Πίνακας του Aaron Liffert |
Η ατμόσφαιρα μύριζε βαριά, μιας και είχε ανακατευτεί η μυρωδιά από τα φάρμακα και η κολόνια λεμόνι που κατά σύμπτωση ερχόταν από το διπλανό κρεβάτι. Εκεί καθόταν ένας παππούς με ορούς και μηχανική υποστήριξη.
Το τζάμι θαμπό δίπλα της, από τους υδρατμούς. Ήταν χειμώνας και μια βροχή μονότονη έκανε το κεφάλι της βαρύ και τον πονοκέφαλο αφόρητο.
Φυσικά δεν ήταν καθόλου καλά. Είχε κατάγματα στα χέρια και στα πόδια. Ούτε και θυμότανε πώς βρέθηκε στο νοσοκομείο. Ήταν όλα μπερδεμένα στο νου της, εικόνες σκόρπιες... Όμως ένιωθε μια δυσφορία... σαν να ένιωθε ότι κάτι κακό είχε γίνει... Άρχισε να τρέμει... το κρύο τσουχτερό, και το καλοριφέρ στο δωμάτιο μάλλον χαλασμένο. Όλοι ήταν καλά φασκιωμένοι.
- Μια κουβέρτα παρακαλώ! φώναξε με όλη της τη δύναμη.
Ενώ προσπαθούσε ακόμα να θυμηθεί, έφτασε στο δωμάτιο ο γιατρός της πτέρυγας. Πέρασε από όλα τα κρεβάτια, μίλησε με τους ασθενείς, και έφτασε και σε κείνη.
-Τι κάνουμε καλά; Μην ανησυχείτε καθόλου. Είχατε απλά ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Πέρασε μια βδομάδα από τότε, δεν είχατε επαφή με το περιβάλλον. Τώρα πια μόνο τα κατάγματα μείνανε. Χαίρομαι που ξυπνήσατε.
Ναι, τώρα σαν να θυμότανε τι είχε συμβεί. Η μεγάλη λεωφόρος, η στενή παρακολούθηση από ένα μπλε ηλεκτρίκ αμάξι και έτσι ξέφυγε από την πορεία του δρόμου και έπεσε πάνω σε ένα δέντρο. Προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της. Ήταν όλα δυσνόητα και δεν έβγαζε άκρη. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να ξαναζούσε τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν το τρακάρισμα. Και το κεφάλι της βούιζε από την ένταση.
Είχαν γίνει πολλά τελευταία. Και μάλιστα από δικό της συγγενικό πρόσωπο. Είχε την υποψία δηλαδή. Δεν μπορούσε να το αποδείξει προς το παρόν. Ανταγωνίζονταν τον πατέρα της ο οποίος ζούσε χρόνια στο εξωτερικό, και είχε μια καίρια θέση σε μία εταιρεία ευαίσθητων κρατικών μυστικών. Άρα με πολλούς εχθρούς.
Έπρεπε να οργανωθεί, να γίνει γρήγορα καλά, και να τον ειδοποιήσει.
Σίγουρα θα κινδύνευε και κείνος...
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη της, όταν χτύπησε η πόρτα του δωματίου.
Ένας νεαρός άντρας, με κουστούμι, μαύρα γυαλιά, και ένα μεγάλο χαρτοφύλακα, έφτασε πλάι της. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ της. Της φάνηκε παράξενος, και δεν ήξερε αν είχε έρθει για καλό. Γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι, θέλοντας να του δείξει ότι της χαλά την ησυχία της και ότι δεν ήθελε κουβέντες.
Ωστόσο αυτός ξεκίνησε να μιλά.
-Ιόλη;
-Μάλιστα; Τι ζητάτε;
-Λέγομαι Ορφέας Στασινός, και έρχομαι κατευθείαν από το εξωτερικό.
-Από που; Έκανε έντρομη η κοπέλα.
-Βρυξέλλες.
Η Ιόλη ένιωσε να χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της.
-Ο πατέρας μου; Είναι καλά;
-Μην ανησυχείτε, γι’ αυτόν δουλεύω... θα τον πάρουμε και τηλέφωνο για να πειστείτε.
-Καταρχήν θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη μιας και νιώθω υπαίτιος για το ατύχημά σας.
-Πώς υπαίτιος δηλαδή;
-Να, στην προσπάθεια μου να σας βρω, να σας μιλήσω, σας τρόμαξα και χάσατε τον έλεγχο του αμαξιού.
-Ώστε σεις ήσασταν στο αμάξι που με ακολουθούσε;
-Μάλιστα... και πάλι συγνώμη.
-Με τρομάξατε.
-Με μένα δίπλα σας δεν θα έπρεπε... αλλά σίγουρα θα πρέπει να ενημερωθείτε για πολλά. Σας έχουν συμβεί διάφορα τον τελευταίο καιρό έτσι;
-Ναι αρκετά...
-Εδώ σε αυτόν τον χαρτοφύλακα έχω στοιχεία για αυτούς που θέλουν το κακό του πατέρα σας και επιδιώκουν να σφετεριστούν την θέση του. Όσα σας συμβαίνουν μόνο τυχαία δεν είναι. Θα ξαναπεράσω αύριο όμως, γιατί είστε αρκετά αδύναμη και κουρασμένη.
Της έπιασε τα χέρια σφιχτά. Τα δικά του ζεστά σίγουρα έμοιαζαν σαν φτερούγες που κλείνανε προστατευτικά τους φόβους της. Ένιωσε λίγο να ξεθαρρεύει και του χαμογέλασε δειλά. Μάλλον της έλεγε αλήθεια. Για όλα όσα της είπε.
Σας δίνω αυτήν την κάρτα από τον πατέρα σας. Μέσα έχει και κάποια χρήματα. Μην τα ξοδέψετε. Θα σας χρειαστούν σε πολλά στο μέλλον.
Η κοπέλα κοίταγε σαστισμένη. Γίνανε τόσα πολλά και τόσο σύντομα.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και απάντησε μονολεκτικά «εντάξει».
Ο νεαρός σηκώθηκε έβαλε το παλτό του, το κασκόλ και τα γάντια και κατευθύνθηκε προς την νοσοκόμα που έκανε επίσκεψη στο δωμάτιο εκείνη την ώρα. Έβγαλε από την τσέπη του ένα πάκο χαρτονομίσματα και όπως άκουσε η Ιόλη είπε <<Να έχει την καλύτερη φροντίδα παρακαλώ>>.
Έπειτα με ένα πλατύ χαμόγελο γύρισε και της φώναξε.
-Καληνύχτα μελένια!
Έτσι την καληνύχτιζε μικρή ο πατέρας της. Αχ, να γύριζε ο χρόνος πίσω...
Πάντως μετά από αυτό το επιφώνημα είχε πλέον πειστεί πως δεν κινδύνευε από τον Ορφέα. Είχε έρθει για καλό.
Ο ύπνος άργησε πολύ να την επισκεφτεί. Ξημερώματα ηρέμησε από τις σκέψεις της και μπόρεσε να κοιμηθεί ίσα ίσα ένα τρίωρο. Και αυτό ήταν γεμάτο εφιάλτες.
Βρισκόταν λέει μέσα σ’ ένα υπόγειο τερματικό σταθμό τρένου. Πολύς θόρυβος, αφίξεις, αναχωρήσεις...
Εκείνη κρατούσε μια μεγάλη βαλίτσα, αλλά της φαινόταν ότι ήταν πούπουλο. (Αυτά τα παράξενα των ονείρων).
Α, ναι, ήταν και κόκκινη. Κάτι θα γίνει γρήγορα σημαίνει το κόκκινο...
Ναι, ναι το θυμάται καθαρά στον ονειροκρίτη της γιαγιάς της. Το είχε διαβάσει παλιά.
Αχ, πόσο της έλειπε τώρα που την είχε ανάγκη, να της δώσει τις μοναδικές της συμβουλές... Εκείνη την μεγάλωσε.
Ήταν μια γυναίκα που αν και έζησε σε νησί και δεν είχε ευκαιρίες στη ζωή της, ήταν πανέξυπνη, διορατική και φυσικά υπέροχος άνθρωπος, γεμάτη καλοσύνη και ανιδιοτέλεια.
Δούλεψε σαν άντρας στα χωράφια και στα καπνά, για να μην της λείψει τίποτα. Και φυσικά έστελνε και ο πατέρας της από το εξωτερικό κάθε μήνα.
Προσπάθησε να θυμηθεί την συνέχεια του ονείρου.
Όταν πήγε να βγάλει εισιτήριο ο εισπράκτορας ξαφνικά μετατράπηκε σε αστυνομικό και της έδειχνε μια φωτογραφία.
Ήταν το μπλε ηλεκτρίκ αυτοκίνητο του Ορφέα που την έβγαλε από το δρόμο...
-Το έχετε ξαναδεί;
-Μα ναι! Απάντησε η Ιόλη! Είναι αυτός! Είναι ο Ορφέας.
-Το ψάχνουμε! Είναι κάπου εδώ. Έρχεται!
Ξαφνικά όλο το σκηνικό γύρω της αλλάζει γίνεται ένας δρόμος, και κείνη να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει, ώσπου ξύπνησε...
Όταν άνοιξε τα μάτια της είδε στο κομοδίνο της μαργαρίτες σε κίτρινο και άσπρο χρώμα. Ποίος ήξερε τα αγαπημένα της λουλούδια άραγε;
Η πόρτα σε λίγο άνοιξε και φάνηκε χαμογελαστός ο Ορφέας.
-Σου άρεσε το δώρο σου;
-Πώς ήξερες τα αγαπημένα μου λουλούδια;
-Από τον πατέρα σου. Εκείνος μου το είπε.
Έτσι βρέθηκαν να μιλούν πια στον ενικό και να γίνονται φιλαράκια.
Εξάλλου είχαν πολλή δουλειά να κάνουν και έναν ολόκληρο χαρτοφύλακα να ερευνήσουν. Για να καταλάβει επιτέλους και η Ιόλη τι συμβαίνει.
Η επικοινωνία με τον πατέρα της έγινε πιο συχνή και αυτό της άρεσε πολύ.
Συνήθως τα δύσκολα ενώνουν ξανά μια οικογένεια. Και η στιγμή δεν θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλη...
Είχε μείνει μόνη. Πριν λίγους μήνες είχε πεθάνει η γιαγιά της που υπεραγαπούσε και δεν την κράταγε τίποτα στο νησί.
Δεν ήθελε να ξαναπάει ποτέ. Βαρέθηκε. Έτσι τουλάχιστον ένιωθε.
Και έτσι ήρθε στην Αθήνα...
Οι μέρες στο νοσοκομείο περνούσαν αργά και βασανιστικά.
Καλά που ήταν και ο Ορφέας και είχε παρέα. Ερχόντουσαν και κάποιες φίλες της αλλά σε αυτές δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά για όσα της συνέβαιναν.
Ήταν εντελώς προσωπικά ζητήματα και μόνο με τον απεσταλμένο τού πατέρα της μπορούσε να τα αναλύσει και φυσικά κάποια στιγμή να τα λύσει.
Δεν της δίνανε εξιτήριο εύκολα γιατί τα χτυπήματα στα πόδια ήταν σοβαρά και δεν μπορούσε προς το παρόν να περπατήσει.
Χρειαζόταν φυσιοθεραπεία.
Έστειλε και ο πατέρας της φυσικά καλούς γιατρούς από κει.
Ωστόσο ήταν καλύτερο από μία άποψη, γιατί εκεί στο νοσοκομείο μπορούσε ευκολότερα να λύσει όλα τους τα προβλήματα.
Ο Ορφέας ερχόταν μεσημεριανές ώρες για να έχουν άνεση να τα συζητούν.
Λουλούδια και γλυκά γέμιζαν καθημερινά το δωμάτιο. Την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Τόσο που καμιά φορά η Ιόλη μπερδευόταν και δεν ήξερε αν το κάνει επειδή το νιώθει ή αν εκτελούσε οδηγίες του πατέρα της. Και ήθελε να μάθει... να μάθει πολλά γι’ αυτόν. Επιτέλους ένιωσε έναν άνθρωπο κοντά της, να την καταλαβαίνει, να την συμπονά, και να την βοηθάει σε όλα... Ας ένιωθε κάτι και κείνος... Ας ήταν αυτός που περίμενε από μικρή κοπελίτσα...
Γέλια και ομιλίες διέκοψαν τις σκέψεις της . Ήταν ο Ορφέας που στο πέρασμά του χαιρέτησε όλο το προσωπικό, και πρόλαβε να πειράξει την χοντρούλα και κοντή αποκλειστική που βοηθούσε την γιαγιά μερικά κρεβάτια πιο κει από την Ιόλη.
Μπήκε στο δωμάτιο με ένα πλατύ χαμόγελο κουνώντας περιπαιχτικά τον χαρτοφύλακά του.
-Καλησπερίζω την όμορφη!
-Καλώς τον! Βρήκες τίποτα;
-Νομίζω πως ναι! για δες εδώ....
Της έδειξε μια υπεύθυνη δήλωση από την τηλεφωνική σύνδεση του σπιτιού της αλλά και του πατέρα της στις Βρυξέλλες. Και οι δύο συσκευές φαίνονταν ότι παρακολουθούνταν.
Καλά που ήταν και ο Ορφέας και είχε παρέα. Ερχόντουσαν και κάποιες φίλες της αλλά σε αυτές δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά για όσα της συνέβαιναν.
Ήταν εντελώς προσωπικά ζητήματα και μόνο με τον απεσταλμένο τού πατέρα της μπορούσε να τα αναλύσει και φυσικά κάποια στιγμή να τα λύσει.
Δεν της δίνανε εξιτήριο εύκολα γιατί τα χτυπήματα στα πόδια ήταν σοβαρά και δεν μπορούσε προς το παρόν να περπατήσει.
Χρειαζόταν φυσιοθεραπεία.
Έστειλε και ο πατέρας της φυσικά καλούς γιατρούς από κει.
Ωστόσο ήταν καλύτερο από μία άποψη, γιατί εκεί στο νοσοκομείο μπορούσε ευκολότερα να λύσει όλα τους τα προβλήματα.
Ο Ορφέας ερχόταν μεσημεριανές ώρες για να έχουν άνεση να τα συζητούν.
Λουλούδια και γλυκά γέμιζαν καθημερινά το δωμάτιο. Την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Τόσο που καμιά φορά η Ιόλη μπερδευόταν και δεν ήξερε αν το κάνει επειδή το νιώθει ή αν εκτελούσε οδηγίες του πατέρα της. Και ήθελε να μάθει... να μάθει πολλά γι’ αυτόν. Επιτέλους ένιωσε έναν άνθρωπο κοντά της, να την καταλαβαίνει, να την συμπονά, και να την βοηθάει σε όλα... Ας ένιωθε κάτι και κείνος... Ας ήταν αυτός που περίμενε από μικρή κοπελίτσα...
Γέλια και ομιλίες διέκοψαν τις σκέψεις της . Ήταν ο Ορφέας που στο πέρασμά του χαιρέτησε όλο το προσωπικό, και πρόλαβε να πειράξει την χοντρούλα και κοντή αποκλειστική που βοηθούσε την γιαγιά μερικά κρεβάτια πιο κει από την Ιόλη.
Μπήκε στο δωμάτιο με ένα πλατύ χαμόγελο κουνώντας περιπαιχτικά τον χαρτοφύλακά του.
-Καλησπερίζω την όμορφη!
-Καλώς τον! Βρήκες τίποτα;
-Νομίζω πως ναι! για δες εδώ....
Της έδειξε μια υπεύθυνη δήλωση από την τηλεφωνική σύνδεση του σπιτιού της αλλά και του πατέρα της στις Βρυξέλλες. Και οι δύο συσκευές φαίνονταν ότι παρακολουθούνταν.
-Το 'ξερα! αναφώνησε η Ιόλη.
-Σσσς! Μην φωνάζεις.
-Ουπς! Σόρρυ.
-Και τώρα; Τον ρώτησε.
-Τώρα, έχουμε κάπου να βασιστούμε βρε μικρό!
-Σωστά!
Οι υποψίες της είχαν βγει αληθινές. Ο ίδιος ο αδελφός τού πατέρα της ήταν ο εχθρός τους. Παραποιούσε στοιχεία και έλεγχε κάθε τους κίνηση.
Άρα είχαν πολλή δουλειά όταν θα έβγαινε.
Έμπαινε ήδη Μάρτης. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη.
-Τι λες; Της είπε. Προσπαθούμε λίγο να κάνεις μερικά βήματα; Να δούμε και αν είναι καλός ο γιατρός σου. Έχει μια υπέροχη μέρα. Να περπατήσουμε σιγά σιγά να κάτσουμε έξω και να πιούμε καφεδάκι από την καντίνα.
-Ναι, ας πάμε.
