Με προκαλεί ο έξυπνος τίτλος του, "Ημέρες της καρέκλας", να πάρω το βιβλίο στα χέρια μου. Διαβάζοντας ανακαλύπτω τα χρώματα, τις μουσικές του και εισχωρώ με περιέργεια στις ιστορίες του.
Πολλοί και διαφορετικοί χαρακτήρες παρελαύνουν στα διηγήματά του προκαλώντας μου συναισθήματα ειρωνείας, πόνου, θλίψης, εγκατάλειψης ή πίκρας σε στιγμές φόνου, απολογισμού, τρόμου, αίματος, θανάτου ή μεταφυσικής. Θα μπορούσα να γράψω περισσότερα ουσιαστικά προσδιορισμού αλλά πάντα θα κατέληγα σε άσχημες και μισερές λέξεις για να ορίσω τη γεύση που αφήνουν τούτες οι διηγήσεις. Ακόμα και τα κωμικά κομμάτια τους καταλήγουν πικρά αστεία στο τέλος της ιστορίας.
Παρά τον σκοτεινό αυτό χαρακτήρα τους, οι ιστορίες τού Θανάση Λιακόπουλου, μου εξάπτουν την περιέργεια προκαλώντας μου την ανάγκη να διαβάσω παρακάτω, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι δεν πρόκειται για μία μυθιστορηματική ιστορία αλλά για αυτοτελή διηγήματα. Το "κλειδί" τού κάθε διηγήματος δεν το χαρίζει έτσι εύκολα ο συγγραφέας. Σε προκαλεί να το ανακαλύψεις μέσα στο κείμενο, καθώς το κρύβει σχολαστικά ώστε να σε ιντριγκάρει, κεντρίζοντας έτσι το μυαλό σου και αποσπώντας καθοριστικά την προσοχή σου.
Στις, συνολικά, δεκαέξι ιστορίες μία φορά ένοιωσα κάτι σαν γλυκιά ανάμνηση και σε μία άλλη έπρεπε να σκεφτώ σαν σκύλος (και σαν βαμπίρ). Άλλοτε είχα να κάνω με τρομοκράτη κι αλλού με αυτόχειρα. Και με άλλα εγκλήματα: πάθους, εκδίκησης, διπλής ζωής, αλλά και αυτοσυντήρησης.
Η γλώσσα χαίρεται τη συνεργασία της με τον Θανάση Λιακόπουλο καθώς της επιτρέπει να λάμψει σε ομορφιά και ποικιλία. Η αφήγηση ξεδιπλώνεται με σοφία και μέτρο ώστε να μη προδοθεί άστοχα η κατάληξη. Οι χαρακτήρες ξεκαθαρίζουν τις διαθέσεις τους σε χρόνο και τόπο τέτοιο ώστε να μείνεις πιστός στο κείμενο μέχρι την παύλα.
Συναντιόμαστε στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Στους δρόμους που καταλήγουν ή οδηγούν στα κεντρικά σημεία της πόλης και εκπέμπουν εικόνες άλλης εποχής, ελληνική ιστορία αλλά και μεγάλο αναγνωστικό ενδιαφέρον, καθώς το κέντρο πάντα συγκέντρωνε τους εκδοτικούς οίκους και τους ανθρώπους των λέξεων. Σε έναν τέτοιο χώρο, απολαμβάνουμε τον καφέ μας, που και που αναγνωρίζουμε κάποιον συγγραφέα ή εκδότη να διασχίζει την αίθουσα, και κουβεντιάζουμε για, και με αφορμή, το βιβλίο...
Το σημαντικό είναι να ξέρεις τι γράφεις.
Αυτή η φράση είναι το πρώτο πράγμα που μου είπε σε αυτή τη συνάντηση και η πιο έντονη ανάμνηση που έχω από τη συνέντευξη, για να ακολουθήσουν οι επόμενες στιγμές της ηχογράφησης όπου τον ακούω να μου εξηγεί ότι διήγημα αποτελεί το γεγονός της αφήγησης ενός γεγονότος, πολύ πιθανό μέσω ενός άλλου ανθρώπου, ενώ η αφήγηση είναι μια πιο γενική έννοια που περιλαμβάνει τον αφηγηματικό λόγο, δηλαδή το αφηγηματικό κείμενο και μπορεί να είναι τριτοπρόσωπη, πρωτοπρόσωπη, κ.λ.π Αλλά συνήθως χρησιμοποιούμε λανθασμένα τους όρους (διήγημα, νουβέλα, κ.λ.π.) με κριτήριο και μόνο την έκτασή τους.
