Δεύτερο Κεφάλαιο
Οι μέρες στο νοσοκομείο περνούσαν αργά και βασανιστικά.
Καλά που ήταν και ο Ορφέας και είχε παρέα. Ερχόντουσαν και κάποιες φίλες της αλλά σε αυτές δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά για όσα της συνέβαιναν.
Ήταν εντελώς προσωπικά ζητήματα και μόνο με τον απεσταλμένο τού πατέρα της μπορούσε να τα αναλύσει και φυσικά κάποια στιγμή να τα λύσει.
Δεν της δίνανε εξιτήριο εύκολα γιατί τα χτυπήματα στα πόδια ήταν σοβαρά και δεν μπορούσε προς το παρόν να περπατήσει.
Χρειαζόταν φυσιοθεραπεία.
Έστειλε και ο πατέρας της φυσικά καλούς γιατρούς από κει.
Ωστόσο ήταν καλύτερο από μία άποψη, γιατί εκεί στο νοσοκομείο μπορούσε ευκολότερα να λύσει όλα τους τα προβλήματα.
Ο Ορφέας ερχόταν μεσημεριανές ώρες για να έχουν άνεση να τα συζητούν.
Λουλούδια και γλυκά γέμιζαν καθημερινά το δωμάτιο. Την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Τόσο που καμιά φορά η Ιόλη μπερδευόταν και δεν ήξερε αν το κάνει επειδή το νιώθει ή αν εκτελούσε οδηγίες του πατέρα της. Και ήθελε να μάθει... να μάθει πολλά γι’ αυτόν. Επιτέλους ένιωσε έναν άνθρωπο κοντά της, να την καταλαβαίνει, να την συμπονά, και να την βοηθάει σε όλα... Ας ένιωθε κάτι και κείνος... Ας ήταν αυτός που περίμενε από μικρή κοπελίτσα...
Γέλια και ομιλίες διέκοψαν τις σκέψεις της . Ήταν ο Ορφέας που στο πέρασμά του χαιρέτησε όλο το προσωπικό, και πρόλαβε να πειράξει την χοντρούλα και κοντή αποκλειστική που βοηθούσε την γιαγιά μερικά κρεβάτια πιο κει από την Ιόλη.
Μπήκε στο δωμάτιο με ένα πλατύ χαμόγελο κουνώντας περιπαιχτικά τον χαρτοφύλακά του.
-Καλησπερίζω την όμορφη!
-Καλώς τον! Βρήκες τίποτα;
-Νομίζω πως ναι! για δες εδώ....
Της έδειξε μια υπεύθυνη δήλωση από την τηλεφωνική σύνδεση του σπιτιού της αλλά και του πατέρα της στις Βρυξέλλες. Και οι δύο συσκευές φαίνονταν ότι παρακολουθούνταν.
Καλά που ήταν και ο Ορφέας και είχε παρέα. Ερχόντουσαν και κάποιες φίλες της αλλά σε αυτές δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά για όσα της συνέβαιναν.
Ήταν εντελώς προσωπικά ζητήματα και μόνο με τον απεσταλμένο τού πατέρα της μπορούσε να τα αναλύσει και φυσικά κάποια στιγμή να τα λύσει.
Δεν της δίνανε εξιτήριο εύκολα γιατί τα χτυπήματα στα πόδια ήταν σοβαρά και δεν μπορούσε προς το παρόν να περπατήσει.
Χρειαζόταν φυσιοθεραπεία.
Έστειλε και ο πατέρας της φυσικά καλούς γιατρούς από κει.
Ωστόσο ήταν καλύτερο από μία άποψη, γιατί εκεί στο νοσοκομείο μπορούσε ευκολότερα να λύσει όλα τους τα προβλήματα.
Ο Ορφέας ερχόταν μεσημεριανές ώρες για να έχουν άνεση να τα συζητούν.