Την κράτησε από το μπράτσο και σιγά σιγά βγήκαν στο προαύλιο. Βρήκαν ένα παγκάκι, κάθισαν και άρχισαν να μιλούν για πολλά και ένα ένα να λύνονται τα μυστήρια. Όταν θα έβγαινε, θα ήταν όλα σχεδόν τελειωμένα. Τουλάχιστον αυτό ήλπιζαν και οι δυο τους.
Του είπε για όσα πέρασε το τελευταίο καιρό. Αυτά που κάθε βράδυ στοίχειωναν τα όνειρά της. Για το ότι ένιωθε ότι κάποιος την παρακολουθεί, για το ότι είχαν μπει αρκετές φορές στο σπίτι της, για το ότι έμοιαζε να ψάχνουν κάτι αλλά δεν είχε καταλάβει τι.
-Να μην ανησυχείς. Αυτά που ψάχνουν είναι σε ασφαλές μέρος. Δεν θα τα βρουν...
-Μακάρι.
Ο Ορφέας τής είπε ότι ο πατέρας της γνώριζε κάθε της κίνηση και ποτέ δεν θα την άφηνε να κινδυνεύσει. Ότι μετά το θάνατο της μητέρας του και γιαγιάς της τα περίμενε όλα αυτά...
Η Ιόλη άρχισε να μιλά τότε για το χωριό. Για το πώς μεγάλωσε. Τα ήσυχα και ανέμελα χρόνια της... Όλα ήταν τόσο όμορφα... Τόσο ιδανικά όμορφα...
-Ήξερα ότι όλα θα δυσκόλευαν όταν αποφάσισα να έρθω στην Αθήνα. Αλλά δεν με ένοιαζε, ήθελα να σπουδάσω, να δουλέψω, να ανοίξω φτερά.
-Καλά έκανες!
-Όλα ήταν έτοιμα για μένα. Εκεί δεν με κράταγε τίποτα. Ένιωθα να πνίγομαι. Την γιαγιά μου δεν θα την είχα πια πλάι μου, έτσι δεν μου άρεσε πια να μένω σε κείνο το σπίτι. Ήταν τεράστιο για μένα. Κάποτε μέναμε πολλοί εκεί. Πέντε άτομα. Και η μητέρα μου πριν φύγει για Ισπανία... Δεν ξαναγύρισε ποτέ εκείνη. Προτίμησε να ζήσει εκεί, ξαναπαντρεύτηκε έμαθα και πρέπει να έχω αδέλφια που δεν ξέρω.
Λοιπόν, ήθελα να τα καταφέρω μόνη. Δεν με ενδιέφερε η ασφαλή παραμονή στο χωριό, ούτε τα λεφτά τού πατέρα μου. Ήθελα μόνη μου να καταφέρω το κάθε τι. Παλιοεγωίστρια με λέγανε και ίσως είχαν δίκιο. Δεν μετανιώνω...
Δεν άργησαν όμως τα προβλήματα. Όλα αυτά που ξέρεις και γίνανε.
Τώρα ίσως να πρέπει να πάω στον πατέρα μου. Ίσως να είναι η μόνη λύση.
Ο Ορφέας ωστόσο την καθησύχασε. Αν αντιμετωπιζόταν η κατάσταση δεν θα χρειαζόταν να κάνει τέτοιες αλλαγές. Να κάνεις αυτό που πραγματικά επιθυμείς... της είπε. Και τώρα, και πάντα.
Πόσο της άρεσαν τούτα τα λόγια... Της είχε λοιπόν εμπιστοσύνη. Ήθελε να την ενθαρρύνει. Τον εκτιμούσε μέρα με την μέρα όλο και πιο πολύ.
Για μια στιγμή, κοίταξε το ρολόι στον καρπό του.
-Νομίζω λείψαμε πολύ και θα μας κατσαδιάσουν. Δεν μας είδαν που φύγαμε και είναι και ώρα φαγητού. Θα σου έλεγα να φας αλλά νομίζω το στομάχι σου είναι καλομαθημένο για φαγητό του νοσοκομείου.
Και έσκασε στα γέλια.
-Γιατί το λες αυτό μικρή;
-Ε, τι δεν σε βλέπω; Κάθε μέρα στην τρίχα, με το κουστουμάκι σου, τα γυαλάκια σου, το δικό σου κυπελάκι για νερό, όλα μελετημένα. Έλα παραδέξου το. Είσαι οργανωτικός και υποχόνδριος.
-Έτσι ε; Καλά. Άντε πάμε τώρα γιατί πρέπει να φύγω. Έχει συνέχεια η υπόθεση. Εσύ να προσέχεις και να συνεχίσεις τις ασκήσεις. Πρέπει να βγεις κάποια στιγμή ε;
Η Ιόλη χαμογέλασε και είπε...
-Γιατί το λες αυτό μικρή;
-Ε, τι δεν σε βλέπω; Κάθε μέρα στην τρίχα, με το κουστουμάκι σου, τα γυαλάκια σου, το δικό σου κυπελάκι για νερό, όλα μελετημένα. Έλα παραδέξου το. Είσαι οργανωτικός και υποχόνδριος.
-Έτσι ε; Καλά. Άντε πάμε τώρα γιατί πρέπει να φύγω. Έχει συνέχεια η υπόθεση. Εσύ να προσέχεις και να συνεχίσεις τις ασκήσεις. Πρέπει να βγεις κάποια στιγμή ε;
Η Ιόλη χαμογέλασε και είπε...
-Τώρα το θέλω πιο πολύ από πριν βρε.
Και αποχαιρετίστηκαν...
Οι επόμενες μέρες φαινόταν να είχαν κάτι ιδιαίτερο. Η Ιόλη είχε αρκετή αγωνία.
Ο Ορφέας ήταν εξαφανισμένος. Δεν σήκωνε κινητά, δεν μπορούσε με τίποτα να τον βρει.
Το εξιτήριο ακόμα αργούσε οπότε δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε να φύγει έστω και λίγο, να πάει στη διεύθυνση που είχε, να μάθει τι έγινε...
Η ώρα ήταν ιδανική για να μπορέσει να δραπετεύσει από το νοσοκομείο.
Πήρε τις πατερίτσες της, έβαλε το παλτό της και όπως ήταν βγήκε στο προαύλιο χώρο.
Στην πίσω μεριά δεν υπήρχε κανείς νοσοκόμος να την δει να φεύγει. Ξεγλίστρησε λοιπόν και βγήκε στο δρόμο για ταξί.
-Που πάμε; Την ρωτάει ο οδηγός.
-Γλυφάδα γρήγορα.
Από το κέντρο η απόσταση ήταν αρκετή. Βυθίστηκε λοιπόν στις σκέψεις της.
Αν ήταν καλά τα πράγματα θα είχε επικοινωνήσει μαζί μου σκέφτηκε. Δεν είχε λόγο να εξαφανιστεί έτσι... Μήπως έγινε κάτι; Τον κυνηγήσανε ; Να κινδυνεύει;
Η αναμονή αυτή της φαινόταν μαρτύριο.
Προσπάθησε ξανά να πάρει τηλέφωνο και τον πατέρα της. Καμία απάντηση και από κει.
Ένα απότομο φρενάρισμα διέκοψε τις σκέψεις της.
-Τι έγινε; Ρώτησε τον οδηγό.
-Έχουν κλείσει το δρόμο. Προχωρήστε μόνη σας, εύκολο είναι. Στο τέρμα του δρόμου αριστερά.
Η Ιόλη βγήκε και άρχισε να περπατά αργά αργά. Όχι μόνο γιατί πόναγε αλλά και γιατί ο δρόμος ήταν σκοτεινός και απόμερος. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά.
Έφτασε στο σπίτι του. Στο ρετιρέ φαινόταν από το παράθυρο ένα αχνό φως. Θα πρέπει να είναι μέσα... μονολόγησε.
Άρχισε να ψάχνει τα κουδούνια και πάνω που ήταν έτοιμη να πατήσει το κουμπί...
Ένα χέρι έπιασε τον ώμο της.
Ένα μικρό αααα της ξέφυγε αφού τρόμαξε προς στιγμήν.
-Τι ζητάτε;
Κοίταξε τον άντρα που στεκόταν δίπλα της. Ένας γεροδεμένος βλοσυρός τύπος που έμοιαζε να μην αρέσκεται σε επισκέψεις στην πολυκατοικία.
-Ψάχνω τον κύριο Στασινό.
-Α, δεν θα τον βρείτε... Αφήστε. Περίεργος τύπος. Εξαφανίστηκε και μας άφησε ενοίκια, κοινόχρηστα...
-Μα αφού έχει φως απάνω.
-Σοβαρά; Δεν το είχα προσέξει. Είμαι διαχειριστής, έχω κλειδιά. Πάμε.
Ανέβηκαν μαζί ως τον τρίτο. Χτυπήσαν την πόρτα και αφού δεν πήραν απάντηση άνοιξαν με τα κλειδιά. Μπήκαν και όντως δεν υπήρχε κανείς.
Όμως τα φώτα ήταν αναμένα σαν να πρόκειται να ξανάρθει κάποιος... μισοαναμένα όπως λέμε. Η τηλεόραση ακόμα να παίζει, και δύο ποτήρια με ουίσκι στο μικρό τραπεζάκι. Το ένα μάλιστα σχεδόν άθικτο.
Πολύ περίεργα φαινόντουσαν όλα αυτά στην Ιόλη.
Προχώρησαν στην κουζίνα. Στο τραπέζι πιάτα με φαγητό μάλλον κάποιων ημερών ήδη, και στο ψυγείο ένα χαρτί κολλημένο. «Να θυμηθώ Ασκληπιού 89 Σιδέρης.»
-Εγώ κοπέλα μου πηγαίνω. Θα μείνετε; Τη ρώτησε ο διαχειριστής.
-Ναι, θα μείνω λίγο.
-Ό,τι χρειαστείτε θα είμαι ακριβώς από κάτω. Μου χτυπάτε.
-Εντάξει.
Δεν ήξερε τι να υποθέσει... Όλα φαίνονταν σαν κάπου να πετάχτηκε ο Ορφέας και να ξαναγύριζε. Αλλά μετά; Τι να έγινε; Το σίγουρο ήταν ότι περίμενε παρέα. Το φαγητό στα πιάτα ήταν άθικτο άρα δεν προλάβαν να φάνε.
Και ο Σιδέρης; Ποιος είναι πάλι;
Αχ δεν καταλαβαίνω τίποτα. Σκέφτηκε.
Αποφάσισε να μείνει λίγο ακόμα και να τον πάρει τηλέφωνο αλλά από την δική του συσκευή. Δεν μπορεί, θα το σήκωνε αν έβλεπε το δικό του νούμερο...
Ωστόσο η ελπίδα της έμεινε μετέωρη και φοβήθηκε ακόμα περισσότερο. Αυτή την φορά της το κλείσανε κατά πρόσωπο.
Κάτι δεν πήγαινε καλά σίγουρα. Ποιος έχει το κινητό του; Που είναι ο ίδιος;
Προχώρησε μόνη πλέον στην κρεβατοκάμαρα. Στο κρεβάτι έτοιμο να φορεθεί ένα κουστούμι και μία κάρτα με την ίδια διεύθυνση. Ασκληπιού 89.
Ξαφνικά άρχισε να χτυπά το τηλέφωνο. Δεν ήξερε αν θα πρέπει να το σηκώσει.
Το άφησε να χτυπά ώσπου μπήκε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Δεν μίλησε κανείς όμως, μόνο βουή από αυτοκίνητα και φωνές, ακουγόντουσαν, του δρόμου.
Και αμέσως χτυπά και το κινητό της. Άγνωστο νούμερο. Δεν απάντησε πάλι.
Της άφησαν μήνυμα ωστόσο.
«Θα μείνεις πολύ;» έλεγε.
Τι στο καλό, την παρακολουθούσαν;
Δεν θα έμενε άλλο. Αρκετή τρομάρα είχε πάρει.
Σηκώθηκε να φύγει όταν ξαναχτυπά πάλι το σταθερό. Αποφασίζει να μην φοβηθεί και να το σηκώσει.
-Λέγετε;
-Ιόλη!
-Ορφέα; Είσαι καλά;
-Φύγε από το σπίτι γρήγορα! Έχει κάμερες! με παρακολουθούσαν γι’ αυτό έφυγα. Θα σου εξηγήσω. Χωρίς να φανείς αναστατωμένη φύγε και γύρνα πίσω στο νοσοκομείο. Μην κάνεις ποτέ μόνη κινήσεις αν δεν είμαι μαζί σου.
-Πότε θα σε δω;
-Θα σε βρω εγώ με άλλους αριθμούς τηλεφώνων. Αυτά ξέχασέ τα. Παρακολουθούνται. Να αλλάξεις και συ εντάξει;
-Εντάξει.
-Όταν φτάσεις στο νοσοκομείο θα σου δώσουν τους νέους αριθμούς. Να μου πεις όταν φτάσεις. Γειααααααα...
Η κοπέλα ξεκίνησε να φύγει. Αλλά μέσα της κάτι την έτρωγε. Να γυρίσει στο νοσοκομείο ή να πάει σε αυτή την περίεργη διεύθυνση και στον επονομαζόμενο Σιδέρη; Δεν μπορούσε να μείνει με την αμφιβολία. Αφού ήταν που ήταν έξω.
Αποφάσισε να κάνει το δεύτερο. Ασκληπιού! φωνάζει στο ταξί που πέρασε σφαίρα από μπροστά της.
Έφτασε στο σωστό νούμερο και κατέβηκε. Περίμενέ με στο διπλανό στενό, του είπε. Δεν θα αργήσω.
Μια υπέροχη μονοκατοικία ήταν μπροστά της.
Προσπάθησε να βρει μέρος να κρυφτεί όμως γιατί έξω γινόταν σούσουρο.
Γειτόνισσες στραυροκοπιόντουσαν και λέγανε...
-Κρίμα. Καλός άνθρωπος. Και ήσυχος... να έχει τέτοιο τέλος.
-Γιατί αυτοκτόνησε;
-Μα αυτοκτόνησε; ή...
-Καλέ λες; Να τον σκότωσαν;
-Ε, μα στα καλά καθούμενα να ακούμε κρεμάστηκε και κουραφέξαλα. Άσε δα, τα ξέρουμε.
Και αποχαιρετίστηκαν...
Laurie Justus Pace |
Ο Ορφέας ήταν εξαφανισμένος. Δεν σήκωνε κινητά, δεν μπορούσε με τίποτα να τον βρει.
Το εξιτήριο ακόμα αργούσε οπότε δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε να φύγει έστω και λίγο, να πάει στη διεύθυνση που είχε, να μάθει τι έγινε...
Η ώρα ήταν ιδανική για να μπορέσει να δραπετεύσει από το νοσοκομείο.
Πήρε τις πατερίτσες της, έβαλε το παλτό της και όπως ήταν βγήκε στο προαύλιο χώρο.
Στην πίσω μεριά δεν υπήρχε κανείς νοσοκόμος να την δει να φεύγει. Ξεγλίστρησε λοιπόν και βγήκε στο δρόμο για ταξί.
-Που πάμε; Την ρωτάει ο οδηγός.
-Γλυφάδα γρήγορα.
Από το κέντρο η απόσταση ήταν αρκετή. Βυθίστηκε λοιπόν στις σκέψεις της.
Αν ήταν καλά τα πράγματα θα είχε επικοινωνήσει μαζί μου σκέφτηκε. Δεν είχε λόγο να εξαφανιστεί έτσι... Μήπως έγινε κάτι; Τον κυνηγήσανε ; Να κινδυνεύει;
Η αναμονή αυτή της φαινόταν μαρτύριο.
Προσπάθησε ξανά να πάρει τηλέφωνο και τον πατέρα της. Καμία απάντηση και από κει.
Ένα απότομο φρενάρισμα διέκοψε τις σκέψεις της.
-Τι έγινε; Ρώτησε τον οδηγό.
-Έχουν κλείσει το δρόμο. Προχωρήστε μόνη σας, εύκολο είναι. Στο τέρμα του δρόμου αριστερά.
Η Ιόλη βγήκε και άρχισε να περπατά αργά αργά. Όχι μόνο γιατί πόναγε αλλά και γιατί ο δρόμος ήταν σκοτεινός και απόμερος. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά.
Έφτασε στο σπίτι του. Στο ρετιρέ φαινόταν από το παράθυρο ένα αχνό φως. Θα πρέπει να είναι μέσα... μονολόγησε.
Άρχισε να ψάχνει τα κουδούνια και πάνω που ήταν έτοιμη να πατήσει το κουμπί...
Ένα χέρι έπιασε τον ώμο της.
Ένα μικρό αααα της ξέφυγε αφού τρόμαξε προς στιγμήν.
-Τι ζητάτε;
Κοίταξε τον άντρα που στεκόταν δίπλα της. Ένας γεροδεμένος βλοσυρός τύπος που έμοιαζε να μην αρέσκεται σε επισκέψεις στην πολυκατοικία.