Τον ρωτάω αν αυτές οι μικρές σε έκταση ιστορίες θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν και να απλωθούν ώστε να γίνουν μυθιστορήματα και η αμεσότατη απάντηση έρχεται πριν καλά καλά ολοκληρώσω τη φράση μου καθώς μου λέει "Ναι. Θα γινόταν." Και, συνεχίζοντας τη σκέψη του, εξηγεί ότι υπάρχει μια βαθιά διαφορά μεταξύ μυθιστορηματογράφου και διηγηματογράφου ή ποιητή. Ένα μέγα ζήτημα για εκείνον που μπορεί να γράφει με πολλές μορφές είναι να αναγνωρίσει αν η ιστορία του μπορεί να γίνει μεγάλη ή μικρή. Όπως έκανε ο Μπουκόφσκι που εκφράστηκε με πολλούς τρόπους.
Για παράδειγμα, το διήγημα "Έγκλημα πάθους" θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα. Αλλά εγώ τί θα κέρδιζα με αυτόν τον τρόπο; Θα πετύχαινα αυτό που ήθελα; Η σκέψη μου ήταν η εξής: με την ίδια τεχνική έχει γράψει ο Ellroy μυθιστορήματα. Άρα, είναι κάτι που έχει γίνει και έχει γίνει επιτυχημένα. Γιατί να το κάνω κι εγώ; Πήρα την τεχνική αυτή και την προσάρμοσα σε ένα διήγημα, σε μια προσπάθεια να δω τι μπορεί να βγει από αυτό, έχοντας φυσικά πλήρη επίγνωση του τι ήθελε να κάνει ο Ellroy. Το διήγημα αυτό έχει τριτοπρόσωπη αφήγηση, έχει θεατρικό διάλογο, έχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εσωτερική διήγηση και, φυσικά, διαφορετική χρονική εστίαση. Το θέμα είναι αν βγαίνει μια άκρη, αν είναι κατανοητό το αποτέλεσμα, τι κερδίζει ο αναγνώστης με αυτή τη μορφή, κ.λ.π. Ο Ellroy γράφει με αυτόν τον τρόπο πεζογραφήματα μεγάλης έκτασης. Πήρα την τεχνική αυτή και την προσάρμοσα σε ένα διήγημα σε μια προσπάθεια να δω τι μπορεί να βγει από αυτό.
Του απαντώ ότι το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό και σαφέστατα κατανοητό. Η χρήση δε της ανατροπής της χρονικής συνέχειας εξιτάρει το μυαλό ευχάριστα.
Κανείς δεν έχει ανακαλύψει την πυρίτιδα στο χώρο της γραφής, μου λέει.
-Άρα, πως θα κάνεις τη διαφορά;
-Την απάντηση τη διδάχτηκα μέσα από τη σπουδή μου στην κλασική κιθάρα όπου είχα να ερμηνεύσω κλασικά κομμάτια παιγμένα από τόσους και τόσους δεξιοτέχνες, ενώ έπρεπε να βάλω κι εγώ την προσωπική μου σφραγίδα. Τότε κατάλαβα πως για να γίνει αυτό πρέπει να δώσεις κάτι καινούργιο στην εκτέλεση. Το ίδιο ισχύει και με τη γραφή. Στο τέλος, μετά από κάποιες γενιές, θα μείνει εκείνο που πρωτοπόρησε. Δεν νομίζω πως υπάρχει τίποτα καινούργιο να γίνει. Μια παρθενογένεση. Μακάρι να διαψευστώ...
Όλα αυτά τα κείμενα, ό,τι υπάρχει στο βιβλίο, γράφτηκαν μετά από "βαριά" διαβάσματα, είτε φιλοσοφικά, είτε ανθωπολογικά, κοινωνιολογικά και, φυσικά, ύστερα από πολλή κλασική λογοτεχνία και γι' αυτό είναι κάπως "περίεργα".
