Laurie Justus Pace |
Κεφάλαιο τρίτο
Οι επόμενες μέρες φαινόταν να είχαν κάτι ιδιαίτερο. Η Ιόλη είχε αρκετή αγωνία.
Ο Ορφέας ήταν εξαφανισμένος. Δεν σήκωνε κινητά, δεν μπορούσε με τίποτα να τον βρει.
Το εξιτήριο ακόμα αργούσε οπότε δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε να φύγει έστω και λίγο, να πάει στη διεύθυνση που είχε, να μάθει τι έγινε...
Η ώρα ήταν ιδανική για να μπορέσει να δραπετεύσει από το νοσοκομείο.
Πήρε τις πατερίτσες της, έβαλε το παλτό της και όπως ήταν βγήκε στο προαύλιο χώρο.
Στην πίσω μεριά δεν υπήρχε κανείς νοσοκόμος να την δει να φεύγει. Ξεγλίστρησε λοιπόν και βγήκε στο δρόμο για ταξί.
-Που πάμε; Την ρωτάει ο οδηγός.
-Γλυφάδα γρήγορα.
Από το κέντρο η απόσταση ήταν αρκετή. Βυθίστηκε λοιπόν στις σκέψεις της.
Αν ήταν καλά τα πράγματα θα είχε επικοινωνήσει μαζί μου σκέφτηκε. Δεν είχε λόγο να εξαφανιστεί έτσι... Μήπως έγινε κάτι; Τον κυνηγήσανε ; Να κινδυνεύει;
Η αναμονή αυτή της φαινόταν μαρτύριο.
Προσπάθησε ξανά να πάρει τηλέφωνο και τον πατέρα της. Καμία απάντηση και από κει.
Ένα απότομο φρενάρισμα διέκοψε τις σκέψεις της.
-Τι έγινε; Ρώτησε τον οδηγό.
-Έχουν κλείσει το δρόμο. Προχωρήστε μόνη σας, εύκολο είναι. Στο τέρμα του δρόμου αριστερά.
Η Ιόλη βγήκε και άρχισε να περπατά αργά αργά. Όχι μόνο γιατί πόναγε αλλά και γιατί ο δρόμος ήταν σκοτεινός και απόμερος. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά.
Έφτασε στο σπίτι του. Στο ρετιρέ φαινόταν από το παράθυρο ένα αχνό φως. Θα πρέπει να είναι μέσα... μονολόγησε.
Άρχισε να ψάχνει τα κουδούνια και πάνω που ήταν έτοιμη να πατήσει το κουμπί...
Ένα χέρι έπιασε τον ώμο της.
Ένα μικρό αααα της ξέφυγε αφού τρόμαξε προς στιγμήν.
-Τι ζητάτε;
Κοίταξε τον άντρα που στεκόταν δίπλα της. Ένας γεροδεμένος βλοσυρός τύπος που έμοιαζε να μην αρέσκεται σε επισκέψεις στην πολυκατοικία.
-Ψάχνω τον κύριο Στασινό.
-Α, δεν θα τον βρείτε... Αφήστε. Περίεργος τύπος. Εξαφανίστηκε και μας άφησε ενοίκια, κοινόχρηστα...
-Μα αφού έχει φως απάνω.
-Σοβαρά; Δεν το είχα προσέξει. Είμαι διαχειριστής, έχω κλειδιά. Πάμε.
Ανέβηκαν μαζί ως τον τρίτο. Χτυπήσαν την πόρτα και αφού δεν πήραν απάντηση άνοιξαν με τα κλειδιά. Μπήκαν και όντως δεν υπήρχε κανείς.
Όμως τα φώτα ήταν αναμένα σαν να πρόκειται να ξανάρθει κάποιος... μισοαναμένα όπως λέμε. Η τηλεόραση ακόμα να παίζει, και δύο ποτήρια με ουίσκι στο μικρό τραπεζάκι. Το ένα μάλιστα σχεδόν άθικτο.
Πολύ περίεργα φαινόντουσαν όλα αυτά στην Ιόλη.
Προχώρησαν στην κουζίνα. Στο τραπέζι πιάτα με φαγητό μάλλον κάποιων ημερών ήδη, και στο ψυγείο ένα χαρτί κολλημένο. «Να θυμηθώ Ασκληπιού 89 Σιδέρης.»
-Εγώ κοπέλα μου πηγαίνω. Θα μείνετε; Τη ρώτησε ο διαχειριστής.
-Ναι, θα μείνω λίγο.
-Ό,τι χρειαστείτε θα είμαι ακριβώς από κάτω. Μου χτυπάτε.