-Ψάχνω τον κύριο Στασινό.
-Α, δεν θα τον βρείτε... Αφήστε. Περίεργος τύπος. Εξαφανίστηκε και μας άφησε ενοίκια, κοινόχρηστα...
-Μα αφού έχει φως απάνω.
-Σοβαρά; Δεν το είχα προσέξει. Είμαι διαχειριστής, έχω κλειδιά. Πάμε.
Ανέβηκαν μαζί ως τον τρίτο. Χτυπήσαν την πόρτα και αφού δεν πήραν απάντηση άνοιξαν με τα κλειδιά. Μπήκαν και όντως δεν υπήρχε κανείς.
Όμως τα φώτα ήταν αναμένα σαν να πρόκειται να ξανάρθει κάποιος... μισοαναμένα όπως λέμε. Η τηλεόραση ακόμα να παίζει, και δύο ποτήρια με ουίσκι στο μικρό τραπεζάκι. Το ένα μάλιστα σχεδόν άθικτο.
Πολύ περίεργα φαινόντουσαν όλα αυτά στην Ιόλη.
Προχώρησαν στην κουζίνα. Στο τραπέζι πιάτα με φαγητό μάλλον κάποιων ημερών ήδη, και στο ψυγείο ένα χαρτί κολλημένο. «Να θυμηθώ Ασκληπιού 89 Σιδέρης.»
-Εγώ κοπέλα μου πηγαίνω. Θα μείνετε; Τη ρώτησε ο διαχειριστής.
-Ναι, θα μείνω λίγο.
-Ό,τι χρειαστείτε θα είμαι ακριβώς από κάτω. Μου χτυπάτε.
-Εντάξει.
Δεν ήξερε τι να υποθέσει... Όλα φαίνονταν σαν κάπου να πετάχτηκε ο Ορφέας και να ξαναγύριζε. Αλλά μετά; Τι να έγινε; Το σίγουρο ήταν ότι περίμενε παρέα. Το φαγητό στα πιάτα ήταν άθικτο άρα δεν προλάβαν να φάνε.
Και ο Σιδέρης; Ποιος είναι πάλι;
Αχ δεν καταλαβαίνω τίποτα. Σκέφτηκε.
Αποφάσισε να μείνει λίγο ακόμα και να τον πάρει τηλέφωνο αλλά από την δική του συσκευή. Δεν μπορεί, θα το σήκωνε αν έβλεπε το δικό του νούμερο...
Ωστόσο η ελπίδα της έμεινε μετέωρη και φοβήθηκε ακόμα περισσότερο. Αυτή την φορά της το κλείσανε κατά πρόσωπο.
Κάτι δεν πήγαινε καλά σίγουρα. Ποιος έχει το κινητό του; Που είναι ο ίδιος;
Προχώρησε μόνη πλέον στην κρεβατοκάμαρα. Στο κρεβάτι έτοιμο να φορεθεί ένα κουστούμι και μία κάρτα με την ίδια διεύθυνση. Ασκληπιού 89.
Ξαφνικά άρχισε να χτυπά το τηλέφωνο. Δεν ήξερε αν θα πρέπει να το σηκώσει.
Το άφησε να χτυπά ώσπου μπήκε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Δεν μίλησε κανείς όμως, μόνο βουή από αυτοκίνητα και φωνές, ακουγόντουσαν, του δρόμου.
Και αμέσως χτυπά και το κινητό της. Άγνωστο νούμερο. Δεν απάντησε πάλι.
Της άφησαν μήνυμα ωστόσο.
«Θα μείνεις πολύ;» έλεγε.
Τι στο καλό, την παρακολουθούσαν;
Δεν θα έμενε άλλο. Αρκετή τρομάρα είχε πάρει.
Σηκώθηκε να φύγει όταν ξαναχτυπά πάλι το σταθερό. Αποφασίζει να μην φοβηθεί και να το σηκώσει.
-Λέγετε;
-Ιόλη!
-Ορφέα; Είσαι καλά;
-Φύγε από το σπίτι γρήγορα! Έχει κάμερες! με παρακολουθούσαν γι’ αυτό έφυγα. Θα σου εξηγήσω. Χωρίς να φανείς αναστατωμένη φύγε και γύρνα πίσω στο νοσοκομείο. Μην κάνεις ποτέ μόνη κινήσεις αν δεν είμαι μαζί σου.
-Πότε θα σε δω;
-Θα σε βρω εγώ με άλλους αριθμούς τηλεφώνων. Αυτά ξέχασέ τα. Παρακολουθούνται. Να αλλάξεις και συ εντάξει;
-Εντάξει.
-Όταν φτάσεις στο νοσοκομείο θα σου δώσουν τους νέους αριθμούς. Να μου πεις όταν φτάσεις. Γειααααααα...
Η κοπέλα ξεκίνησε να φύγει. Αλλά μέσα της κάτι την έτρωγε. Να γυρίσει στο νοσοκομείο ή να πάει σε αυτή την περίεργη διεύθυνση και στον επονομαζόμενο Σιδέρη; Δεν μπορούσε να μείνει με την αμφιβολία. Αφού ήταν που ήταν έξω.
Αποφάσισε να κάνει το δεύτερο. Ασκληπιού! φωνάζει στο ταξί που πέρασε σφαίρα από μπροστά της.
Έφτασε στο σωστό νούμερο και κατέβηκε. Περίμενέ με στο διπλανό στενό, του είπε. Δεν θα αργήσω.
Μια υπέροχη μονοκατοικία ήταν μπροστά της.
Προσπάθησε να βρει μέρος να κρυφτεί όμως γιατί έξω γινόταν σούσουρο.
Γειτόνισσες στραυροκοπιόντουσαν και λέγανε...
-Κρίμα. Καλός άνθρωπος. Και ήσυχος... να έχει τέτοιο τέλος.
-Γιατί αυτοκτόνησε;
-Μα αυτοκτόνησε; ή...
-Καλέ λες; Να τον σκότωσαν;
-Ε, μα στα καλά καθούμενα να ακούμε κρεμάστηκε και κουραφέξαλα. Άσε δα, τα ξέρουμε.
-Ξέρεις που δούλευε; της ψιθύρισε. Για τον...
Η Ιόλη στο άκουσμα του ονόματος αναστατώθηκε. Έφυγε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε και πήγε στο ταξί. Από κει κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Αχ ας μην έχουν καταλάβει την απουσία μου... Ήταν νύχτα και σίγουρα θα αρχίζανε οι επισκέψεις των γιατρών σε λίγο. Από το προαύλιο με τον ίδιο τρόπο, από την πίσω μεριά κατάφερε να φτάσει στο δωμάτιο αλαφιασμένη.
-Που ήσουνα; Της μίλησε η κυρία που είχε άρρωστο τον παππού δίπλα της.
-Με ψάχνανε;
-Όχι ευτυχώς. Αλλά εμείς σε χάσαμε. Ανησυχήσαμε.
-Καλύψτε με κυρία Μαρία, υπήρχε λόγος που βγήκα.
-Καλά κοπέλα μην σκιάζεσαι. Δεν θα πούμε ότι έλειπες...
Μετά το πέρασμα των γιατρών απομονώθηκε να σκεφτεί. Αυτός που πέθανε, λεγόταν Σιδέρης, δούλευε για τον πατέρα της και ο πατέρας της δεν απαντά πουθενά.
Ο Ορφέας λέει ότι τον παρακολουθούνε. Έφυγε από το σπίτι αλλά δεν ήξερε τίποτα για τον Σιδέρη και τον πατέρα της. Τι γίνεται εδώ άραγε;
Ξαναπήρε στο τηλέφωνο τον πατέρα της.
Η γραμμή κατειλημμένη... Please leave your message after the tone.
Ναι εδώ Ιόλη. Που έχεις χαθεί; Πάρε με τηλέφωνο ό,τι ώρα...
Ένας περίεργος πυρετός την επισκέφτηκε τη νύχτα αυτή. Κρύωμα, εξάντληση, αγωνία ή όλα μαζί, μειώσαν τις αντοχές τού οργανισμού της.
Μέχρι το πρωί στριφογύρναγε χωρίς να κλείσει μάτι.
Και έπρεπε επιτέλους να μάθει...
Ένιωθε να πνίγεται.
-Όχου, σας βαρέθηκα! Μου ζητάτε κάτι τόσο σημαντικό, και κουβέντα για τα χθεσινά.
Δεν μου λέτε κύριοι, θα μιλήσετε επιτέλους; Γιατί κρύβεστε, γιατί αλλάζετε αριθμούς τηλεφώνων; Αντί να τους πιάσουμε εμείς μας κυνηγάνε αυτοί; Αντιστραφήκανε οι ρόλοι; Και εν τέλει, ποιος είναι αυτός ο Σιδέρης που μάλλον δολοφονήθηκε;
Ο πατέρας της πάγωσε. Φάνηκε σαν να μην περίμενε να ξέρει τόσα η Ιόλη.
-Εσύ που τα ξέρεις αυτά; Την ρώτησε.
-Νομίζω δεν ήταν δύσκολο αφού όλα τα στοιχεία τα είχε ο καλός σου φίλος σπίτι του... Λοιπόν πείτε μου ευθέως τι συμβαίνει.
-Δεν γίνεται να σου πούμε κάτι άλλο προς το παρόν. Κάποια στιγμή θα καταλάβεις. Και μην αδικείς τον Ορφέα. Κάνει ο,τι μπορεί για σένα.
Με μια κίνηση του χεριού η Ιόλη τους έδειξε την πόρτα. Ήθελε να μείνει μόνη και να σκεφτεί. Είχε αποφασίσει ήδη να ζήσει την ζωή της κανονικά. Χωρίς να τρέχει σε άλλη χώρα. Ας τα βρίσκανε μεταξύ τους οι συγγενείς. Δεν θα έμπλεκε άλλο εκείνη.
Η μέρα της είχε ξεκινήσει ανορθόδοξα ήδη, με έναν καυγά. Και αυτός ο φάκελος που της άφησε ο Ορφέας στο κομοδίνο πριν φύγει; Τι να είναι...
Δεν είχε διάθεση ούτε καν να τον ανοίξει και αυτό θα έκανε, αν τυχαία δεν πρόσεχε την ένδειξη επείγον.
Το άνοιξε και μέσα ήταν ένα γράμμα. Έλεγε τα εξής.
Επειδή περίμενα ότι ο πατέρας σου δεν θα μιλήσει αποφάσισα να το κάνω εγώ για να μην ανησυχείς και για να μην θυμώνεις άδικα.
Το μόνο που μπορώ να πω ωστόσο είναι να μου έχεις εμπιστοσύνη.. Ο Σιδέρης που αγχωνόσουνα δεν δολοφονήθηκε. Όντως αυτοκτόνησε γιατί έδωσε σε αυτούς πληροφορίες και μετά τον εκβίαζαν. Βρεθήκαμε μετέωροι επειδή ήξεραν πολλά ξαφνικά, γι’ αυτό αλλάξαμε κινητά, σταθερά και όλα. Είδες λοιπόν μας παρεξήγησες άδικα. Εγώ θα είμαι δίπλα σου. Έχω να σου πω και κάτι για μένα κάποια στιγμή. Για κάτι που μας ενώνει...
Τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε. Ήθελε να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά. Δεν την ενδιέφερε τίποτα.
Ετοίμασε το βαλιτσάκι και απαίτησε να πάρει εξιτήριο με το ζόρι. Έφτασε σπίτι της.
Σαν να έλειπε χρόνια αισθάνθηκε. Όλα μέσα ήταν όπως τα άφησε μια μέρα πριν το ατύχημα με το αυτοκίνητο.
Στο τραπέζι, δύο εισιτήρια που θα πήγαιναν θέατρο με την κολλητή της. Μια φυσιολογική ζωή που ανατρεπόταν και άλλαζε ριζικά.
Εκείνη κομμένη στα δυο. Γιατί καταλάβαινε ότι ο πόλεμος ήταν καθαρά οικογενειακός. Εκ των έσω.
Και δεν ήθελε να το ζήσει, δεν άντεχε να το ζήσει. Μάζεψε όλες τις οικονομίες της και τηλεφώνησε για εισιτήριο αεροπορικό για Αγγλία. Ξεκούραση και ησυχία επειγόντως. Αυτό και μόνο χρειαζόταν.
Θα έφευγε με το πρωινό αεροπλάνο.
Είχε λίγες ώρες να κοιμηθεί . Παρόν και παρελθόν την βασάνισαν για λίγο με τις αναμνήσεις που ξεπήδαγαν από την ζωή της, αλλά ήταν τόσο κουρασμένη που κοιμήθηκε σχετικά εύκολα...
Το όφειλε στον εαυτό της εξάλλου. Εκείνη ουδέποτε ασχολήθηκε με όσα ο πατέρας της. Χρήμα και καριέρα δεν την ενδιέφεραν ποτέ.
Ήθελε μια ζωή απλή με φίλους έναν δικό της άνθρωπο, μια δουλειά και όρεξη για περιπέτεια.
Δεν θα τους άφηνε να της το χαλάσουν..
Το πρωί μάζεψε τα τελευταία πράγματα και ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.
Ήδη ένιωθε καλύτερα με έναν εσωτερικό αέρα αλλαγής να την εμπνέει και μια διάθεση για νέο ξεκίνημα.
Όταν επιβιβάστηκε πλέον στο αεροπλάνο, ένιωσε να αποφορτίζεται και το βάρος του παρελθόντος να την εγκαταλείπει.
Καιρός να κοιτάξει λίγο τον εαυτό της.
Το ταξίδι της φάνηκε πολύ σύντομο μιας και η λαχτάρα της για ανανέωση εικόνων την έκανε να προσδοκά ξεκούραση και ηρεμία.
Έφτασε σύντομα με ένα ταξί σε ένα ήσυχο και καλό ξενοδοχείο του κεντρικού Λονδίνου.
Δεν ήθελε να μείνει ούτε λεπτό μέσα, οπότε φρεσκαρίστηκε, άφησε όπως όπως τις βαλίτσες της και ξεκίνησε... Ήθελε τόσα να δει! Το Λονδίνο φάνταζε καταπληκτικό.
Ο εντυπωσιακός Καθεδρικός του Αγίου Παύλου που συνδυάζει αρχαία ελληνική μυθολογία και χριστιανική παράδοση, ο Ναός των Ναϊτών Ιπποτών με τους 10 “τάφους”-ομοιώματα Ιπποτών το τάγματος, το τεράστιο παζάρι της Κάμντεν Τάουν στο οποίο μπορείς να εντοπίσεις σπάνια αντικείμενα-αντίκες, η έκθεση στο Μουσείο Επιστημών του Λονδίνου, το Βρετανικό Μουσείο, ο στοιχειωμένος Πύργος του Λονδίνου, το Big Ben, ο Γρύπας στο City και άλλα πολλά την περίμεναν...
Πόσο μαγεμένη αισθανόταν! Κάθε μέρα θα ανακάλυπτε και κάτι άλλο μέχρι που θα το γύριζε όλο. Και μέσα της, όσο έβλεπε και θαύμαζε γεννιότανε μια καταπληκτική ιδέα... Μήπως να τους παράταγε όλους και να ζούσε μόνιμα εκεί;
Την γλώσσα την ήξερε. Αν έβρισκε και κάποιον να της προσφέρει εργασία, θα ήτανε θαύμα...
Όπως προχωρούσε βρήκε μια όμορφη καφετέρια. Το εσωτερικό της υπέροχο, με βελούδινους καναπέδες , μεγάλους καθρέπτες και μία διακόσμηση που θύμιζε έντονα εποχή μπαρόκ. Το αγάπησε αμέσως αυτό το μέρος. Θα γινόταν το στέκι της.
Παρήγγειλε ένα ζεστό τσάι με λεμόνι, και άνοιξε τον ταξιδιωτικό οδηγό της.
Έδινε περισσότερες πληροφορίες για όσα είδε σήμερα και όσα θα έβλεπε από αύριο... Εξάλλου, το να εξερευνήσεις όλο τον ναό που πήγε, θέλει το λιγότερο 3 ώρες. Πρώτα πρώτα λοιπόν διάβασε για τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου.