Η "Αναμονή", για παράδειγμα, γράφτηκε μετά τη μελέτη του Γκοντό. (εννοεί το "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Samuel Beckett) Μπορείς να διακρίνεις μέσα τη λύτρωση, τη λύση, την επίλυση, το σώσιμο.
Οι "Ασφάλειες ζωής" ακολουθούν το μοτίβο του Boris Vian από το έργο του "Δράκωλας".
"Η φιλοξενία" γράφτηκε μετά την ανάγνωση του έργου "Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών" του οπιοφάγου Thomas De Quinsey.
Μιλάμε για όλες τις ιστορίες και δέχομαι κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες που αφορούν τα διηγήματα όπως ότι το "Έγκλημα πάθους" εν μέρη ισχύει. Μέσα εκεί υπάρχει ενσωματωμένη μια πραγματική ιστορία. Όπως και στο διήγημα "Η φιλοξενία" (που επίσης ισχύει εν μέρη καθώς υπάρχει μια αληθινή ιστορία μέσα).
Όταν η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από τις "Ημέρες τής καρέκλας" διαφωνούμε. Του λέω ότι πρόκειται για αυτόχειρα και απαντά:
-Γιατί; Πέθανε;
-Δεν πέθανε;
-Που το λέει αυτό;
Και αναζητώ την απάντηση στις σημειώσεις που έχω κρατήσει γιατί δε γίνεται να θυμάμαι λέξη προς λέξη την κάθε ιστορία... και τελικά:
-Δηλαδή, μου λες ότι στο τέλος σώζεται;
-Εσύ τι λες;
-Εγώ λέω ότι πεθαίνει. Κι ότι όλο αυτό (το κείμενο της ιστορίας) είναι ό,τι περνάει από το μυαλό του τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής του.
Ξανακοιτάζω στις σημειώσεις και...
-Νομίζω ότι πεθαίνει.
-Πες μου από που βγαίνει αυτό.
-Λοιπόν, είναι σαφές ότι έχει περάσει τη θηλιά στο λαιμό του, ότι έχει ανέβει σε μια καρέκλα, ότι έχει κλωτσήσει την καρέκλα...
-Σαφέστατα. Δε βλέπω όμως να γράφει καθαρά ότι πεθαίνει!
-Δε το αναφέρει με λέξεις.
-Το αφήνει να εννοηθεί με τον τρόπο του;
-Αυτό διαισθάνομαι.
-Δηλαδή, το να είναι μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας με κρεμάλα δε περνάει από το μυαλό σου;
-Περνάει αλλά με κερδίζει η άλλη πλευρά.
-Το ότι ο τύπος δεν είναι ικανός να αυτοκτονήσει... δε το σκέφτεσαι;
-Φαίνεται ότι είναι αβέβαιος.
-Πάντως, ούτε εγώ που το έγραψα γνωρίζω αν έχει ζήσει ή αν έχει πεθάνει. Αλλά, τότε, ποιος τα αφηγείται αυτά;
-Ο ίδιος αφού είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Αλλά σε ελάχιστο χρόνο. Όσο του απομένει μέχρι το τέλος.
-Πάντως, ξεκάθαρο δεν είναι!
-Δε το γράφει με λέξεις...
-Ούτε υπονοείται άμεσα.
-Δηλαδή πρέπει να έζησε για να τα αφηγείται... άρα, έκανε μια επιτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας που δεν ήταν αυτοκτονία τελικά;
-Ξεκινάμε από την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας -αφού έζησε- και, αν θυμάσαι τις υπόλοιπες σελίδες, αναρωτιέσαι... τελικά ήταν αυτοκτονία; δοκίμασε να αυτοκτονήσει; μήπως είναι τρελός; τι γίνεται με την καρέκλα; που κολλάει;
-Α, η καρέκλα είναι αυτό που τον βοήθησε να ανέβει, να φτάσει ψηλά. Και αυτό που έπρεπε από μόνος του -να βρει τη δύναμη- να το πετάξει για να επιτύχει τον σκοπό του.