-Εντάξει.
Δεν ήξερε τι να υποθέσει... Όλα φαίνονταν σαν κάπου να πετάχτηκε ο Ορφέας και να ξαναγύριζε. Αλλά μετά; Τι να έγινε; Το σίγουρο ήταν ότι περίμενε παρέα. Το φαγητό στα πιάτα ήταν άθικτο άρα δεν προλάβαν να φάνε.
Και ο Σιδέρης; Ποιος είναι πάλι;
Αχ δεν καταλαβαίνω τίποτα. Σκέφτηκε.
Αποφάσισε να μείνει λίγο ακόμα και να τον πάρει τηλέφωνο αλλά από την δική του συσκευή. Δεν μπορεί, θα το σήκωνε αν έβλεπε το δικό του νούμερο...
Ωστόσο η ελπίδα της έμεινε μετέωρη και φοβήθηκε ακόμα περισσότερο. Αυτή την φορά της το κλείσανε κατά πρόσωπο.
Κάτι δεν πήγαινε καλά σίγουρα. Ποιος έχει το κινητό του; Που είναι ο ίδιος;
Προχώρησε μόνη πλέον στην κρεβατοκάμαρα. Στο κρεβάτι έτοιμο να φορεθεί ένα κουστούμι και μία κάρτα με την ίδια διεύθυνση. Ασκληπιού 89.
Ξαφνικά άρχισε να χτυπά το τηλέφωνο. Δεν ήξερε αν θα πρέπει να το σηκώσει.
Το άφησε να χτυπά ώσπου μπήκε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Δεν μίλησε κανείς όμως, μόνο βουή από αυτοκίνητα και φωνές, ακουγόντουσαν, του δρόμου.
Και αμέσως χτυπά και το κινητό της. Άγνωστο νούμερο. Δεν απάντησε πάλι.
Της άφησαν μήνυμα ωστόσο.
«Θα μείνεις πολύ;» έλεγε.
Τι στο καλό, την παρακολουθούσαν;
Δεν θα έμενε άλλο. Αρκετή τρομάρα είχε πάρει.
Σηκώθηκε να φύγει όταν ξαναχτυπά πάλι το σταθερό. Αποφασίζει να μην φοβηθεί και να το σηκώσει.
-Λέγετε;
-Ιόλη!
-Ορφέα; Είσαι καλά;
-Φύγε από το σπίτι γρήγορα! Έχει κάμερες! με παρακολουθούσαν γι’ αυτό έφυγα. Θα σου εξηγήσω. Χωρίς να φανείς αναστατωμένη φύγε και γύρνα πίσω στο νοσοκομείο. Μην κάνεις ποτέ μόνη κινήσεις αν δεν είμαι μαζί σου.
-Πότε θα σε δω;
-Θα σε βρω εγώ με άλλους αριθμούς τηλεφώνων. Αυτά ξέχασέ τα. Παρακολουθούνται. Να αλλάξεις και συ εντάξει;
-Εντάξει.
-Όταν φτάσεις στο νοσοκομείο θα σου δώσουν τους νέους αριθμούς. Να μου πεις όταν φτάσεις. Γειααααααα...
Η κοπέλα ξεκίνησε να φύγει. Αλλά μέσα της κάτι την έτρωγε. Να γυρίσει στο νοσοκομείο ή να πάει σε αυτή την περίεργη διεύθυνση και στον επονομαζόμενο Σιδέρη; Δεν μπορούσε να μείνει με την αμφιβολία. Αφού ήταν που ήταν έξω.
Αποφάσισε να κάνει το δεύτερο. Ασκληπιού! φωνάζει στο ταξί που πέρασε σφαίρα από μπροστά της.
Έφτασε στο σωστό νούμερο και κατέβηκε. Περίμενέ με στο διπλανό στενό, του είπε. Δεν θα αργήσω.
Μια υπέροχη μονοκατοικία ήταν μπροστά της.
Προσπάθησε να βρει μέρος να κρυφτεί όμως γιατί έξω γινόταν σούσουρο.
Γειτόνισσες στραυροκοπιόντουσαν και λέγανε...
-Κρίμα. Καλός άνθρωπος. Και ήσυχος... να έχει τέτοιο τέλος.
-Γιατί αυτοκτόνησε;
-Μα αυτοκτόνησε; ή...
-Καλέ λες; Να τον σκότωσαν;
-Ε, μα στα καλά καθούμενα να ακούμε κρεμάστηκε και κουραφέξαλα. Άσε δα, τα ξέρουμε.
-Ξέρεις που δούλευε; της ψιθύρισε. Για τον...