Ο τωρινός ναός δημιουργήθηκε μετά το 1666, από τον αρχιτέκτονα Κρίστοφερ Ρεν. Ο τελευταίος παρέδωσε το 1672 το “Μεγάλο Σχέδιο” για το νέο ναό, όμως αναγκάστηκαν να γίνουν αρκετές αλλαγές λόγω του συντηρητισμού των υπευθύνων του ναού. Ο μεσαιωνικός ναός του Αγίου Παύλου καταστράφηκε ολοσχερώς το 1666, μετά από μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε τεράστιο μέρος του Λονδίνου. Στο εσωτερικό του τώρα, συναντάμε μια ανεπανάληπτη ένωση, συνδυασμού αρχαιοελληνικής μυθολογίας και χριστιανικής παράδοσης. Έτσι, σε αρκετά μνημεία στρατηγών, ποιητών και αριστοκρατόρων βρίσκουμε αγάλματα αρχαίων ελληνικών μικρών θεοτήτων, καθώς και αγγέλους. Ο ναός εντυπωσιάζει τον επισκέπτη εξαιτίας του συνδυασμού χρυσού και πολύτιμων λίθων στην κατασκευή του. Επίσης, στον πρώτο όροφο υπάρχει η Στοά των Ψιθύρων, στην οποία επικρατεί μία παράδοξη ακουστική που επιτρέπει να ακούς κάθε παραμικρό ψίθυρο σε αυτήν. Η ανάβαση επιτρέπεται έως το ανώτερο τμήμα του ναού, από όπου μπορείς να απολαύσεις μία πανοραμική θέα του Λονδίνου. Πρέπει όμως να ανέβεις 530 σκαλιά, τα οποία διέρχονται μέσα από πέτρινες και ιδιαίτερα στενές στοές, που κουράζει μεν τον αναβάτη αλλά χαρίζει όμορφες εικόνες που καθηλώνουν.
Την ανάγνωσή της διέκοψε ο ερχομός του ευγενικού γκαρσονιού με το ζεστό της τσάι. Όμως της παρέδωσε και ένα φάκελο.
Πολύ περίεργο σκέφτηκε. Τι να ήταν πάλι αυτό; Άνοιξε βιαστικά το φάκελο.
Θα χαρώ να σε δω κοριτσάκι μου στο δωμάτιο 28. Είναι δίπλα σε σένα. Επιτέλους σε βρήκα!
Η Ιόλη δεν καταλάβαινε τίποτα. Ποιος της έκλεινε ραντεβού; Και πάνω που νόμιζε ότι ησύχασε... Να πάει ή όχι; Σκεφτόταν. Αλλά γιατί όχι; Για να την ονοματίζει κοριτσάκι μου ίσως ήταν κάποιος πολύ γνωστός.
Αποφάσισε ότι θα πήγαινε στο δωμάτιο το βραδάκι. Προς το παρόν δεν θα χάλαγε το όμορφό της απόγευμα. Έκλεισε τα μάτια και απολάμβανε την υπέροχη μουσική που έπαιζε στο καφέ. Ακουγόταν ένα υπέροχο τραγούδι του John Tesh “The Avalon street”. Κάποτε το είχε αυτό το cd, έπρεπε να το ξαναγοράσει με την πρώτη ευκαιρία...
Τελείωσε το τσάι της μάζεψε τα πράγματά της και ξεκίνησε για το ξενοδοχείο.
Ο αέρας γλυκός, δροσερός την έκανε να ονειροπολεί. Πέρασε μπροστά από το Big Ben.
Ήταν φωτισμένο και μόλις έδειξε εφτά απογευματινή. Έπρεπε να γυρίσει σύντομα γιατί δεν θα προλάβαινε το βραδινό τού ξενοδοχείου. Και έπρεπε να δει και αυτόν τον μυστηριώδη άνθρωπο που την προσκάλεσε.
Τάχυνε το βήμα της και σε ένα μισαωράκι έφτασε. Της έκανε πολύ καλό το περπάτημα. Πριν πάει στο δωμάτιό της ρώτησε στην υποδοχή για το ποιος μένει στο δωμάτιο 28. Έδειξε και την πρόσκληση που έλαβε γιατί δεν δίνανε εύκολα πληροφορίες. Αφού πείστηκαν, της είπαν το όνομα. Η κυρία Αναγνωστοπούλου μένει.
Η Ιόλη δεν πίστευε στα αφτιά της. Της ήρθε μια ζάλη και σωριάστηκε στο πάτωμα...
Όταν πια συνήλθε βρισκόταν ήδη στο δωμάτιο 28 και δεχόταν τις πρώτες βοήθειες.
Μια γυναίκα κάπου στα εξήντα φανερά ανήσυχη, μα χαμογελαστή, της κράταγε το χέρι.
-Καλώς ήλθες, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω μετά από τόσα χρόνια...
Η κοπέλα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Μόνο έσφιγγε με το χέρι της τον σταυρό της και δάκρυζε από συγκίνηση.
Ήταν λοιπόν η αγαπημένη της μητέρα που είχε να την δει από μικρό κοριτσάκι.
Ένιωθε όμως πολύ αδύναμη και το υπνωτικό χάπι που της έδωσε ο γιατρός του ξενοδοχείου. Άρχισε να την πιάνει.
Αύριο θα τα λέγαν με περισσότερες λεπτομέρειες...
Η Ιόλη το πρωί ξύπνησε στο δωμάτιο της μητέρας της. Την είδε να κάθεται στην πολυθρόνα και να παίρνει το τσάι της.
-Ώστε είναι αλήθεια, μονολόγησε.
-Ποιο κοριτσάκι μου;
-Ότι σε είδα χθες, νόμιζα ότι τα είδα σε όνειρο...
-Όχι αλήθεια είναι. Μεγάλωσες...
-Καλά τι κάνεις εδώ; Πώς με βρήκες;
-Ήξερα ότι θα έρθεις, ταξιδεύαμε και μαζί στο αεροπλάνο από Αθήνα.
-Εσύ δεν ήσουν στο εξωτερικό;
-Ήμουν όπου και συ.
-Και ο μπαμπάς που έλεγε μια ζωή ότι έφυγες ; Ότι παντρεύτηκες κάποιον άλλο;
-Πσσς. Βλακείες. Έτσι σε άφησε να πιστεύεις για να μην βλεπόμαστε. Χωρίσαμε άσχημα με τον πατέρα σου. Α! Παντρεύτηκα κάποιον άλλο, αυτό δεν μου το συγχώρεσε ποτέ. Το έχω μετανιώσει τώρα. Θα καταλάβεις γιατί. Και γω σαν και σένα, σκαστή είμαι εδώ.
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα μαμά. Εξήγησε μου... τα κατάφερες να με πιάσει πονοκέφαλος. Αυτό ξέρω. Φέρε μου ένα παυσίπονο.
-Ετοιμάσου. Ντύσου, να φύγουμε να σε ξεναγήσω και αλλού μιας και εγώ έχω ξανάρθει εδώ, και στο δρόμο θα σου πω τα πάντα για τον Ορφέα...
-Ξέρεις τον Ορφέα; Από που;
-Βέβαια τον ξέρω. Είναι γιος μου και αδελφός σου.
-Τίιιιιιιιιι; Ε, δεν είμαστε καλά!
-Έλα θα στα εξηγήσω στο δρόμο.
Ξεκίνησαν για τον ναό των Ναϊτών ιπποτών. Στο δρόμο άρχισε να της εξιστορεί όλη την αλήθεια.
-Ξέρεις ότι έφυγα όταν ήσουν μικρούλα έτσι;
-Έτσι.
-Ναι αλλά δεν ξέρεις γιατί. Και θα σου πω. Πνιγόμουν. Ο πατέρας σου κοίταζε μόνο την δουλειά και την θέση του. Μας είχε παραμελήσει τελείως. Κάτι έπρεπε να γίνει να ξυπνήσει. Προσπάθησα πολλές φορές να του μιλήσω αλλά δεν με καταλάβαινε. Επειδή ήμουν στα νιάτα μου καλλιτέχνης δεν με υπολόγιζε... Ήθελε με το ζόρι να με βάλει στην δουλειά του. Εγώ την μισούσα αυτή την δουλειά. Όχι μόνο γιατί μου τον στερούσε, αλλά και γιατί την θεωρούσα επικίνδυνη.
-Μα και γω την θεωρώ επικίνδυνη.
-Τα βλέπεις; Έτσι μια μέρα μετά από καυγά, πήρα τα πράγματα μου κι εσένα και ξεκίνησα να φύγω. Εκείνος όμως με πρόλαβε, και δεν με άφησε φυσικά να σε πάρω. Και ούτε επέτρεπε να σε δω... Έτσι χαθήκαμε. Εγώ κρυφά κάπου κάπου σε έβλεπα από μακριά, να παίζεις, να μεγαλώνεις, αλλά δεν μίλαγα...
-Απίστευτο, είπε η Ιόλη. Και Ο Ορφέας;
-Ο Ορφέας είναι παιδί μου από το δεύτερο γάμο. Ξαναπαντρεύτηκα. Και δω θέλω να φανείς ψύχραιμη. Παντρεύτηκα έναν άνθρωπο που πλέον θέλει να του κάνει κακό. Τον αδελφό του και θείο σου. Και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω να τα ξεμπερδέψω τα πράγματα.
Η Ιόλη ένιωσε άσχημα στο άκουσμα αυτής της εξομολόγησης. Έκανε μερικά βήματα πίσω. Η μητέρα της προσπάθησε να τη συνεφέρει.
-Άκουσέ με, θέλω να το διορθώσω, γι’ αυτό είμαι εδώ. Για να σκεφτώ και για να δω εσένα. Άφησέ με να μπω στη ζωή σου. Ο Ορφέας επίσης είναι με το μέρος μας όταν κατάλαβε την ματαιοδοξία και την ζήλια του πατέρα του. Πήγε να βρει δουλειά στον δικό σου πατέρα με αλλαγμένο όνομα... δεν σου λέει κάτι αυτό;
-Ναι, αμέ! Μήπως είστε όλοι στο κόλπο;
-Μην μπερδεύεις τα πράγματα Ιόλη μου. Η αλήθεια είναι μπροστά σου.
Είχαν φτάσει πια κοντά στο ναό των Ναιτών Ιπποτών. Εκεί τους περίμενε με ένα χαμόγελο ο Ορφέας.
-Τι κάνεις εσύ εδώ; Είπε η Ιόλη.
-Έκπληξηηη! ήρθα να σε δω και γω. Στα είπε η μαμά;
-Όλα προσχεδιασμένα, ε; Πουλάκια μου, είπε η Ιόλη γελώντας. Ναι, μου τα είπε. Και τον αγκάλιασε. Καλά, γιατί δεν μου τα είπες απ’ την αρχή όλα αυτά;
-Ε, δεν ήταν εύκολο... να σε φορτώσω με τόσα μαζεμένα. Μας πιστεύεις έτσι;
-Τι να σας κάνω, που με βρήκατε χωρίς αποδείξεις και έτσι δεν μπορώ να αντικρούσω τίποτα. Το δέχομαι προς το παρόν, αλλά να ξέρετε είστε υπό επιτήρηση. Δεν θα μου τη σκάσετε!
Μπήκαν στο ναό. Ο ναός αποτελούσε την έδρα του τάγματος των Ναϊτών Ιπποτών από το 1185 έως το 1312, οπότε και μεταφέρθηκε μιας και η ύπαρξη του τάγματος απαγορεύθηκε εξαιτίας της αυξανόμενης δύναμής του. Οι τελετές μύησης στο τάγμα γινόντουσαν στην κρύπτη του ναού, ενώ το 1601 ανέβηκε στο ναό το έργο Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ. Στο κυκλικό κομμάτι του ναού υπάρχουν τα ομοιώματα από 10 ιππότες του τάγματος, τα οποία χρονολογούνται από το 13ο αιώνα.
Ήταν Κυριακή, οπότε συνεννοήθηκαν με τον υπεύθυνο και τους επέτρεψε να παρακολουθήσουν την λειτουργία. Οι ψαλμωδίες, οι ήχοι από την χορωδία, ο φωτισμός και η ιστορία του ναού τούς έκαναν να αισθανθούν πως ο χώρος εξέπεμπε ένα μυστήριο. Ακόμα περισσότερο όταν είδαν τα ομοιώματα να στέκουν επιβλητικά. Ένας άλλος πολιτισμός, μια άλλη κουλτούρα, που τους χάρισε ένα όμορφο πρωινό. Μετά από κει θα πήγαιναν όλοι μαζί για ένα καφεδάκι. Η ώρα ήταν ό,τι έπρεπε, και αργότερα θα πήγαιναν και για φαγητό.
Η Ιόλη είχε περίεργα συναισθήματα ήταν η αλήθεια. Αλλά έκανε υπομονή για μη δείξει ότι δεν τους εμπιστευόταν. Εξάλλου, όντως μπορεί να λέγανε και την αλήθεια.
Θα προσπαθούσε να πιέσει τον πατέρα της να της τα πει όλα. Να μην της κρύψει τίποτα. Δεν μπορούσε πια να έχει αμφιβολίες για την οικογένειά της. Η δύναμη εν τη ενώσει λέει το γνωμικό. Και έτσι έπρεπε να κάνουν. Έπιασε από το χέρι τον αδελφό της και τους οδήγησε στην όμορφη καφετέρια που είχε ανακαλύψει. Ό,τι και αν συνέβαινε, δεν θα χάλαγε την σημερινή μέρα. Όσο κοίταζε τον Ορφέα, τόσο έβλεπε κοινά στην εμφάνισή τους.
Μακάρι να ήταν η σημερινή μέρα η αρχή για ένα νέο ξεκίνημα.
-Καλά. Και δεν μου λέτε, είπε ξαφνικά ενώ έπιναν τον καφέ τους.
-Τι;
-Τον πατέρα σου και σένα τον άντρα σου, πώς θα τον αποδυναμώσουμε;
-Α, αυτό άστο σε μένα, σου είπα εκατό φορές να με εμπιστεύεσαι, δεν είναι έτσι; Της είπε ο αδελφός της.
-Ναι...
-Κάτι έχω σκεφτεί.
-Θα πας ενάντια στον πατέρα σου; Πώς μπορείς;
-Δεν ξέρεις και κάτι άλλο για μένα. Είμαι και δικηγόρος. Θέλω να κάνω την δουλειά μου σωστά. Και αν δεν αλλάξει μυαλά, θα τον τυλίξω σε μια κόλα χαρτί.
-Είσαι απίστευτος...
-Είμαι δίκαιος. Απλά πράγματα.
Ξεκίνησαν βραδάκι για το ξενοδοχείο αφού πρώτα σήκωσαν όλα τα μαγαζιά και γέλασαν με την ψυχή τους όταν διαπίστωσαν ότι είχε έρθει τσίρκο κοντά στην περιοχή όπου έμεναν.
Πέρασαν υπέροχα και όλο το βράδυ μίλαγαν για όσα πέρασαν και όσα τους έμαθε, πολύ νωρίς για την ηλικία τους, η ζωή.
Τα κινητά όλων εδώ και δύο μέρες χτυπούσαν συνεχώς. Της Ιόλης και του Ορφέα από τον πατέρα της, ο οποίος τους έψαχνε, και της μητέρας τους από τον άντρα της. Γελώντας και οι τρεις σαν συνεννοημένοι τα άφησαν να πέσουν στην όμορφη πισίνα του ξενοδοχείου.
Όλα θα έπαιρναν το δρόμο τους από δω και πέρα. Και ήταν χαρούμενοι γι’ αυτό.
-Μην ακούω χαζά. Στο χέρι τον έχω. Θα δεις αύριο. Μόνο που πρέπει να έρθεις μαζί μου Αθήνα.
-Τι θα κάνεις;
-Θα δεις. Πάμε τώρα μια βόλτα. Αυτός έφυγε. Δεν ήταν για να μείνει. Να φοβερίσει ήθελε...
Τα σχέδιά τους ωστόσο έμελλε να καταρρεύσουν σαν πύργοι στην άμμο. Η επόμενη μέρα θα έφερνε μια άσχημη είδηση... Χωρίς να υποπτεύονται τίποτα από τα παρασκήνια τα παιδιά, αποφάσισαν να πάνε τις βόλτες τους και να ειδοποιήσουν για καλό και για κακό την μητέρα τους να φύγει πρώτη από αυτούς για την Αθήνα. Να έχουν κάποιο δικό τους εκεί όταν φτάσουν.
Θα πηγαίνανε στο παζάρι της Κάμντεν Τάουν το οποίο είναι φημισμένο.
Εκεί βρίσκεις τα πάντα. Πουλάνε παλιά βιβλία, ρολόγια, ρούχα... και γενικά αξίζει γιατί ξεφεύγει λίγο το μάτι από το καθώς πρέπει Λονδίνο και βλέπει κάτι πιο λαϊκό, όπως θα λέγαμε. Επίσης, βρίσκεις πάγκους με φαγητό από διάφορες χώρες.
Πήγανε λοιπόν και κάτσανε αρκετή ώρα. Κάνανε το γύρω, αγοράσανε και μερικά βιβλία μιας και η Ιόλη αγαπούσε το διάβασμα. Φάγανε κάτι ανατολικής προέλευσης από ένα πάγκο και γρήγορα ξεκίνησαν για αλλού.
Αφού αύριο θα έφευγαν, ο Ορφέας ήθελε να δείξει τα πάντα στην αδελφή του. Θα πηγαίναν στο μουσείο Επιστημών αλλά και το βρετανικό μουσείο.
