"The breathing happily angry flower" by Janna Watson |
Κεφάλαιο τέταρτο
Το πρωί όταν η Ιόλη ξύπνησε είχε μια έκπληξη. Ο πατέρας της ήταν μπροστά της.
Μαζί με τον Ορφέα.
Επιτέλους... δεν το πίστευε. Είχε ανησυχήσει πολύ.
-Ετοιμάσου της είπε ο πατέρας της. Βγαίνεις νωρίτερα και φεύγουμε όλοι μαζί για Βρυξέλλες.
-Έτσι ξαφνικά; Ρώτησε εκείνη. Μα δεν...
-Τι δεν θέλεις να έρθεις; Θα ζήσουμε όλοι μαζί πια.
Δεν ήταν ακριβώς ότι δεν ήθελε. Απλά ένιωθε να της στερούν την ευκαιρία της επιλογής. Ήθελε να διαλέγει μόνη τον δρόμο της. Ποτέ δεν της άρεσαν οι βιαστικές κινήσεις και να αποφασίζουν άλλοι για κείνη.
Είχε τον κύκλο της, τις παρέες της, την δουλειά της, δεν μπορούσε να φύγει έτσι εύκολα.. Και ένιωθε κάπως αδικημένη μιας και πλήρωνε με άγχος και θυσίες την θέση και την ματαιοδοξία του πατέρα της. Γιατί όσο και να τον αγαπούσε, την δουλειά του την είχε πάνω από όλα. Ακόμα και από την οικογένειά του. Έτσι στιγμές στιγμές ένιωθε και την απελπισία της μητέρας της και την κατανοούσε που τα βρόντηξε κυριολεκτικά και έφυγε...
Η σκεπτική ματιά της έπεσε στον Ορφέα. Την κοιτούσε με αγωνία. Η Ιόλη προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς άνθρωπος ήταν. Ένιωθε πράγματα γι’ αυτόν αλλά εκείνος ήταν απόμακρος... Την αγαπούσε λες με ένα τρόπο παράξενο...
Δεν τον καταλάβαινε τελευταία. Τα μάτια τους ανταμώθηκαν και κείνος κατέβασε το κεφάλι λες και ήταν ένοχος για κάτι.
-Δεν θα έρθεις ε; Το βλέπω. Ξεστόμισε μόνο.
Μαζί με τον Ορφέα.
Επιτέλους... δεν το πίστευε. Είχε ανησυχήσει πολύ.
-Ετοιμάσου της είπε ο πατέρας της. Βγαίνεις νωρίτερα και φεύγουμε όλοι μαζί για Βρυξέλλες.
-Έτσι ξαφνικά; Ρώτησε εκείνη. Μα δεν...
-Τι δεν θέλεις να έρθεις; Θα ζήσουμε όλοι μαζί πια.
Δεν ήταν ακριβώς ότι δεν ήθελε. Απλά ένιωθε να της στερούν την ευκαιρία της επιλογής. Ήθελε να διαλέγει μόνη τον δρόμο της. Ποτέ δεν της άρεσαν οι βιαστικές κινήσεις και να αποφασίζουν άλλοι για κείνη.
Είχε τον κύκλο της, τις παρέες της, την δουλειά της, δεν μπορούσε να φύγει έτσι εύκολα.. Και ένιωθε κάπως αδικημένη μιας και πλήρωνε με άγχος και θυσίες την θέση και την ματαιοδοξία του πατέρα της. Γιατί όσο και να τον αγαπούσε, την δουλειά του την είχε πάνω από όλα. Ακόμα και από την οικογένειά του. Έτσι στιγμές στιγμές ένιωθε και την απελπισία της μητέρας της και την κατανοούσε που τα βρόντηξε κυριολεκτικά και έφυγε...
Η σκεπτική ματιά της έπεσε στον Ορφέα. Την κοιτούσε με αγωνία. Η Ιόλη προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς άνθρωπος ήταν. Ένιωθε πράγματα γι’ αυτόν αλλά εκείνος ήταν απόμακρος... Την αγαπούσε λες με ένα τρόπο παράξενο...
Δεν τον καταλάβαινε τελευταία. Τα μάτια τους ανταμώθηκαν και κείνος κατέβασε το κεφάλι λες και ήταν ένοχος για κάτι.
-Δεν θα έρθεις ε; Το βλέπω. Ξεστόμισε μόνο.
Ένιωθε να πνίγεται.
-Όχου, σας βαρέθηκα! Μου ζητάτε κάτι τόσο σημαντικό, και κουβέντα για τα χθεσινά.
Δεν μου λέτε κύριοι, θα μιλήσετε επιτέλους; Γιατί κρύβεστε, γιατί αλλάζετε αριθμούς τηλεφώνων; Αντί να τους πιάσουμε εμείς μας κυνηγάνε αυτοί; Αντιστραφήκανε οι ρόλοι; Και εν τέλει, ποιος είναι αυτός ο Σιδέρης που μάλλον δολοφονήθηκε;
Ο πατέρας της πάγωσε. Φάνηκε σαν να μην περίμενε να ξέρει τόσα η Ιόλη.