Λουλούδια και γλυκά γέμιζαν καθημερινά το δωμάτιο. Την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Τόσο που καμιά φορά η Ιόλη μπερδευόταν και δεν ήξερε αν το κάνει επειδή το νιώθει ή αν εκτελούσε οδηγίες του πατέρα της. Και ήθελε να μάθει... να μάθει πολλά γι’ αυτόν. Επιτέλους ένιωσε έναν άνθρωπο κοντά της, να την καταλαβαίνει, να την συμπονά, και να την βοηθάει σε όλα... Ας ένιωθε κάτι και κείνος... Ας ήταν αυτός που περίμενε από μικρή κοπελίτσα...
Γέλια και ομιλίες διέκοψαν τις σκέψεις της . Ήταν ο Ορφέας που στο πέρασμά του χαιρέτησε όλο το προσωπικό, και πρόλαβε να πειράξει την χοντρούλα και κοντή αποκλειστική που βοηθούσε την γιαγιά μερικά κρεβάτια πιο κει από την Ιόλη.
Μπήκε στο δωμάτιο με ένα πλατύ χαμόγελο κουνώντας περιπαιχτικά τον χαρτοφύλακά του.
-Καλησπερίζω την όμορφη!
-Καλώς τον! Βρήκες τίποτα;
-Νομίζω πως ναι! για δες εδώ....
Της έδειξε μια υπεύθυνη δήλωση από την τηλεφωνική σύνδεση του σπιτιού της αλλά και του πατέρα της στις Βρυξέλλες. Και οι δύο συσκευές φαίνονταν ότι παρακολουθούνταν.
-Το 'ξερα! αναφώνησε η Ιόλη.
-Σσσς! Μην φωνάζεις.
-Ουπς! Σόρρυ.
-Και τώρα; Τον ρώτησε.
-Τώρα, έχουμε κάπου να βασιστούμε βρε μικρό!
-Σωστά!
Οι υποψίες της είχαν βγει αληθινές. Ο ίδιος ο αδελφός τού πατέρα της ήταν ο εχθρός τους. Παραποιούσε στοιχεία και έλεγχε κάθε τους κίνηση.
Άρα είχαν πολλή δουλειά όταν θα έβγαινε.
Έμπαινε ήδη Μάρτης. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη.
-Τι λες; Της είπε. Προσπαθούμε λίγο να κάνεις μερικά βήματα; Να δούμε και αν είναι καλός ο γιατρός σου. Έχει μια υπέροχη μέρα. Να περπατήσουμε σιγά σιγά να κάτσουμε έξω και να πιούμε καφεδάκι από την καντίνα.
-Ναι, ας πάμε.
Την κράτησε από το μπράτσο και σιγά σιγά βγήκαν στο προαύλιο. Βρήκαν ένα παγκάκι, κάθισαν και άρχισαν να μιλούν για πολλά και ένα ένα να λύνονται τα μυστήρια. Όταν θα έβγαινε, θα ήταν όλα σχεδόν τελειωμένα. Τουλάχιστον αυτό ήλπιζαν και οι δυο τους.
Του είπε για όσα πέρασε το τελευταίο καιρό. Αυτά που κάθε βράδυ στοίχειωναν τα όνειρά της. Για το ότι ένιωθε ότι κάποιος την παρακολουθεί, για το ότι είχαν μπει αρκετές φορές στο σπίτι της, για το ότι έμοιαζε να ψάχνουν κάτι αλλά δεν είχε καταλάβει τι.
-Να μην ανησυχείς. Αυτά που ψάχνουν είναι σε ασφαλές μέρος. Δεν θα τα βρουν...
-Μακάρι.
Ο Ορφέας τής είπε ότι ο πατέρας της γνώριζε κάθε της κίνηση και ποτέ δεν θα την άφηνε να κινδυνεύσει. Ότι μετά το θάνατο της μητέρας του και γιαγιάς της τα περίμενε όλα αυτά...
Η Ιόλη άρχισε να μιλά τότε για το χωριό. Για το πώς μεγάλωσε. Τα ήσυχα και ανέμελα χρόνια της... Όλα ήταν τόσο όμορφα... Τόσο ιδανικά όμορφα...
-Ήξερα ότι όλα θα δυσκόλευαν όταν αποφάσισα να έρθω στην Αθήνα. Αλλά δεν με ένοιαζε, ήθελα να σπουδάσω, να δουλέψω, να ανοίξω φτερά.