Ωστόσο την τράβηξε απότομα από το χέρι για να στρίψουν σε ένα μικρό απόμερο δρομάκι.
-Τι έγινε; Ρώτησε η Ιόλη.
-Έχω την εντύπωση ότι μας ακολουθεί κάποιος. Αν έρθει και κείνος από δω, την κάτσαμε. Πρέπει να τρέξεις μαζί μου αν χρειαστεί.
-Τι; Μην με αγχώνεις...
-Δεν προλαβαίνουμε να αγχωθείς τώρα!, της φώναξε. Τρέχα! Έρχεται πίσω μας.
Ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μια σφαίρα πέρασε ξυστά από τον Ορφέα κάνοντας ευτυχώς μόνο μια τρύπα στο φαρδύ του παντελόνι.
Η Ιόλη έβγαλε μια κραυγή και σωριάστηκε στο δρόμο.
Ο ξένος άρχισε να τρέχει να ξεφύγει, μιας και άρχισε να μαζεύεται κόσμος.
Ο Ορφέας πήρε αγκαλιά την λιπόθυμη αδελφή του, μπήκαν σε ένα ταξί και γύρισαν στο ξενοδοχείο. Δεν μπόρεσαν να κάνουν μια ήρεμη βόλτα εκείνη την νύχτα.
Όταν συνήλθε η κοπέλα, άρχισαν να κουβεντιάζουν.
-Τι ήταν αυτό τώρα;
-Ξέρω γω; Είπε ο Ορφέας. Πάντως δεν ήταν από τον πατέρα μου μιας και μένα στοχεύσανε.
-Λες από τον δικό μου;
-Μπα δεν πιστεύω αφού εμείς είμαστε συνεργάτες. Εκτός...
-Εκτός τι; Λέγεεεεεε.
-Εκτός αν έμαθε την αλήθεια...
-Δηλαδή;
-Ότι είμαστε αδέλφια Ιόλη! Αν το έμαθε θα με πήρε για εχθρό.π Πού να ξέρει ότι είμαι με το μέρος σας;
-Σωστά. Τι κάνουμε τώρα;
-Πρέπει να τους αποπροσανατολίσουμε. Αυτοί ξέρουν ότι φεύγουμε αύριο, έτσι;
-Έτσι.
-Ωραία. Δεν θα φύγουμε.
Ο Ορφέας σήκωσε το ακουστικό, το έλεγξε και αφού σιγουρεύτηκε άτι δεν έχει κοριό, άρχισε να σχηματίζει έναν αριθμό.
-Έλα. Άκου προσεχτικά. Μας παρακολουθούν, κάποιος με πυροβόλησε...
-Τι;;;;; Ακούστηκε έντρομη η φωνή της μητέρας τους από το ακουστικό.
-Άκουσέ με. Εσύ θα έρθεις κανονικά να μας πάρεις από το αεροδρόμιο σαν να μην τρέχει τίποτα. Μην κινήσουμε υποψίες.
-Και σεις; Τι θα κάνετε;
-Δεν έχω σκεφτεί. Κάπου θα πάμε. Εσύ ακολούθα πιστά τις οδηγίες εντάξει;
-Εντάξει. Να προσέχετε ακούς;
-Θα προσέχουμε. Κλείνω τώρα.
Συνέχισε να τηλεφωνά. Σε έναν γνωστό. Τον κάλεσε στο δωμάτιο.
-Φίλε πάρε τα εισιτήριά μας και άλλαξέ τα. Θα μας τα δώσεις αύριο στο αεροδρόμιο. Βγάλε για Γαλλία. Πρέπει να τους μπερδέψουμε.
-ΟΚ, Ορφέα. Ραντεβού αύριο.
-Μη σε δει κανείς.
-Παιδιά είμαστε; Μην ανησυχείς.
Όταν έφυγε ο φίλος του εξήγησε στην Ιόλη το σχέδιο.
-Άκουσέ με, είναι επικίνδυνο αλλά η μόνη λύση. Θα πάμε κανονικά σαν να φεύγουμε για Ελλάδα και εκεί μέσα θα τους μπερδέψουμε και θα τρυπώσουμε στην ουρά για Γαλλία. Δεν γίνεται αλλιώς. Από σένα θέλω να κρατήσεις την ψυχραιμία σου και να μην αγχωθείς. Καθαρό μυαλό, ΟΚ;
-ΟΚ.
-Άντε τώρα να ξεκουραστούμε λίγο. Συγνώμη που δεν σε πήγα σε όλα όσα λέγαμε.
-Ναι μωρέ, πολύ με νοιάζει μετά από όσα γίνανε.
-Θα ξανάρθουμε.
-Θα δούμε.
-Σίγουρα!
-Καληνύχτα.
-Και σε σένα.
Η Ιόλη στο άκουσμα του ονόματος αναστατώθηκε. Έφυγε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε και πήγε στο ταξί. Από κει κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Αχ ας μην έχουν καταλάβει την απουσία μου... Ήταν νύχτα και σίγουρα θα αρχίζανε οι επισκέψεις των γιατρών σε λίγο. Από το προαύλιο με τον ίδιο τρόπο, από την πίσω μεριά κατάφερε να φτάσει στο δωμάτιο αλαφιασμένη.
-Που ήσουνα; Της μίλησε η κυρία που είχε άρρωστο τον παππού δίπλα της.
-Με ψάχνανε;
-Όχι ευτυχώς. Αλλά εμείς σε χάσαμε. Ανησυχήσαμε.
-Καλύψτε με κυρία Μαρία, υπήρχε λόγος που βγήκα.
-Καλά κοπέλα μην σκιάζεσαι. Δεν θα πούμε ότι έλειπες...
Μετά το πέρασμα των γιατρών απομονώθηκε να σκεφτεί. Αυτός που πέθανε, λεγόταν Σιδέρης, δούλευε για τον πατέρα της και ο πατέρας της δεν απαντά πουθενά.
Ο Ορφέας λέει ότι τον παρακολουθούνε. Έφυγε από το σπίτι αλλά δεν ήξερε τίποτα για τον Σιδέρη και τον πατέρα της. Τι γίνεται εδώ άραγε;
Ξαναπήρε στο τηλέφωνο τον πατέρα της.
Η γραμμή κατειλημμένη... Please leave your message after the tone.
Ναι εδώ Ιόλη. Που έχεις χαθεί; Πάρε με τηλέφωνο ό,τι ώρα...
Ένας περίεργος πυρετός την επισκέφτηκε τη νύχτα αυτή. Κρύωμα, εξάντληση, αγωνία ή όλα μαζί, μειώσαν τις αντοχές τού οργανισμού της.
Μέχρι το πρωί στριφογύρναγε χωρίς να κλείσει μάτι.
Και έπρεπε επιτέλους να μάθει...
"The breathing happily angry flower" by Janna Watson |
Το πρωί όταν η Ιόλη ξύπνησε είχε μια έκπληξη. Ο πατέρας της ήταν μπροστά της.
Μαζί με τον Ορφέα.
Επιτέλους... δεν το πίστευε. Είχε ανησυχήσει πολύ.
-Ετοιμάσου της είπε ο πατέρας της. Βγαίνεις νωρίτερα και φεύγουμε όλοι μαζί για Βρυξέλλες.
-Έτσι ξαφνικά; Ρώτησε εκείνη. Μα δεν...
-Τι δεν θέλεις να έρθεις; Θα ζήσουμε όλοι μαζί πια.
Δεν ήταν ακριβώς ότι δεν ήθελε. Απλά ένιωθε να της στερούν την ευκαιρία της επιλογής. Ήθελε να διαλέγει μόνη τον δρόμο της. Ποτέ δεν της άρεσαν οι βιαστικές κινήσεις και να αποφασίζουν άλλοι για κείνη.
Είχε τον κύκλο της, τις παρέες της, την δουλειά της, δεν μπορούσε να φύγει έτσι εύκολα.. Και ένιωθε κάπως αδικημένη μιας και πλήρωνε με άγχος και θυσίες την θέση και την ματαιοδοξία του πατέρα της. Γιατί όσο και να τον αγαπούσε, την δουλειά του την είχε πάνω από όλα. Ακόμα και από την οικογένειά του. Έτσι στιγμές στιγμές ένιωθε και την απελπισία της μητέρας της και την κατανοούσε που τα βρόντηξε κυριολεκτικά και έφυγε...
Η σκεπτική ματιά της έπεσε στον Ορφέα. Την κοιτούσε με αγωνία. Η Ιόλη προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς άνθρωπος ήταν. Ένιωθε πράγματα γι’ αυτόν αλλά εκείνος ήταν απόμακρος... Την αγαπούσε λες με ένα τρόπο παράξενο...
Δεν τον καταλάβαινε τελευταία. Τα μάτια τους ανταμώθηκαν και κείνος κατέβασε το κεφάλι λες και ήταν ένοχος για κάτι.
-Δεν θα έρθεις ε; Το βλέπω. Ξεστόμισε μόνο.
Μαζί με τον Ορφέα.
Επιτέλους... δεν το πίστευε. Είχε ανησυχήσει πολύ.
-Ετοιμάσου της είπε ο πατέρας της. Βγαίνεις νωρίτερα και φεύγουμε όλοι μαζί για Βρυξέλλες.
-Έτσι ξαφνικά; Ρώτησε εκείνη. Μα δεν...
-Τι δεν θέλεις να έρθεις; Θα ζήσουμε όλοι μαζί πια.
Δεν ήταν ακριβώς ότι δεν ήθελε. Απλά ένιωθε να της στερούν την ευκαιρία της επιλογής. Ήθελε να διαλέγει μόνη τον δρόμο της. Ποτέ δεν της άρεσαν οι βιαστικές κινήσεις και να αποφασίζουν άλλοι για κείνη.
Είχε τον κύκλο της, τις παρέες της, την δουλειά της, δεν μπορούσε να φύγει έτσι εύκολα.. Και ένιωθε κάπως αδικημένη μιας και πλήρωνε με άγχος και θυσίες την θέση και την ματαιοδοξία του πατέρα της. Γιατί όσο και να τον αγαπούσε, την δουλειά του την είχε πάνω από όλα. Ακόμα και από την οικογένειά του. Έτσι στιγμές στιγμές ένιωθε και την απελπισία της μητέρας της και την κατανοούσε που τα βρόντηξε κυριολεκτικά και έφυγε...
Η σκεπτική ματιά της έπεσε στον Ορφέα. Την κοιτούσε με αγωνία. Η Ιόλη προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς άνθρωπος ήταν. Ένιωθε πράγματα γι’ αυτόν αλλά εκείνος ήταν απόμακρος... Την αγαπούσε λες με ένα τρόπο παράξενο...
Δεν τον καταλάβαινε τελευταία. Τα μάτια τους ανταμώθηκαν και κείνος κατέβασε το κεφάλι λες και ήταν ένοχος για κάτι.
-Δεν θα έρθεις ε; Το βλέπω. Ξεστόμισε μόνο.
Ένιωθε να πνίγεται.
-Όχου, σας βαρέθηκα! Μου ζητάτε κάτι τόσο σημαντικό, και κουβέντα για τα χθεσινά.
Δεν μου λέτε κύριοι, θα μιλήσετε επιτέλους; Γιατί κρύβεστε, γιατί αλλάζετε αριθμούς τηλεφώνων; Αντί να τους πιάσουμε εμείς μας κυνηγάνε αυτοί; Αντιστραφήκανε οι ρόλοι; Και εν τέλει, ποιος είναι αυτός ο Σιδέρης που μάλλον δολοφονήθηκε;
Ο πατέρας της πάγωσε. Φάνηκε σαν να μην περίμενε να ξέρει τόσα η Ιόλη.
-Εσύ που τα ξέρεις αυτά; Την ρώτησε.
-Νομίζω δεν ήταν δύσκολο αφού όλα τα στοιχεία τα είχε ο καλός σου φίλος σπίτι του... Λοιπόν πείτε μου ευθέως τι συμβαίνει.
-Δεν γίνεται να σου πούμε κάτι άλλο προς το παρόν. Κάποια στιγμή θα καταλάβεις. Και μην αδικείς τον Ορφέα. Κάνει ο,τι μπορεί για σένα.
Με μια κίνηση του χεριού η Ιόλη τους έδειξε την πόρτα. Ήθελε να μείνει μόνη και να σκεφτεί. Είχε αποφασίσει ήδη να ζήσει την ζωή της κανονικά. Χωρίς να τρέχει σε άλλη χώρα. Ας τα βρίσκανε μεταξύ τους οι συγγενείς. Δεν θα έμπλεκε άλλο εκείνη.
Η μέρα της είχε ξεκινήσει ανορθόδοξα ήδη, με έναν καυγά. Και αυτός ο φάκελος που της άφησε ο Ορφέας στο κομοδίνο πριν φύγει; Τι να είναι...
Δεν είχε διάθεση ούτε καν να τον ανοίξει και αυτό θα έκανε, αν τυχαία δεν πρόσεχε την ένδειξη επείγον.
Το άνοιξε και μέσα ήταν ένα γράμμα. Έλεγε τα εξής.
Επειδή περίμενα ότι ο πατέρας σου δεν θα μιλήσει αποφάσισα να το κάνω εγώ για να μην ανησυχείς και για να μην θυμώνεις άδικα.
Το μόνο που μπορώ να πω ωστόσο είναι να μου έχεις εμπιστοσύνη.. Ο Σιδέρης που αγχωνόσουνα δεν δολοφονήθηκε. Όντως αυτοκτόνησε γιατί έδωσε σε αυτούς πληροφορίες και μετά τον εκβίαζαν. Βρεθήκαμε μετέωροι επειδή ήξεραν πολλά ξαφνικά, γι’ αυτό αλλάξαμε κινητά, σταθερά και όλα. Είδες λοιπόν μας παρεξήγησες άδικα. Εγώ θα είμαι δίπλα σου. Έχω να σου πω και κάτι για μένα κάποια στιγμή. Για κάτι που μας ενώνει...
Τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε. Ήθελε να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά. Δεν την ενδιέφερε τίποτα.
Ετοίμασε το βαλιτσάκι και απαίτησε να πάρει εξιτήριο με το ζόρι. Έφτασε σπίτι της.
Σαν να έλειπε χρόνια αισθάνθηκε. Όλα μέσα ήταν όπως τα άφησε μια μέρα πριν το ατύχημα με το αυτοκίνητο.
Στο τραπέζι, δύο εισιτήρια που θα πήγαιναν θέατρο με την κολλητή της. Μια φυσιολογική ζωή που ανατρεπόταν και άλλαζε ριζικά.
Εκείνη κομμένη στα δυο. Γιατί καταλάβαινε ότι ο πόλεμος ήταν καθαρά οικογενειακός. Εκ των έσω.
Και δεν ήθελε να το ζήσει, δεν άντεχε να το ζήσει. Μάζεψε όλες τις οικονομίες της και τηλεφώνησε για εισιτήριο αεροπορικό για Αγγλία. Ξεκούραση και ησυχία επειγόντως. Αυτό και μόνο χρειαζόταν.
Θα έφευγε με το πρωινό αεροπλάνο.
Είχε λίγες ώρες να κοιμηθεί . Παρόν και παρελθόν την βασάνισαν για λίγο με τις αναμνήσεις που ξεπήδαγαν από την ζωή της, αλλά ήταν τόσο κουρασμένη που κοιμήθηκε σχετικά εύκολα...
Το όφειλε στον εαυτό της εξάλλου. Εκείνη ουδέποτε ασχολήθηκε με όσα ο πατέρας της. Χρήμα και καριέρα δεν την ενδιέφεραν ποτέ.
Ήθελε μια ζωή απλή με φίλους έναν δικό της άνθρωπο, μια δουλειά και όρεξη για περιπέτεια.
Δεν θα τους άφηνε να της το χαλάσουν..
Το πρωί μάζεψε τα τελευταία πράγματα και ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.
Ήδη ένιωθε καλύτερα με έναν εσωτερικό αέρα αλλαγής να την εμπνέει και μια διάθεση για νέο ξεκίνημα.
Όταν επιβιβάστηκε πλέον στο αεροπλάνο, ένιωσε να αποφορτίζεται και το βάρος του παρελθόντος να την εγκαταλείπει.
Καιρός να κοιτάξει λίγο τον εαυτό της.
St Pauls & Taxis by Colin Ruffell |
Έφτασε σύντομα με ένα ταξί σε ένα ήσυχο και καλό ξενοδοχείο του κεντρικού Λονδίνου.
Δεν ήθελε να μείνει ούτε λεπτό μέσα, οπότε φρεσκαρίστηκε, άφησε όπως όπως τις βαλίτσες της και ξεκίνησε... Ήθελε τόσα να δει! Το Λονδίνο φάνταζε καταπληκτικό.