Η Ιόλη στο άκουσμα του ονόματος αναστατώθηκε. Έφυγε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε και πήγε στο ταξί. Από κει κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Αχ ας μην έχουν καταλάβει την απουσία μου... Ήταν νύχτα και σίγουρα θα αρχίζανε οι επισκέψεις των γιατρών σε λίγο. Από το προαύλιο με τον ίδιο τρόπο, από την πίσω μεριά κατάφερε να φτάσει στο δωμάτιο αλαφιασμένη.
-Που ήσουνα; Της μίλησε η κυρία που είχε άρρωστο τον παππού δίπλα της.
-Με ψάχνανε;
-Όχι ευτυχώς. Αλλά εμείς σε χάσαμε. Ανησυχήσαμε.
-Καλύψτε με κυρία Μαρία, υπήρχε λόγος που βγήκα.
-Καλά κοπέλα μην σκιάζεσαι. Δεν θα πούμε ότι έλειπες...
Μετά το πέρασμα των γιατρών απομονώθηκε να σκεφτεί. Αυτός που πέθανε, λεγόταν Σιδέρης, δούλευε για τον πατέρα της και ο πατέρας της δεν απαντά πουθενά.
Ο Ορφέας λέει ότι τον παρακολουθούνε. Έφυγε από το σπίτι αλλά δεν ήξερε τίποτα για τον Σιδέρη και τον πατέρα της. Τι γίνεται εδώ άραγε;
Ξαναπήρε στο τηλέφωνο τον πατέρα της.
Η γραμμή κατειλημμένη... Please leave your message after the tone.
Ναι εδώ Ιόλη. Που έχεις χαθεί; Πάρε με τηλέφωνο ό,τι ώρα...
Ένας περίεργος πυρετός την επισκέφτηκε τη νύχτα αυτή. Κρύωμα, εξάντληση, αγωνία ή όλα μαζί, μειώσαν τις αντοχές τού οργανισμού της.
Μέχρι το πρωί στριφογύρναγε χωρίς να κλείσει μάτι.
Και έπρεπε επιτέλους να μάθει...
Η Ιόλη στο άκουσμα του ονόματος αναστατώθηκε. Έφυγε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε και πήγε στο ταξί. Από κει κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Αχ ας μην έχουν καταλάβει την απουσία μου... Ήταν νύχτα και σίγουρα θα αρχίζανε οι επισκέψεις των γιατρών σε λίγο. Από το προαύλιο με τον ίδιο τρόπο, από την πίσω μεριά κατάφερε να φτάσει στο δωμάτιο αλαφιασμένη.
-Που ήσουνα; Της μίλησε η κυρία που είχε άρρωστο τον παππού δίπλα της.
-Με ψάχνανε;
-Όχι ευτυχώς. Αλλά εμείς σε χάσαμε. Ανησυχήσαμε.
-Καλύψτε με κυρία Μαρία, υπήρχε λόγος που βγήκα.
-Καλά κοπέλα μην σκιάζεσαι. Δεν θα πούμε ότι έλειπες...
Μετά το πέρασμα των γιατρών απομονώθηκε να σκεφτεί. Αυτός που πέθανε, λεγόταν Σιδέρης, δούλευε για τον πατέρα της και ο πατέρας της δεν απαντά πουθενά.
Ο Ορφέας λέει ότι τον παρακολουθούνε. Έφυγε από το σπίτι αλλά δεν ήξερε τίποτα για τον Σιδέρη και τον πατέρα της. Τι γίνεται εδώ άραγε;
Ξαναπήρε στο τηλέφωνο τον πατέρα της.
Η γραμμή κατειλημμένη... Please leave your message after the tone.
Ναι εδώ Ιόλη. Που έχεις χαθεί; Πάρε με τηλέφωνο ό,τι ώρα...
Ένας περίεργος πυρετός την επισκέφτηκε τη νύχτα αυτή. Κρύωμα, εξάντληση, αγωνία ή όλα μαζί, μειώσαν τις αντοχές τού οργανισμού της.
Μέχρι το πρωί στριφογύρναγε χωρίς να κλείσει μάτι.
Και έπρεπε επιτέλους να μάθει...
❃
Συνεχίζεται...
Copyright © Εύη Καφούρου. All rights reserved. Πρώτη δημοσίευση, Αθήνα 2013.
Το ανακαλύψατε σήμερα; Διαβάστε το από την αρχή.
Copyright © Εύη Καφούρου. All rights reserved. Πρώτη δημοσίευση, Αθήνα 2013.
Το ανακαλύψατε σήμερα; Διαβάστε το από την αρχή.