-Καλά έκανες!
-Όλα ήταν έτοιμα για μένα. Εκεί δεν με κράταγε τίποτα. Ένιωθα να πνίγομαι. Την γιαγιά μου δεν θα την είχα πια πλάι μου, έτσι δεν μου άρεσε πια να μένω σε κείνο το σπίτι. Ήταν τεράστιο για μένα. Κάποτε μέναμε πολλοί εκεί. Πέντε άτομα. Και η μητέρα μου πριν φύγει για Ισπανία... Δεν ξαναγύρισε ποτέ εκείνη. Προτίμησε να ζήσει εκεί, ξαναπαντρεύτηκε έμαθα και πρέπει να έχω αδέλφια που δεν ξέρω.
Λοιπόν, ήθελα να τα καταφέρω μόνη. Δεν με ενδιέφερε η ασφαλή παραμονή στο χωριό, ούτε τα λεφτά τού πατέρα μου. Ήθελα μόνη μου να καταφέρω το κάθε τι. Παλιοεγωίστρια με λέγανε και ίσως είχαν δίκιο. Δεν μετανιώνω...
Δεν άργησαν όμως τα προβλήματα. Όλα αυτά που ξέρεις και γίνανε.
Τώρα ίσως να πρέπει να πάω στον πατέρα μου. Ίσως να είναι η μόνη λύση.
Ο Ορφέας ωστόσο την καθησύχασε. Αν αντιμετωπιζόταν η κατάσταση δεν θα χρειαζόταν να κάνει τέτοιες αλλαγές. Να κάνεις αυτό που πραγματικά επιθυμείς... της είπε. Και τώρα, και πάντα.
Πόσο της άρεσαν τούτα τα λόγια... Της είχε λοιπόν εμπιστοσύνη. Ήθελε να την ενθαρρύνει. Τον εκτιμούσε μέρα με την μέρα όλο και πιο πολύ.
Για μια στιγμή, κοίταξε το ρολόι στον καρπό του.
-Νομίζω λείψαμε πολύ και θα μας κατσαδιάσουν. Δεν μας είδαν που φύγαμε και είναι και ώρα φαγητού. Θα σου έλεγα να φας αλλά νομίζω το στομάχι σου είναι καλομαθημένο για φαγητό του νοσοκομείου.
Και έσκασε στα γέλια.
-Γιατί το λες αυτό μικρή;
-Ε, τι δεν σε βλέπω; Κάθε μέρα στην τρίχα, με το κουστουμάκι σου, τα γυαλάκια σου, το δικό σου κυπελάκι για νερό, όλα μελετημένα. Έλα παραδέξου το. Είσαι οργανωτικός και υποχόνδριος.
-Έτσι ε; Καλά. Άντε πάμε τώρα γιατί πρέπει να φύγω. Έχει συνέχεια η υπόθεση. Εσύ να προσέχεις και να συνεχίσεις τις ασκήσεις. Πρέπει να βγεις κάποια στιγμή ε;
Η Ιόλη χαμογέλασε και είπε...
-Γιατί το λες αυτό μικρή;
-Ε, τι δεν σε βλέπω; Κάθε μέρα στην τρίχα, με το κουστουμάκι σου, τα γυαλάκια σου, το δικό σου κυπελάκι για νερό, όλα μελετημένα. Έλα παραδέξου το. Είσαι οργανωτικός και υποχόνδριος.
-Έτσι ε; Καλά. Άντε πάμε τώρα γιατί πρέπει να φύγω. Έχει συνέχεια η υπόθεση. Εσύ να προσέχεις και να συνεχίσεις τις ασκήσεις. Πρέπει να βγεις κάποια στιγμή ε;
Η Ιόλη χαμογέλασε και είπε...
-Τώρα το θέλω πιο πολύ από πριν βρε.
Και αποχαιρετίστηκαν...
❃
Copyright © Εύη Καφούρου. Πρώτη δημοσίευση, Αθήνα 2013.Και αποχαιρετίστηκαν...
❃