Ο εντυπωσιακός Καθεδρικός του Αγίου Παύλου που συνδυάζει αρχαία ελληνική μυθολογία και χριστιανική παράδοση, ο Ναός των Ναϊτών Ιπποτών με τους 10 “τάφους”-ομοιώματα Ιπποτών το τάγματος, το τεράστιο παζάρι της Κάμντεν Τάουν στο οποίο μπορείς να εντοπίσεις σπάνια αντικείμενα-αντίκες, η έκθεση στο Μουσείο Επιστημών του Λονδίνου, το Βρετανικό Μουσείο, ο στοιχειωμένος Πύργος του Λονδίνου, το Big Ben, ο Γρύπας στο City και άλλα πολλά την περίμεναν...
Πόσο μαγεμένη αισθανόταν! Κάθε μέρα θα ανακάλυπτε και κάτι άλλο μέχρι που θα το γύριζε όλο. Και μέσα της, όσο έβλεπε και θαύμαζε γεννιότανε μια καταπληκτική ιδέα... Μήπως να τους παράταγε όλους και να ζούσε μόνιμα εκεί;
Την γλώσσα την ήξερε. Αν έβρισκε και κάποιον να της προσφέρει εργασία, θα ήτανε θαύμα...
Όπως προχωρούσε βρήκε μια όμορφη καφετέρια. Το εσωτερικό της υπέροχο, με βελούδινους καναπέδες , μεγάλους καθρέπτες και μία διακόσμηση που θύμιζε έντονα εποχή μπαρόκ. Το αγάπησε αμέσως αυτό το μέρος. Θα γινόταν το στέκι της.
Παρήγγειλε ένα ζεστό τσάι με λεμόνι, και άνοιξε τον ταξιδιωτικό οδηγό της.
Έδινε περισσότερες πληροφορίες για όσα είδε σήμερα και όσα θα έβλεπε από αύριο... Εξάλλου, το να εξερευνήσεις όλο τον ναό που πήγε, θέλει το λιγότερο 3 ώρες. Πρώτα πρώτα λοιπόν διάβασε για τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου.
Ο τωρινός ναός δημιουργήθηκε μετά το 1666, από τον αρχιτέκτονα Κρίστοφερ Ρεν. Ο τελευταίος παρέδωσε το 1672 το “Μεγάλο Σχέδιο” για το νέο ναό, όμως αναγκάστηκαν να γίνουν αρκετές αλλαγές λόγω του συντηρητισμού των υπευθύνων του ναού. Ο μεσαιωνικός ναός του Αγίου Παύλου καταστράφηκε ολοσχερώς το 1666, μετά από μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε τεράστιο μέρος του Λονδίνου. Στο εσωτερικό του τώρα, συναντάμε μια ανεπανάληπτη ένωση, συνδυασμού αρχαιοελληνικής μυθολογίας και χριστιανικής παράδοσης. Έτσι, σε αρκετά μνημεία στρατηγών, ποιητών και αριστοκρατόρων βρίσκουμε αγάλματα αρχαίων ελληνικών μικρών θεοτήτων, καθώς και αγγέλους. Ο ναός εντυπωσιάζει τον επισκέπτη εξαιτίας του συνδυασμού χρυσού και πολύτιμων λίθων στην κατασκευή του. Επίσης, στον πρώτο όροφο υπάρχει η Στοά των Ψιθύρων, στην οποία επικρατεί μία παράδοξη ακουστική που επιτρέπει να ακούς κάθε παραμικρό ψίθυρο σε αυτήν. Η ανάβαση επιτρέπεται έως το ανώτερο τμήμα του ναού, από όπου μπορείς να απολαύσεις μία πανοραμική θέα του Λονδίνου. Πρέπει όμως να ανέβεις 530 σκαλιά, τα οποία διέρχονται μέσα από πέτρινες και ιδιαίτερα στενές στοές, που κουράζει μεν τον αναβάτη αλλά χαρίζει όμορφες εικόνες που καθηλώνουν.
Την ανάγνωσή της διέκοψε ο ερχομός του ευγενικού γκαρσονιού με το ζεστό της τσάι. Όμως της παρέδωσε και ένα φάκελο.
Πολύ περίεργο σκέφτηκε. Τι να ήταν πάλι αυτό; Άνοιξε βιαστικά το φάκελο.
Θα χαρώ να σε δω κοριτσάκι μου στο δωμάτιο 28. Είναι δίπλα σε σένα. Επιτέλους σε βρήκα!
Η Ιόλη δεν καταλάβαινε τίποτα. Ποιος της έκλεινε ραντεβού; Και πάνω που νόμιζε ότι ησύχασε... Να πάει ή όχι; Σκεφτόταν. Αλλά γιατί όχι; Για να την ονοματίζει κοριτσάκι μου ίσως ήταν κάποιος πολύ γνωστός.
Αποφάσισε ότι θα πήγαινε στο δωμάτιο το βραδάκι. Προς το παρόν δεν θα χάλαγε το όμορφό της απόγευμα. Έκλεισε τα μάτια και απολάμβανε την υπέροχη μουσική που έπαιζε στο καφέ. Ακουγόταν ένα υπέροχο τραγούδι του John Tesh “The Avalon street”. Κάποτε το είχε αυτό το cd, έπρεπε να το ξαναγοράσει με την πρώτη ευκαιρία...
Τελείωσε το τσάι της μάζεψε τα πράγματά της και ξεκίνησε για το ξενοδοχείο.
Ο αέρας γλυκός, δροσερός την έκανε να ονειροπολεί. Πέρασε μπροστά από το Big Ben.
Ήταν φωτισμένο και μόλις έδειξε εφτά απογευματινή. Έπρεπε να γυρίσει σύντομα γιατί δεν θα προλάβαινε το βραδινό τού ξενοδοχείου. Και έπρεπε να δει και αυτόν τον μυστηριώδη άνθρωπο που την προσκάλεσε.
Τάχυνε το βήμα της και σε ένα μισαωράκι έφτασε. Της έκανε πολύ καλό το περπάτημα. Πριν πάει στο δωμάτιό της ρώτησε στην υποδοχή για το ποιος μένει στο δωμάτιο 28. Έδειξε και την πρόσκληση που έλαβε γιατί δεν δίνανε εύκολα πληροφορίες. Αφού πείστηκαν, της είπαν το όνομα. Η κυρία Αναγνωστοπούλου μένει.
Η Ιόλη δεν πίστευε στα αφτιά της. Της ήρθε μια ζάλη και σωριάστηκε στο πάτωμα...
Όταν πια συνήλθε βρισκόταν ήδη στο δωμάτιο 28 και δεχόταν τις πρώτες βοήθειες.
Μια γυναίκα κάπου στα εξήντα φανερά ανήσυχη, μα χαμογελαστή, της κράταγε το χέρι.
-Καλώς ήλθες, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω μετά από τόσα χρόνια...
Η κοπέλα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Μόνο έσφιγγε με το χέρι της τον σταυρό της και δάκρυζε από συγκίνηση.
Ήταν λοιπόν η αγαπημένη της μητέρα που είχε να την δει από μικρό κοριτσάκι.
Ένιωθε όμως πολύ αδύναμη και το υπνωτικό χάπι που της έδωσε ο γιατρός του ξενοδοχείου. Άρχισε να την πιάνει.
Αύριο θα τα λέγαν με περισσότερες λεπτομέρειες...
Elina V. Kovach: The Three Flowers |
-Ώστε είναι αλήθεια, μονολόγησε.
-Ποιο κοριτσάκι μου;
-Ότι σε είδα χθες, νόμιζα ότι τα είδα σε όνειρο...
-Όχι αλήθεια είναι. Μεγάλωσες...
-Καλά τι κάνεις εδώ; Πώς με βρήκες;
-Ήξερα ότι θα έρθεις, ταξιδεύαμε και μαζί στο αεροπλάνο από Αθήνα.
-Εσύ δεν ήσουν στο εξωτερικό;
-Ήμουν όπου και συ.
-Και ο μπαμπάς που έλεγε μια ζωή ότι έφυγες ; Ότι παντρεύτηκες κάποιον άλλο;
-Πσσς. Βλακείες. Έτσι σε άφησε να πιστεύεις για να μην βλεπόμαστε. Χωρίσαμε άσχημα με τον πατέρα σου. Α! Παντρεύτηκα κάποιον άλλο, αυτό δεν μου το συγχώρεσε ποτέ. Το έχω μετανιώσει τώρα. Θα καταλάβεις γιατί. Και γω σαν και σένα, σκαστή είμαι εδώ.
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα μαμά. Εξήγησε μου... τα κατάφερες να με πιάσει πονοκέφαλος. Αυτό ξέρω. Φέρε μου ένα παυσίπονο.
-Ετοιμάσου. Ντύσου, να φύγουμε να σε ξεναγήσω και αλλού μιας και εγώ έχω ξανάρθει εδώ, και στο δρόμο θα σου πω τα πάντα για τον Ορφέα...
-Ξέρεις τον Ορφέα; Από που;
-Βέβαια τον ξέρω. Είναι γιος μου και αδελφός σου.
-Τίιιιιιιιιι; Ε, δεν είμαστε καλά!
-Έλα θα στα εξηγήσω στο δρόμο.
Ξεκίνησαν για τον ναό των Ναϊτών ιπποτών. Στο δρόμο άρχισε να της εξιστορεί όλη την αλήθεια.
-Ξέρεις ότι έφυγα όταν ήσουν μικρούλα έτσι;
-Έτσι.
-Ναι αλλά δεν ξέρεις γιατί. Και θα σου πω. Πνιγόμουν. Ο πατέρας σου κοίταζε μόνο την δουλειά και την θέση του. Μας είχε παραμελήσει τελείως. Κάτι έπρεπε να γίνει να ξυπνήσει. Προσπάθησα πολλές φορές να του μιλήσω αλλά δεν με καταλάβαινε. Επειδή ήμουν στα νιάτα μου καλλιτέχνης δεν με υπολόγιζε... Ήθελε με το ζόρι να με βάλει στην δουλειά του. Εγώ την μισούσα αυτή την δουλειά. Όχι μόνο γιατί μου τον στερούσε, αλλά και γιατί την θεωρούσα επικίνδυνη.
-Μα και γω την θεωρώ επικίνδυνη.
-Τα βλέπεις; Έτσι μια μέρα μετά από καυγά, πήρα τα πράγματα μου κι εσένα και ξεκίνησα να φύγω. Εκείνος όμως με πρόλαβε, και δεν με άφησε φυσικά να σε πάρω. Και ούτε επέτρεπε να σε δω... Έτσι χαθήκαμε. Εγώ κρυφά κάπου κάπου σε έβλεπα από μακριά, να παίζεις, να μεγαλώνεις, αλλά δεν μίλαγα...
-Απίστευτο, είπε η Ιόλη. Και Ο Ορφέας;
-Ο Ορφέας είναι παιδί μου από το δεύτερο γάμο. Ξαναπαντρεύτηκα. Και δω θέλω να φανείς ψύχραιμη. Παντρεύτηκα έναν άνθρωπο που πλέον θέλει να του κάνει κακό. Τον αδελφό του και θείο σου. Και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω να τα ξεμπερδέψω τα πράγματα.
Η Ιόλη ένιωσε άσχημα στο άκουσμα αυτής της εξομολόγησης. Έκανε μερικά βήματα πίσω. Η μητέρα της προσπάθησε να τη συνεφέρει.
-Άκουσέ με, θέλω να το διορθώσω, γι’ αυτό είμαι εδώ. Για να σκεφτώ και για να δω εσένα. Άφησέ με να μπω στη ζωή σου. Ο Ορφέας επίσης είναι με το μέρος μας όταν κατάλαβε την ματαιοδοξία και την ζήλια του πατέρα του. Πήγε να βρει δουλειά στον δικό σου πατέρα με αλλαγμένο όνομα... δεν σου λέει κάτι αυτό;
-Ναι, αμέ! Μήπως είστε όλοι στο κόλπο;
-Μην μπερδεύεις τα πράγματα Ιόλη μου. Η αλήθεια είναι μπροστά σου.
Είχαν φτάσει πια κοντά στο ναό των Ναιτών Ιπποτών. Εκεί τους περίμενε με ένα χαμόγελο ο Ορφέας.
-Τι κάνεις εσύ εδώ; Είπε η Ιόλη.
-Έκπληξηηη! ήρθα να σε δω και γω. Στα είπε η μαμά;
-Όλα προσχεδιασμένα, ε; Πουλάκια μου, είπε η Ιόλη γελώντας. Ναι, μου τα είπε. Και τον αγκάλιασε. Καλά, γιατί δεν μου τα είπες απ’ την αρχή όλα αυτά;
-Ε, δεν ήταν εύκολο... να σε φορτώσω με τόσα μαζεμένα. Μας πιστεύεις έτσι;
-Τι να σας κάνω, που με βρήκατε χωρίς αποδείξεις και έτσι δεν μπορώ να αντικρούσω τίποτα. Το δέχομαι προς το παρόν, αλλά να ξέρετε είστε υπό επιτήρηση. Δεν θα μου τη σκάσετε!
Μπήκαν στο ναό. Ο ναός αποτελούσε την έδρα του τάγματος των Ναϊτών Ιπποτών από το 1185 έως το 1312, οπότε και μεταφέρθηκε μιας και η ύπαρξη του τάγματος απαγορεύθηκε εξαιτίας της αυξανόμενης δύναμής του. Οι τελετές μύησης στο τάγμα γινόντουσαν στην κρύπτη του ναού, ενώ το 1601 ανέβηκε στο ναό το έργο Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ. Στο κυκλικό κομμάτι του ναού υπάρχουν τα ομοιώματα από 10 ιππότες του τάγματος, τα οποία χρονολογούνται από το 13ο αιώνα.
Ήταν Κυριακή, οπότε συνεννοήθηκαν με τον υπεύθυνο και τους επέτρεψε να παρακολουθήσουν την λειτουργία. Οι ψαλμωδίες, οι ήχοι από την χορωδία, ο φωτισμός και η ιστορία του ναού τούς έκαναν να αισθανθούν πως ο χώρος εξέπεμπε ένα μυστήριο. Ακόμα περισσότερο όταν είδαν τα ομοιώματα να στέκουν επιβλητικά. Ένας άλλος πολιτισμός, μια άλλη κουλτούρα, που τους χάρισε ένα όμορφο πρωινό. Μετά από κει θα πήγαιναν όλοι μαζί για ένα καφεδάκι. Η ώρα ήταν ό,τι έπρεπε, και αργότερα θα πήγαιναν και για φαγητό.
Η Ιόλη είχε περίεργα συναισθήματα ήταν η αλήθεια. Αλλά έκανε υπομονή για μη δείξει ότι δεν τους εμπιστευόταν. Εξάλλου, όντως μπορεί να λέγανε και την αλήθεια.
Θα προσπαθούσε να πιέσει τον πατέρα της να της τα πει όλα. Να μην της κρύψει τίποτα. Δεν μπορούσε πια να έχει αμφιβολίες για την οικογένειά της. Η δύναμη εν τη ενώσει λέει το γνωμικό. Και έτσι έπρεπε να κάνουν. Έπιασε από το χέρι τον αδελφό της και τους οδήγησε στην όμορφη καφετέρια που είχε ανακαλύψει. Ό,τι και αν συνέβαινε, δεν θα χάλαγε την σημερινή μέρα. Όσο κοίταζε τον Ορφέα, τόσο έβλεπε κοινά στην εμφάνισή τους.
Μακάρι να ήταν η σημερινή μέρα η αρχή για ένα νέο ξεκίνημα.
-Καλά. Και δεν μου λέτε, είπε ξαφνικά ενώ έπιναν τον καφέ τους.
-Τι;
-Τον πατέρα σου και σένα τον άντρα σου, πώς θα τον αποδυναμώσουμε;
-Α, αυτό άστο σε μένα, σου είπα εκατό φορές να με εμπιστεύεσαι, δεν είναι έτσι; Της είπε ο αδελφός της.
-Ναι...
-Κάτι έχω σκεφτεί.
-Θα πας ενάντια στον πατέρα σου; Πώς μπορείς;
-Δεν ξέρεις και κάτι άλλο για μένα. Είμαι και δικηγόρος. Θέλω να κάνω την δουλειά μου σωστά. Και αν δεν αλλάξει μυαλά, θα τον τυλίξω σε μια κόλα χαρτί.
-Είσαι απίστευτος...
-Είμαι δίκαιος. Απλά πράγματα.
Ξεκίνησαν βραδάκι για το ξενοδοχείο αφού πρώτα σήκωσαν όλα τα μαγαζιά και γέλασαν με την ψυχή τους όταν διαπίστωσαν ότι είχε έρθει τσίρκο κοντά στην περιοχή όπου έμεναν.
Πέρασαν υπέροχα και όλο το βράδυ μίλαγαν για όσα πέρασαν και όσα τους έμαθε, πολύ νωρίς για την ηλικία τους, η ζωή.