-Εσύ που τα ξέρεις αυτά; Την ρώτησε.
-Νομίζω δεν ήταν δύσκολο αφού όλα τα στοιχεία τα είχε ο καλός σου φίλος σπίτι του... Λοιπόν πείτε μου ευθέως τι συμβαίνει.
-Δεν γίνεται να σου πούμε κάτι άλλο προς το παρόν. Κάποια στιγμή θα καταλάβεις. Και μην αδικείς τον Ορφέα. Κάνει ο,τι μπορεί για σένα.
Με μια κίνηση του χεριού η Ιόλη τους έδειξε την πόρτα. Ήθελε να μείνει μόνη και να σκεφτεί. Είχε αποφασίσει ήδη να ζήσει την ζωή της κανονικά. Χωρίς να τρέχει σε άλλη χώρα. Ας τα βρίσκανε μεταξύ τους οι συγγενείς. Δεν θα έμπλεκε άλλο εκείνη.
Η μέρα της είχε ξεκινήσει ανορθόδοξα ήδη, με έναν καυγά. Και αυτός ο φάκελος που της άφησε ο Ορφέας στο κομοδίνο πριν φύγει; Τι να είναι...
Δεν είχε διάθεση ούτε καν να τον ανοίξει και αυτό θα έκανε, αν τυχαία δεν πρόσεχε την ένδειξη επείγον.
Το άνοιξε και μέσα ήταν ένα γράμμα. Έλεγε τα εξής.
Επειδή περίμενα ότι ο πατέρας σου δεν θα μιλήσει αποφάσισα να το κάνω εγώ για να μην ανησυχείς και για να μην θυμώνεις άδικα.
Το μόνο που μπορώ να πω ωστόσο είναι να μου έχεις εμπιστοσύνη.. Ο Σιδέρης που αγχωνόσουνα δεν δολοφονήθηκε. Όντως αυτοκτόνησε γιατί έδωσε σε αυτούς πληροφορίες και μετά τον εκβίαζαν. Βρεθήκαμε μετέωροι επειδή ήξεραν πολλά ξαφνικά, γι’ αυτό αλλάξαμε κινητά, σταθερά και όλα. Είδες λοιπόν μας παρεξήγησες άδικα. Εγώ θα είμαι δίπλα σου. Έχω να σου πω και κάτι για μένα κάποια στιγμή. Για κάτι που μας ενώνει...
Τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε. Ήθελε να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά. Δεν την ενδιέφερε τίποτα.
Ετοίμασε το βαλιτσάκι και απαίτησε να πάρει εξιτήριο με το ζόρι. Έφτασε σπίτι της.
Σαν να έλειπε χρόνια αισθάνθηκε. Όλα μέσα ήταν όπως τα άφησε μια μέρα πριν το ατύχημα με το αυτοκίνητο.
Στο τραπέζι, δύο εισιτήρια που θα πήγαιναν θέατρο με την κολλητή της. Μια φυσιολογική ζωή που ανατρεπόταν και άλλαζε ριζικά.
Εκείνη κομμένη στα δυο. Γιατί καταλάβαινε ότι ο πόλεμος ήταν καθαρά οικογενειακός. Εκ των έσω.
Και δεν ήθελε να το ζήσει, δεν άντεχε να το ζήσει. Μάζεψε όλες τις οικονομίες της και τηλεφώνησε για εισιτήριο αεροπορικό για Αγγλία. Ξεκούραση και ησυχία επειγόντως. Αυτό και μόνο χρειαζόταν.
Θα έφευγε με το πρωινό αεροπλάνο.
Είχε λίγες ώρες να κοιμηθεί . Παρόν και παρελθόν την βασάνισαν για λίγο με τις αναμνήσεις που ξεπήδαγαν από την ζωή της, αλλά ήταν τόσο κουρασμένη που κοιμήθηκε σχετικά εύκολα...
Το όφειλε στον εαυτό της εξάλλου. Εκείνη ουδέποτε ασχολήθηκε με όσα ο πατέρας της. Χρήμα και καριέρα δεν την ενδιέφεραν ποτέ.
Ήθελε μια ζωή απλή με φίλους έναν δικό της άνθρωπο, μια δουλειά και όρεξη για περιπέτεια.
Δεν θα τους άφηνε να της το χαλάσουν..
Το πρωί μάζεψε τα τελευταία πράγματα και ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.
Ήδη ένιωθε καλύτερα με έναν εσωτερικό αέρα αλλαγής να την εμπνέει και μια διάθεση για νέο ξεκίνημα.
Όταν επιβιβάστηκε πλέον στο αεροπλάνο, ένιωσε να αποφορτίζεται και το βάρος του παρελθόντος να την εγκαταλείπει.
Καιρός να κοιτάξει λίγο τον εαυτό της.
❃
Συνεχίζεται...
Copyright © Εύη Καφούρου. All rights reserved. Πρώτη δημοσίευση, Αθήνα 2013.
Το ανακαλύψατε σήμερα; Διαβάστε το από την αρχή.