρόκειται να με σκοτώσετε...
— Μου επιτρέπετε να σας παρουσιάσω τους δυο καθηγητές της ιατρικής; Ο δόκτορ Γκραφ... ο δόκτορ Φέλκερ.
Οι δύο κύριοι υποκλίθηκαν. Ο Πρόεδρος χαμογέλασε βεβιασμένα.
— Τι πρόκειται να μου κάνετε; ρώτησε τότε.
— Μην αδημονείτε. Πρέπει πρώτα να κάνω μια συζήτηση με τους κυρίους. Καρλ, τι γίνεται με το σωσία, πήγαν όλα καλά;
— Μάλιστα, περίφημα. Τηλεφωνήσαμε από το αγρόκτημα. Ο σωσίας έφτασε την προκαθορισμένη ώρα στο αεροδρόμιο και τότε ανακοινώθηκε ότι η πτήση ματαιώνεται για αύριο λόγω των καιρικών συνθηκών. Αντί γι' αυτό θα έκανε μια μικρή βόλτα με τ' αυτοκίνητο... Είχε δηλώσει ότι του αρέσει πολύ να κάνει βόλτες στη βροχή.
— Κι έπειτα; ρώτησε ο γηραλέος.
— Ο σωσίας είναι νεκρός.
— Ωραία. Στρωνόμαστε στη δουλειά, λοιπόν. Σήμερα είναι μια αποφασιστική μέρα... για την Επιστήμη και για την Ιστορία...
Οι πράκτορες οδήγησαν τον Πρόεδρο σ' ένα από τα δύο χειρουργικά τραπέζια που υπήρχαν στο δωμάτιο. Τον διέταξαν να βγάλει τα ρούχα του και να ξαπλώσει. Το γεροντάκι ξάπλωσε στο άλλο τραπέζι. Ο δόκτορ Γκραφ και ο δόκτορ Φέλκερ φόρεσαν τις ιατρικές μπλούζες και τις αποστειρωμένες μάσκες...
Ο νέος άντρας σηκώθηκε σβέλτα από το χειρουργικό τραπέζι. Φόρεσε τα ρούχα του Προέδρου και μετά κατευθύνθηκε σ' ένα μεγάλο καθρέφτη του τοίχου. Έμεινε να κοιτάζεται για πέντε ολόκληρα λεπτά. Γύρισε και είπε:
— Είναι πραγματικό θαύμα! Ούτε καν φαίνονται οι ουλές της εγχείρησης! Κύριοι, σας συγχαίρω! Πώς τα καταφέρατε;
— Μάιν Φίρερ, είπε ο ένας από τους δυο γιατρούς, έχουμε μάθει αρκετά από τότε που...
— Στοπ! Από δω και στο εξής να έχετε υπόψη σας ότι δεν θα με αποκαλείτε πια έτσι! Μέχρι να έρθει η ώρα... Μέχρι να σας πω εγώ!.. Κι ως τότε δεν θα ξαναπούμε λέξη στα γερμανικά!.. Τώρα είμαι Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής!
— Γιες, Μίστερ Πρέζιντεντ!
Ο Πρόεδρος σήκωσε το χέρι του και ψηλάφισε το πάνω χείλος του.
— Καλώς, θα πρέπει να ομολογήσω όμως ότι το μουστάκι θα μου λείψει...
Οι δυο κύριοι χαμογέλασαν. Τότε εκείνος ρώτησε:
— Και ο γέρος τι θ' απογίνει; Πότε θα συνέλθει;
— Είναι ακόμη βαθιά ναρκωμένος, είπε ο δόκτορ Γκραφ. Θα συνέλθει σε είκοσι τέσσερις ώρες. Κάθε ίχνος εγχείρησης έχει εξαφανιστεί. Εμείς μπορούμε να φύγουμε. Μόνο... να, επιμένω ότι θα έπρεπε αυτόν τον άνθρωπο...
— Κι εγώ σας λέω ότι δεν μπορεί πια να μας βλάψει. Όχι! Και επιπλέον πρέπει να υποφέρει! Έτσι όπως υπέφερα κι εγώ!
Προχώρησε στο κρεβάτι και κοίταξε τον άνθρωπο που ήταν ξαπλωμένος. Ένας ασπρομάλλης γέρος πάνω από τα ογδόντα...
— Αύριο θα είμαι στο σπίτι του. Αναρωτιέμαι πώς θα το πάρει η γυναίκα του. Θέλω να πω, αν θα τα καταφέρω να εκπληρώσω τα συζυγικά μου καθήκοντα, είπε μ' ένα πικρό χαμογελάκι.
— Είμαι βέβαιος, Μάιν Φίρερ... ωχ, παρντόν! Είμαι βέβαιος, Μίστερ Πρέζιντεντ, ότι θα είστε για κείνην μια ευχάριστη έκπληξη!
Άντε λοιπόν, να πηγαίνουμε. Πρώτα θα φύγουν οι κύριοι δόκτορες. Οι υπόλοιποι έπειτα. Ο καθένας μόνος του. Θ' αλλάξουμε αυτοκίνητα ακριβώς όπως έχουμε συνεννοηθεί. Επιτέλους, ύστερα από τόσο αγώνα έρχεται η επιβράβευση, η πρώτη μου ήσυχη νύχτα στον Λευκό Οίκο...