Τα κινητά όλων εδώ και δύο μέρες χτυπούσαν συνεχώς. Της Ιόλης και του Ορφέα από τον πατέρα της, ο οποίος τους έψαχνε, και της μητέρας τους από τον άντρα της. Γελώντας και οι τρεις σαν συνεννοημένοι τα άφησαν να πέσουν στην όμορφη πισίνα του ξενοδοχείου.
Όλα θα έπαιρναν το δρόμο τους από δω και πέρα. Και ήταν χαρούμενοι γι’ αυτό.
Karla Nolan, "Angry Synset". Palette knife oil painting |
Το επόμενο πρωί καθώς έπαιρναν το πρωινό τους η Ιόλη και ο Ορφέας, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους ο πατέρας του.
-Ώστε εδώ είσαστε, ε;
-Μπαμπά; Έκανε ο Ορφέας πώς βρέθηκες εδώ;
-Μην μου απευθύνεις εμένα το λόγο ακούς; Σε ξεγράφω από γιο μου να το ξέρεις. Άκου εκεί να δουλεύεις για λογαριασμό του εχθρού μου. Πού είναι η μάνα σου να την συγυρίσω και κείνη; Ξέχασε την την περιουσία μου. Δεν σου γράφω τίποτα...
-Λίγο με νοιάζει, του απάντησε με στόμφο. Και την μαμά τι την θέλεις; Άστηνε να ηρεμήσει λίγο. Και συ βάλε νερό στο κρασί σου, πρόκειται για τον αδελφό σου επιτέλους. Τι έχετε να μοιράσετε πια; Βρείτε τα! Την Ιόλη δεν την βλέπεις;
-Δεν με παρατάς; Θα σας κυνηγήσω όλους! Πες στην μάνα σου διαζύγιο! Άκου εκεί!
Έφυγε βρίζοντας μες στα νεύρα. Δεν φαινόταν να θέλει να διορθώσει τα πράγματα, να βρεθεί μία λύση.
Η Ιόλη στεκότανε μαρμαρωμένη, σαν να μην ήξερε τι να κάνει, τι έπρεπε να πει.
-Ε, τι έπαθες; Μην φοβάσαι κουτό, θα τον συντρίψουμε πρώτοι. Άσε εμένα να τον χειριστώ όπως πρέπει. Πού έμαθε πως είμαστε εδώ, άραγε; Θα έβαλε μάλλον να μας παρακολουθούν. Κάτι τέτοια για τον πατέρα μου είναι ψωμοτύρι στην καθημερινότητά του.
-Αμ, για τον δικό μου δεν είναι; Είπε μελαγχολικά η κοπέλα. Μπλέξαμε με δαύτους, να το δεις. Εμείς θα την πληρώσουμε.
-Ώστε εδώ είσαστε, ε;
-Μπαμπά; Έκανε ο Ορφέας πώς βρέθηκες εδώ;
-Μην μου απευθύνεις εμένα το λόγο ακούς; Σε ξεγράφω από γιο μου να το ξέρεις. Άκου εκεί να δουλεύεις για λογαριασμό του εχθρού μου. Πού είναι η μάνα σου να την συγυρίσω και κείνη; Ξέχασε την την περιουσία μου. Δεν σου γράφω τίποτα...
-Λίγο με νοιάζει, του απάντησε με στόμφο. Και την μαμά τι την θέλεις; Άστηνε να ηρεμήσει λίγο. Και συ βάλε νερό στο κρασί σου, πρόκειται για τον αδελφό σου επιτέλους. Τι έχετε να μοιράσετε πια; Βρείτε τα! Την Ιόλη δεν την βλέπεις;
-Δεν με παρατάς; Θα σας κυνηγήσω όλους! Πες στην μάνα σου διαζύγιο! Άκου εκεί!
Έφυγε βρίζοντας μες στα νεύρα. Δεν φαινόταν να θέλει να διορθώσει τα πράγματα, να βρεθεί μία λύση.
Η Ιόλη στεκότανε μαρμαρωμένη, σαν να μην ήξερε τι να κάνει, τι έπρεπε να πει.
-Ε, τι έπαθες; Μην φοβάσαι κουτό, θα τον συντρίψουμε πρώτοι. Άσε εμένα να τον χειριστώ όπως πρέπει. Πού έμαθε πως είμαστε εδώ, άραγε; Θα έβαλε μάλλον να μας παρακολουθούν. Κάτι τέτοια για τον πατέρα μου είναι ψωμοτύρι στην καθημερινότητά του.
-Αμ, για τον δικό μου δεν είναι; Είπε μελαγχολικά η κοπέλα. Μπλέξαμε με δαύτους, να το δεις. Εμείς θα την πληρώσουμε.
-Μην ακούω χαζά. Στο χέρι τον έχω. Θα δεις αύριο. Μόνο που πρέπει να έρθεις μαζί μου Αθήνα.
-Τι θα κάνεις;
-Θα δεις. Πάμε τώρα μια βόλτα. Αυτός έφυγε. Δεν ήταν για να μείνει. Να φοβερίσει ήθελε...
Τα σχέδιά τους ωστόσο έμελλε να καταρρεύσουν σαν πύργοι στην άμμο. Η επόμενη μέρα θα έφερνε μια άσχημη είδηση... Χωρίς να υποπτεύονται τίποτα από τα παρασκήνια τα παιδιά, αποφάσισαν να πάνε τις βόλτες τους και να ειδοποιήσουν για καλό και για κακό την μητέρα τους να φύγει πρώτη από αυτούς για την Αθήνα. Να έχουν κάποιο δικό τους εκεί όταν φτάσουν.
Θα πηγαίνανε στο παζάρι της Κάμντεν Τάουν το οποίο είναι φημισμένο.
Εκεί βρίσκεις τα πάντα. Πουλάνε παλιά βιβλία, ρολόγια, ρούχα... και γενικά αξίζει γιατί ξεφεύγει λίγο το μάτι από το καθώς πρέπει Λονδίνο και βλέπει κάτι πιο λαϊκό, όπως θα λέγαμε. Επίσης, βρίσκεις πάγκους με φαγητό από διάφορες χώρες.
Πήγανε λοιπόν και κάτσανε αρκετή ώρα. Κάνανε το γύρω, αγοράσανε και μερικά βιβλία μιας και η Ιόλη αγαπούσε το διάβασμα. Φάγανε κάτι ανατολικής προέλευσης από ένα πάγκο και γρήγορα ξεκίνησαν για αλλού.
Αφού αύριο θα έφευγαν, ο Ορφέας ήθελε να δείξει τα πάντα στην αδελφή του. Θα πηγαίναν στο μουσείο Επιστημών αλλά και το βρετανικό μουσείο.
Ωστόσο την τράβηξε απότομα από το χέρι για να στρίψουν σε ένα μικρό απόμερο δρομάκι.
-Τι έγινε; Ρώτησε η Ιόλη.
-Έχω την εντύπωση ότι μας ακολουθεί κάποιος. Αν έρθει και κείνος από δω, την κάτσαμε. Πρέπει να τρέξεις μαζί μου αν χρειαστεί.
-Τι; Μην με αγχώνεις...
-Δεν προλαβαίνουμε να αγχωθείς τώρα!, της φώναξε. Τρέχα! Έρχεται πίσω μας.
Ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μια σφαίρα πέρασε ξυστά από τον Ορφέα κάνοντας ευτυχώς μόνο μια τρύπα στο φαρδύ του παντελόνι.
Η Ιόλη έβγαλε μια κραυγή και σωριάστηκε στο δρόμο.
Ο ξένος άρχισε να τρέχει να ξεφύγει, μιας και άρχισε να μαζεύεται κόσμος.
Ο Ορφέας πήρε αγκαλιά την λιπόθυμη αδελφή του, μπήκαν σε ένα ταξί και γύρισαν στο ξενοδοχείο. Δεν μπόρεσαν να κάνουν μια ήρεμη βόλτα εκείνη την νύχτα.
Όταν συνήλθε η κοπέλα, άρχισαν να κουβεντιάζουν.
-Τι ήταν αυτό τώρα;
-Ξέρω γω; Είπε ο Ορφέας. Πάντως δεν ήταν από τον πατέρα μου μιας και μένα στοχεύσανε.
-Λες από τον δικό μου;
-Μπα δεν πιστεύω αφού εμείς είμαστε συνεργάτες. Εκτός...
-Εκτός τι; Λέγεεεεεε.
-Εκτός αν έμαθε την αλήθεια...
-Δηλαδή;
-Ότι είμαστε αδέλφια Ιόλη! Αν το έμαθε θα με πήρε για εχθρό.π Πού να ξέρει ότι είμαι με το μέρος σας;
-Σωστά. Τι κάνουμε τώρα;
-Πρέπει να τους αποπροσανατολίσουμε. Αυτοί ξέρουν ότι φεύγουμε αύριο, έτσι;
-Έτσι.
-Ωραία. Δεν θα φύγουμε.
Ο Ορφέας σήκωσε το ακουστικό, το έλεγξε και αφού σιγουρεύτηκε άτι δεν έχει κοριό, άρχισε να σχηματίζει έναν αριθμό.
-Έλα. Άκου προσεχτικά. Μας παρακολουθούν, κάποιος με πυροβόλησε...
-Τι;;;;; Ακούστηκε έντρομη η φωνή της μητέρας τους από το ακουστικό.
-Άκουσέ με. Εσύ θα έρθεις κανονικά να μας πάρεις από το αεροδρόμιο σαν να μην τρέχει τίποτα. Μην κινήσουμε υποψίες.
-Και σεις; Τι θα κάνετε;
-Δεν έχω σκεφτεί. Κάπου θα πάμε. Εσύ ακολούθα πιστά τις οδηγίες εντάξει;
-Εντάξει. Να προσέχετε ακούς;
-Θα προσέχουμε. Κλείνω τώρα.
Συνέχισε να τηλεφωνά. Σε έναν γνωστό. Τον κάλεσε στο δωμάτιο.
-Φίλε πάρε τα εισιτήριά μας και άλλαξέ τα. Θα μας τα δώσεις αύριο στο αεροδρόμιο. Βγάλε για Γαλλία. Πρέπει να τους μπερδέψουμε.
-ΟΚ, Ορφέα. Ραντεβού αύριο.
-Μη σε δει κανείς.
-Παιδιά είμαστε; Μην ανησυχείς.
Όταν έφυγε ο φίλος του εξήγησε στην Ιόλη το σχέδιο.
-Άκουσέ με, είναι επικίνδυνο αλλά η μόνη λύση. Θα πάμε κανονικά σαν να φεύγουμε για Ελλάδα και εκεί μέσα θα τους μπερδέψουμε και θα τρυπώσουμε στην ουρά για Γαλλία. Δεν γίνεται αλλιώς. Από σένα θέλω να κρατήσεις την ψυχραιμία σου και να μην αγχωθείς. Καθαρό μυαλό, ΟΚ;
-ΟΚ.
-Άντε τώρα να ξεκουραστούμε λίγο. Συγνώμη που δεν σε πήγα σε όλα όσα λέγαμε.
-Ναι μωρέ, πολύ με νοιάζει μετά από όσα γίνανε.
-Θα ξανάρθουμε.
-Θα δούμε.
-Σίγουρα!
-Καληνύχτα.
-Και σε σένα.
Το πρωινό έφτασε και εκείνοι έπρεπε να οργανώσουν το σχέδιό τους.
Ο Ορφέας ετοιμάστηκε πρώτος, πήρε μια κόλα χαρτί και άρχισε να γράφει και να σχεδιάζει. Η Ιόλη παρατηρούσε με υπομονή αλλά με έντονη αγωνία...
-Λοιπόν, της απευθύνθηκε ξαφνικά. Άκου προσεχτικά. Ξεκινάμε από δω με τις βαλίτσες σαν να φεύγουμε άνετοι. Αυτοί σίγουρα θα μας ακολουθούν σωστά;
-Σωστά. Του απάντησε.
-Υπάρχει μια πάροδος στην κεντρική πλατεία. Θα προσπαθήσω να μας χάσουν. Αν τα καταφέρω, θα αργήσουν πρωτίστως να έρθουν στο αεροδρόμιο. Αν παρ’ όλα αυτά έρθουν και πάλι στην ώρα τους, θα γίνει το σκηνικό με την ουρά στο αεροδρόμιο. Είναι μιλημένος ένα αστυνομικός φίλος του χθεσινού παιδιού που θα μας αλλάξει τα εισιτήρια...
-Ωραία τα λες, μακάρι να γίνουν στην πράξη.
-Θα γίνουν. Τα υπόλοιπα του σχεδίου θα στα λέω εκείνη τη στιγμή που πρέπει. Έτσι; Δεν θέλω πανικό. Θέλω να είσαι ήρεμη, σαν να μην τρέχει τίποτα.
-Οκ...
Έτσι λοιπόν τελειώσαν όλες τις ετοιμασίες , και ξεκινήσανε. Χωρίς βαλίτσες για να τους μπερδέψουν. Ο Ορφέας το σκέφτηκε τελευταία στιγμή. Άσε τις βαλίτσες εδώ. Θα πω του φίλου μου να μας τις στείλει άλλη ώρα, της είπε.
Σε όλη την διαδρομή ένα τζιπ ασημί, τους ακολουθούσε συνεχώς.
-Αυτοί πρέπει να είναι, είπε ο Ορφέας.
-Τι κάνουμε;
-Φτάνουμε στην πάροδο. Θα δεις. Σε τόσο στενό δρομάκι μόνο εμείς με το μηχανάκι χωράμε. Το τζιπ θα μας χάσει...
-Οκ. Να δούμε λοιπόν.
Το σχέδιο πέτυχε όπως το θέλανε. Για αρκετή ώρα τους χάσανε και είχαν μπερδευτεί.
Ωστόσο αργότερα τους ξαναεντόπισαν στο αεροδρόμιο.
Όταν το κατάλαβαν τα παιδιά, πήγαν και βρήκαν τον αστυνομικό που τους έλεγε χθες ο φίλος τους. Του εξήγησαν τι γίνεται, είχαν και το ίδιο σουλούπι με τον Ορφέα, οπότε σκέφτηκαν κάτι πολύ έξυπνο. Αντάλλαξαν ρούχα, έβαλε εκείνος τα ρούχα του αστυνομικού και ο αστυνομικός τα ρούχα του Ορφέα. Κόλλησε και μια ψεύτικη γενειάδα και ήταν σαν δυο σταγόνες νερό. Στην ουρά για Ελλάδα περίμενε λοιπόν ο ψεύτικος Ορφέας και ο κανονικός πήρε άνετα και ωραία την αδελφή του και μπήκαν με τα νέα εισιτήρια στο αεροπλάνο που μόλις έφευγε για Παρίσι.
Eiffel Tower oil painting by Arnold Chao |
Μόλις κάτσανε πια στις θέσεις τους, ηρεμήσανε και νιώσανε ήσυχοι. Κοιτάχτηκαν και σκάσανε στα γέλια.
-Πολύ θα ήθελα να δω τις μούρες τους!
-Αμ, εγώ; Γέλασε με την ψυχή της και η Ιόλη.
Εκείνη τη στιγμή δυο χέρια ακούμπησαν τους ώμους τους.
-Τι κάνουν τα παιδιά; Τα καταφέρατε, ε;
-Μαμά; Κάνανε και οι δυο μαζί.
-Ναι εγώ... σιγά μην σας περίμενα στην Ελλάδα, με αγχώσατε καλά καλά και θα καθόμουν στο σπίτι μου σαν να μην τρέχει τίποτα; Μαζί θα γυρίσουμε να σας προσέχω.
-Είσαι απίστευτη, της είπε η Ιόλη.
-Καλά καλά...
Το ταξίδι με την παρέα τους φάνηκε σύντομο... Φτάσανε Παρίσι, και από κει κατευθείαν θα φεύγανε για Ελλάδα κανονικά. Ωστόσο δεν άντεξαν και πήγαν μια μικρή βόλτα για καφέ. Ήταν σε ψηλό πάτωμα και βλέπανε πολλά. Ο πύργος του Άιφελ φάνταζε τεράστιος και χαλάρωσαν στην θέα νέων εικόνων.
Έπρεπε να φύγουν σύντομα όμως για να μην χάσουν το αεροπλάνο.
Εν τω μεταξύ στη αποβίβαση του πρώτου αεροπλάνου για Αθήνα, περικύκλωσαν κάποιοι τον ψεύτικο Ορφέα δηλαδή τον φίλο τους τον αστυνομικό. Εκείνος χωρίς να χάσει καιρό τους έπιασε, τους είπε ότι είναι της αστυνομίας και τους οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα. Έπρεπε να μάθει για τα παιδιά, ποιοι τους βάλανε. Όταν ομολόγησαν πήρε τον Ορφέα τηλέφωνο.
Εκείνη την ώρα φτάνανε στον έλεγχο των εισιτηρίων.
-Ορφέα, εγώ είμαι ο Στάθης. Λοιπόν ο πατέρας της Ιόλης τους έχει βάλει.
-Είχα δίκιο λοιπόν! Με έχει πάρει για εχθρό. Πρέπει να γίνει μία κουβέντα μαζί του και με τον δικό μου πατέρα βέβαια.
-Αυτοί δεν παίρνουν από λόγια βρε παιδιά. Όπως μου τα έχετε διηγηθεί φαίνονται πεισματάρηδες και εκδικητικοί. Έχω ένα σχέδιο. Ελάτε και θα σας βοηθήσω να το οργανώσουμε!
-Ωραία, ευχαριστούμε Στάθη!
Ο πατέρας της Ιόλης ήταν σαν αγρίμι στο κλουβί. Είχε μάθει ότι πιάσανε τα παλικάρια του, είχε μάθει και ότι ο Ορφέας με την κόρη του γυρίζανε ήσυχοι και καλοπερνούσαν και ήταν να σκάσει.
Την πόρτα του γραφείου του χτύπησε ξαφνικά ο Στάθης. Του είπε να τον ακολουθήσει στο τμήμα. Ήθελε να τον τρομάξει. Έβαζε σε εφαρμογή το σχέδιο που είπε στον Ορφέα.
Εκεί τον άφησε με δυο αστυνομικούς να τον ανακρίνουν για τους λόγους που κυνηγάει τα παιδιά. Έφεραν και τους τύπους που εκείνος είχε βάλει να τους παρακολουθούν. Τον ξεψάχνισαν για τα καλά. Ακόμα και για άδεια οπλοφορίας τον ρώτησαν, για τα πάντα.
Μέχρι να φτάσουν τα παιδιά στην Αθήνα αυτός είχε προχωρήσει αρκετά χαλώντας την φήμη του πατέρα του Ορφέα. Ο σκοπός, και ειδικά αν είναι για καλό, αγιάζει τα μέσα. Με κομμένα φτερά, θα ξεχάσει και κείνος τα μίση και δεν θα τα βάζει με τον αδελφό του επιθυμώντας να πάρει την θέση του. Αν για μία θέση γίνονται τόσα καλύτερα να μην υπάρχει αυτή η θέση.
Θα τα τελείωνε λοιπόν όλα και όταν γυρίζανε τα παιδιά, θα τους εξηγούσε τι κατάφερε.
Η είδηση εξάλλου το πρωί θα έσκαγε σαν βόμβα και θα γινόταν γνωστή σε όλη την Ελλάδα. Ένα μικρό ψέμα, που έβγαζε καταχραστή τον πατέρα του Ορφέα και θα τον οδηγούσε σε παραίτηση.
Όλα θα γίνονταν πλέον όπως τα θελαν ο Ορφέας και η Ιόλη. Να έχουν επιτέλους μία κανονική ζωή. Την ζωή που δεν έζησαν...
Η επόμενη μέρα βρήκε τους δυο πατεράδες να έχουν μπόλικα προβλήματα...
Το σχέδιο του Ορφέα και του Στάθη φάνταζε καταπληκτικό.
Ήδη είχε γίνει σούσουρο στην W.S.S.O, στην εταιρία ευαίσθητων δεδομένων που δούλευε ο πατέρας της Ιόλης, και αυτό εξαιτίας της αστυνομίας που μπήκε χθες στο γραφείο του. Η κάμερα τα κατέγραψε όλα και τώρα τα υπόλοιπα μεγαλοστελέχη ήθελαν να μάθουν τι συμβαίνει. Δεν θέλανε προβλήματα με την αστυνομία.
Πίνακας του Jack Morefield |
-Κύριε Ιωαννίδη, ουδέποτε είχαμε ζητήματα με την αστυνομία τόσα χρόνια που δρα η εταιρία αυτή. Η World Secret Service Organisation ήταν και παραμένει ένας οργανισμός που σέβεται τους σκοπούς και την δράση της. Τι συνέβη και σας ανακρίνανε τόσοι αστυνομικοί χθες; Ο αδελφός σας ο κύριος Στασινός τα ξέρει όλα αυτά; Πείτε μας ειλικρινά γιατί χαλάτε την φήμη της εταιρείας; Έχετε μια καίρια θέση. Μην μας κάνετε να μετανιώσουμε που δεν διαλέξαμε τον αδελφό σας...
-Μην ανησυχείτε κύριοι κάτι τυπικό ήταν δεν αφορά την εταιρία ούτε τον οργανισμό γενικά. Σας παρακαλώ αφήστε με να εργαστώ και αν υπάρξει πρόβλημα θα σας ενημερώσω.
Ο πατέρας της Ιόλης ήταν μες στα νεύρα. Όχι μόνο του ρίξανε ευθύνες για το ότι μπλέχτηκε η αστυνομία στον οργανισμό που δεν ήταν και αλήθεια (εκείνον θέλανε), αλλά βγάζανε και τον αδελφό του καλύτερο που ήταν πάντα μες στην ίντριγκα και την δολοπλοκία!
Και με αυτόν τον Ορφέα τα είχε όταν έμαθε ότι ήταν γιος του. Τι παιχνίδι του παίξανε! Πήγαινε να σκάσει. Αισθανόταν μια δυσφορία και αποφάσισε να λείψει για λίγο. Έπρεπε να ξεκουραστεί...
Ωστόσο το σχέδιο αφορούσε και τον πατέρα του Ορφέα. Με το που βγήκε από την εταιρεία δυο αστυνομικοί τον πλησίασαν και τον πήραν στο τμήμα. Εκεί του είπαν ότι ξέρανε για όσα έκανε στον αδελφό του, για το ότι επιδιώκει να σφετεριστεί την θέση του και ότι είναι καταχραστής. Αυτό ήταν το μικρό ψεματάκι που έπρεπε να του καταλογιστεί για να αφήσει ήσυχη την οικογένεια της Ιόλης και να απομακρυνθεί από την εταιρεία.
-Αυτό δεν είναι αλήθεια, διαμαρτυρότανε ο Στασινός. Εντάξει όλα τα άλλα τα παραδέχομαι, πάντα είχα μια αντιζηλία με τον αδελφό μου και είχαμε και προσωπικές διαφορές, Αλλά καταχραστής δεν είμαι.
- Α, ναι; Τον ρώτησε ο Στάθης, ο φίλος αστυνομικός του Ορφέα και αυτά εδώ τι είναι;
Του έδειξε όλες τις απογευματινές εφημερίδες που λέγανε ακριβώς αυτό... ότι χρήματα έλειπαν ανά καιρούς από το ταμείο του οργανισμού και ο μόνος που είχε πρόσβαση σε αυτό ήταν ο Στασινός. Ονόματα, θέσεις και οργανισμός, που δεν έπρεπε, βγήκαν έτσι στο φως. Η εταιρεία θα αναγκαζόταν να κλείσει σύντομα μιας και δρούσε μυστικά. Και μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα ο ένας αδελφός θα βρισκότανε στην φυλακή και ο άλλος άνεργος.
Τα νέα ήρθαν σύντομα και στον πατέρα της Ιόλης που βρισκόταν από νωρίς στο σπίτι με αδιαθεσία. Όταν άκουσε όσα γίνανε στις ειδήσεις, και ότι η εταιρία θα κλείσει δεν άντεξε η καρδιά του, τον πρόδωσε και έπεσε νεκρός στο πάτωμα του σαλονιού.
Τα παιδιά με την μητέρα τους βλέπανε το παρασκήνιο και ένιωθαν πια ήρεμοι. Ωστόσο ξέρανε μόνο για την εταιρεία και ότι ο Στασινός ήταν στην φυλακή από το απόγευμα. Για το θάνατο του πατέρα της Ιόλης θα μαθαίνανε το επόμενο πρωί από την οικιακή βοηθό που θα τον έβρισκε...
Έτσι λοιπόν από τις 7 το ξημέρωμα τα τηλεφωνήματα είχαν πάρει φωτιά. Πρώτα ειδοποιήθηκε η Ιόλη από την γυναίκα που βρήκε νεκρό τον πατέρα της.
Αναστατωμένη και στεναχωρημένη πήρε αμέσως τον Ορφέα και την μητέρα της.
Όλοι είχαν σοκαριστεί. Ομολογουμένως, αυτήν την εξέλιξη δεν την περίμεναν.
Στόχος κυρίως ήτανε ο πατέρας του Ορφέα. Γι’ αυτόν γίνανε όλα. Να τιμωρηθεί. Ο πατέρας της Ιόλης αν και ανταπόδωσε αρκετές φορές το έκανε από άμυνα.
Ο Ορφέας ήτανε απαρηγόρητος. Ένιωθε ότι ήτανε υπαίτιος για όλα αυτά που συνέβησαν. Όσο κι αν η μητέρα τους του έλεγε ότι δεν φταίει, δεν μπορούσε να τον πείσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει που πήγε στραβά το σχέδιο του.
Βέβαια, όλη η ιστορία ήταν περίπλοκη. Δυο αδέλφια ετεροθαλή, οι πατεράδες τους, πράγμα που επαναλαμβάνεται, μιας και αυτός με την Ιόλη είναι το ίδιο.
Ποτέ δεν συμπαθήθηκαν, δεν τα πήγαν καλά. Ο ένας ανταγωνιστής του άλλου μια ζωή.
Αυτό συνεχίστηκε ως πρόσφατα με την δουλειά τους. Ο Στασινός ήθελε την θέση του αδελφού του και με δόλια μέσα, ενίοτε και με ακραίες εκδικητικές κινήσεις, επεδίωκε την ολοκλήρωση της ματαιοδοξίας του...
Ένας ψυχολόγος δεν θα μπορούσε να βγάλει άκρη με δαύτους, πόσο μάλλον ο ίδιος ο Ορφέας, που και νέος ήταν και πολύ λιγότερο δούλεψε σε αυτήν την εταιρεία. Και δεν ήταν και αυτό το επάγγελμά του! Δικηγόρος ήταν.
Σίγουρα πάντως ένιωθε ηττημένος μιας και ο δικός του πατέρας, ο φταίχτης, θα ζούσε έστω και στην φυλακή ενώ της αδελφής του έφυγε τόσο νωρίς, στεναχωρημένος και χωρίς να προλάβει να του εξηγήσει.
Δεν πίστευε στην ατυχία του.
Την επομένη θα ήταν η κηδεία και κανείς δεν ήθελε να το δεχτεί.
Θα έπαιρνε την αδελφή του και την μητέρα του και θα ζούσαν κάπου στο εξωτερικό. Να ξεχάσουν και να ηρεμήσουν. Πέρασαν τόσα...
Προς το παρόν όμως είχαν της ετοιμασίες.
Πάνω στην αναταραχή, ένας περίεργος τύπος χτύπησε το κουδούνι και έδωσε στην Ιόλη ένα φάκελο.
Έμοιαζαν όλα να ανακυκλώνονται και όχι να τελειώνουν.
Αλλά δεν ήταν η στιγμή να ανοιχτεί και να ασχοληθούν με αυτόν.
Μια δύσκολη Κυριακή για όλους τους περίμενε.
Την επόμενη πια μέρα μετά το δύσκολο καθήκον τους, όλη η οικογένεια, ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει για πάντα την ζωή στην Ελλάδα.
Τίποτα πια δεν τους κράταγε εκεί. Ο πατέρας της Ιόλης δεν ζούσε πια, του Ορφέα ήταν στην φυλακή, η εταιρεία έκλεισε αιφνιδίως οπότε μια νέα αρχή τους οδηγούσε για αλλού.
Καθώς ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους, τα μάτια της Ιόλης έπεσαν στο φάκελο που τους έφερε εκείνος ο άγνωστος χθες.
-Αυτό εδώ; Δεν το ανοίξαμε... τους είπε.
-Για άνοιξέ το, της είπε η μητέρα της.
Ήταν ένα γραμμα του πατέρα της Ιόλης όπου την ενημέρωνε ότι της παραχωρεί μια σπουδαία διευθυντική θέση σε μια θυγατρική εταιρεία της παλιάς που ήταν πλήρης μέτοχος. Τίποτα δεν είχε χαθεί.
Τα διάβασε όλα και στους άλλους οι οποίοι άκουγαν άφωνοι τα νέα αυτά.
-Οπότε Ορφέα, σίγουρα θα χρειαστώ κάποιον καλό δικηγόρο για το νομικό τμήμα στην εταιρίας. Νομίζω σου βρήκα δουλειά!
-Για μισό λεπτό.... δεν θα φύγουμε; Ρώτησε ο Ορφέας.
-Δεν χρειάζεται πια... Να η νέα αρχή. Μεγάλη πρόκληση να έχουμε μια τέτοια εταιρεία.
-Αλλά και ευθύνη. Θέλει και προσοχή μην χάσεις τα όρια. Είδες οι πατεράδες μας!
-Ε, στο χέρι μας είναι. Ας το δοκιμάσουμε.
-Ας γίνει λοιπόν. Μην σου χαλάσω χατήρι....
Η δουλειά στην εταιρεία αποδείχτηκε σκληρή. Είχαν να παλέψουν με πολλά όπως να επανορθώσουν τις οικονομικές ατασθαλίες του Στασινού.
Ένας κρυφός εχθρός τους επίσης θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Ήταν ένας υπάλληλος που είχε προσληφθεί από εκείνον και σίγουρα έκανε κακό στο προφίλ τους.
Η μητέρα τους ήσυχη πια τους άφησε και κοίταξε λίγο την ζωή της. Είχε ταλαιπωρηθεί χρόνια και για τις λάθος επιλογές της και από την συμβίωση με τον άντρα της.
Τους έστειλε σε ανύποπτο χρόνο ένα γράμμα που έκρυβε μια αλήθεια όμως τελευταία. Και πολλή σημαντική.
Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήταν ετεροθαλή αδέλφια όπως νόμιζαν...
Ο Ορφέας υιοθετήθηκε μωρό λίγων ημερών από τον Στασινό.
Μεγάλωσε στην οικογένεια τους, τον είχαν σαν δικό τους παιδί, και ποτέ δεν του το είπαν.
Ήταν γιος μιας υπαλλήλου στην εταιρεία που δούλευε. Εκείνη μόνη, χωρίς πατέρα να αναγνωρίσει το παιδί, παραχώρησε το μωρό της για να μεγαλώσει άνετα και σωστά.
Τώρα όμως η μητέρα τους έπρεπε να το πει. Σκέφτηκε την κόρη της που θα ήταν απροστάτευτη όσο θα έλειπε.
Τους συμβούλεψε να είναι πάντα μαζί, και τώρα που δεν τους συνδέει αδελφικό αίμα, να ενώσουν τις ζωές τους για το καλό της δουλειάς και της ζωής τους, φυσικά.
Θα επιστρέψω αργότερα τους έγραψε. Θέλω λίγο χρόνο για μένα. Να με ενημερώνετε για τα πάντα στην δουλειά, και αν χρειαστείτε τίποτα να μου τηλεφωνήσετε.
Τον πατέρα σου Ορφέα, τυπικά, ξέρεις, του έγραφε. Και αν σε ζορίσει πολύ πες του ότι έμαθες την αλήθεια. Δεν σας συνδέει κάτι...
Να γλυτώσουμε παιδί μου από αυτόν. Αρκετά μας ταλαιπώρησε.
Έτσι λοιπόν προχώρησαν τη ζωή τους παρακάτω. Με μεγαλύτερη ευκολία και δύναμη από πριν, την επιχείρηση την οδήγησαν σε πλήρη άνθηση. Και σιγά σιγά θυγατρικές και στο εξωτερικό άρχισαν να δημιουργούνται.
Ζήσαν άνετα και ευτυχισμένοι μαζί, ανοίξαν την δική τους οικογένεια, και άφησαν πίσω ό,τι τους γύριζε στο στενάχωρο παρελθόν.
Ο θετός πατέρας του Ορφέα κάποια στιγμή βγήκε από την φυλακή, προσπάθησε να εισχωρήσει ξανά ανάμεσά τους, να ενταχθεί στην οικογένεια κάνοντας τον μετανιωμένο...
Όμως ήταν πια αργά γι’ αυτόν... Είχε κάνει τόσα! Είχε οδηγήσει στον θάνατο τον πατέρα της Ιόλης. Δεν του άξιζε καμία συγχώρεση.
Έμεινε και πέθανε μόνος.
Η μητέρα τους χρόνια αργότερα γύρισε, και έμειναν πια στο νησί.
Εκεί που η Ιόλη μεγάλωσε και έζησε τα ωραιότερα χρόνια της με την γιαγιά της.
Ήταν όνειρο ζωής να ξαναγυρίσει και το κατάφερε.
Η ζωή βοηθάει τους τολμηρούς. Και εκείνοι πολέμησαν πολύ για να φτάσουν εδώ που βρέθηκαν.
Στην απόλυτη ευτυχία και γαλήνη.
ΤΕΛΟΣ
Copyright © Εύη Καφούρου. All rights reserved. Πρώτη δημοσίευση, Αθήνα 2013.