Το ασπρομάλλικο γεροντάκι ξύπνησε. Ήταν ολομόναχος στο δωμάτιο. Η απόδραση ήταν λοιπόν εφικτή. Σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ψάξει τα ρούχα του και να ντυθεί κι όπως πέρασε μπροστά από τον καθρέφτη του τοίχου είδε μέσα το είδωλο ενός γέρου.
— Όχι, δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε, Θεέ μου, ΟΧΙ!
Σήκωσε το ένα χέρι. Ο γέρος στον καθρέφτη έκανε την ίδια κίνηση. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Ο γέρος στον καθρέφτη προχώρησε προς το μέρος του. Χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε τα χέρια του... ήταν γερασμένα και γεμάτα ρυτίδες... αυτά δεν ήταν τα δικά του χέρια! Μα και τα πόδια του... ούτε αυτά τα πόδια ήταν τα δικά του! Δεν ήταν το δικό του σώμα αυτό!
— Θεέ μου, ψέλλισε. ΑΧ, ΘΕΕ ΜΟΥ!
Αυτή η φωνή. Ούτε η φωνή, δεν ήταν η δική του φωνή. Του είχαν αλλάξει ακόμη και τις φωνητικές χορδές. Ψηλάφισε τον λαιμό του και το κεφάλι του. Πουθενά ίχνη εγχείρησης. Φόρεσε τα ρούχα που ανήκαν στο γέρο και κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά.
Χτύπησε την πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά του. Μια ταμπέλα έγραφε: Θυρωρείο.
Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια γριά γυναίκα.
— Μάλιστα, κύριε Τίλσον; του είπε.
— Ποιος κύριος Τίλσον; Κυρία μου, είμαι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών! Βρισκόμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης!
— Ελάτε τώρα, κύριε Τίλσον! Το ξέρετε ότι δεν μ' ενοχλούν τ' αστειάκια σας, αλλά όχι κι έτσι όμως.
— Αφήστε τα αυτά! Πού είναι το τηλέφωνό σας;
— Εκεί που πάντα ήτανε, αριστερά όπως μπαίνουμε... Έψαξε τις τσέπες του σακακιού του. Του είχαν αφήσει μερικά ψιλά. Άνοιξε το πορτοφόλι. Είχε μέσα δεκαοχτώ δολάρια. Έριξε ένα κέρμα των δέκα σεντς στο τηλέφωνο.
— Κυρία μου, ποια είναι η διεύθυνση εδώ;
— Ελάτε τώρα, κύριε Τίλσον, τη διεύθυνση την ξέρετε πολύ καλά. Κάθεστε εδώ και χρόνια στο σπίτι μου. Είσαστε πολύ περίεργος σήμερα, πράγματι, κύριε Τίλσον. Και με την ευκαιρία θα 'θελα να σας πω και κάτι άλλο...
— Μάλιστα... τι θέλετε;
— Θα 'θελα να σας υπενθυμίσω ότι σήμερα είναι η ημέρα πληρωμής του ενοικίου!
— Κυρία μου, θα μου πείτε επιτέλους τη διεύθυνση του σπιτιού εδώ;
— Αφού επιμένετε, 2435, Σόρχαμ Ντράιβ... σαν να μη το ξέρετε, καλέ!
— Εμπρός, είπε στο τηλέφωνο. Ταξί; Ναι, θα 'θελα να στείλετε ένα ταξί στη Σόρχαμ Ντράιβ, νούμερο 2435. Πρώτος όροφος. Τ' όνομά μου; Τ' όνομά μου; Καλώς, τ' όνομά μου είναι Τίλσον...
Να πάει στο Λευκό Οίκο δεν θα είχε πια νόημα, σκέφτηκε. Εκείνοι θα είχαν πάρει τα μέτρα τους... Θα πάω στη μεγαλύτερη εφημερίδα, σ' αυτούς θα πάω και θα τα διηγηθώ όλα. Θα τα πω όλα στον εκδότη... όλα όσα μου συνέβησαν.
Οι άλλοι ασθενείς κάνανε πλάκα μαζί του. Βλέπεις αυτόν εκεί; Αυτόν εκεί που μοιάζει με κάποιο δικτάτορα, πώς τον λέγανε; Μόνο που είναι πιο γέρος από κείνον. Αυτός που λες, όταν τον φέρανε, πριν κάνα μήνα, ισχυριζότανε ότι ήταν ο Πρόεδρος της Αμερικής. Αυτά πριν από ένα μήνα. Τώρα πια δεν το λέει τόσο συχνά. Κάθεται κει και καταβροχθίζει τη μια εφημερίδα μετά την άλλη. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου άνθρωπο τόσο μανιακό με τις εφημερίδες. Καταλαβαίνει πάντως ένα σωρό πράγματα από πολιτική. Μάλλον απ' αυτό το έπαθε. Απ' την πολιτική!
Χτύπησε καμπανάκι για φαγητό. Σηκώθηκαν όλοι εκτός από έναν. Ένας νοσοκόμος πλησίασε:
— Κύριε Τίλσον;
Καμιά απάντηση.
— ΚΥΡΙΕ ΤΙΛΣΟΝ!
— Α... ναι;
— Ώρα για φαγητό, κύριε Τίλσον!
Το ασπρομάλλικο γεροντάκι σηκώθηκε αργά κι έσυρε τα βήματά του προς την τραπεζαρία.
Μετάφραση: Τέος Ρόμβος
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Διαβάστε περισσότερα από το "Ανθολόγιο των κακών Αμερικανών" εδώ.