-Άλλη μία εκτίμηση που ακούω γι αυτήν την ιστορία.
-Μα, είναι πολύ σημαντική η καρέκλα. Εκείνη θα κάνει όλη τη δουλειά. Δεν την κάνει η θηλιά!
-Σαφώς.
Το ζητούμενο ενός λογοτεχνικού κειμένου είναι να έχει διαφορετικές αναγνώσεις. Αν όλοι οι άνθρωποι διαβάζουν και καταλαβαίνουν ακριβώς το ίδιο, ίσως να μην έχει και νόημα.
Τα διηγήματα του βιβλίου "Ημέρες της καρέκλας" γράφτηκαν κατά περιόδους. Κάποια είναι αρκετά παλιά. Η πλειονότητα ήταν ολοκληρωμένη μέχρι το 2004.
Ετοιμάζει άλλη μια συλλογή διηγημάτων με θέμα το ποδόσφαιρο και με έναν στόχο: να μπορεί να διαβαστεί και από γυναίκες που, κατά κύριο λόγο, δεν είναι φαν του ποδοσφαίρου. Το θέμα είναι να βγει το όλο concept.
Και κάτι ακόμα.. που δεν έχει ξαναγραφτεί (!) όπως με βεβαιώνει. Δε το έχω δει πουθενά. Ούτε σε συλλογή διηγημάτων.
Μετά την πρώτη δημοσίευσή του στο λογοτεχνικό περιοδικό Πανδώρα, το 2000 "χτυπάει" με έπαρση την πόρτα του Κέδρου, ζητώντας να εκδοθούν τα διηγήματά του και καταθέτοντας τις όποιες, μέχρι τότε, περγαμηνές του. Του απαντούν ότι το λιγότερο σε ένα με δύο χρόνια θα έχουν εκδοθεί και τον ρωτούν πόσα διηγήματα έχει γράψει. Όταν αποκρίνεται ότι έχει στα χέρια του λίγα -τρία τέσσερα όλα κι όλα- του ζητούν να τα κάνει δέκα μέσα στους επόμενους τρεις μήνες και να τα δώσει προς έκδοση. Συνειδητοποιεί ότι δε μπορεί να έχει τόσα διηγήματα μέσα σε αυτό το χρόνο και κλείνει "άδοξα" η πρώτη απόπειρα έκδοσης. Το 2003 απευθύνεται στο Μεταίχμιο όπου επίσης αποσπά μια θετική απάντηση. Ούτε τότε ευοδώνονται οι προσπάθειες καθώς τον προλαβαίνουν οι σαρωτικές αλλαγές τού εκδοτικού οίκου. Τελικά, καταφέρνει να το δει τυπωμένο στον Οσελότο το 2010!
Η καρέκλα δεν είναι κουνιστή, όπως τη βλέπεις στο εξώφυλλο.
Συναντιόμαστε στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Στους δρόμους που καταλήγουν ή οδηγούν στα κεντρικά σημεία της πόλης και εκπέμπουν εικόνες άλλης εποχής, ελληνική ιστορία αλλά και μεγάλο αναγνωστικό ενδιαφέρον, καθώς το κέντρο πάντα συγκέντρωνε τους εκδοτικούς οίκους και τους ανθρώπους των λέξεων. Σε έναν τέτοιο χώρο, απολαμβάνουμε τον καφέ μας, που και που αναγνωρίζουμε κάποιον συγγραφέα ή εκδότη να διασχίζει την αίθουσα, και κουβεντιάζουμε για, και με αφορμή, το βιβλίο...
Το σημαντικό είναι να ξέρεις τι γράφεις.
Αυτή η φράση είναι το πρώτο πράγμα που μου είπε σε αυτή τη συνάντηση και η πιο έντονη ανάμνηση που έχω από τη συνέντευξη, για να ακολουθήσουν οι επόμενες στιγμές της ηχογράφησης όπου τον ακούω να μου εξηγεί ότι διήγημα αποτελεί το γεγονός της αφήγησης ενός γεγονότος, πολύ πιθανό μέσω ενός άλλου ανθρώπου, ενώ η αφήγηση είναι μια πιο γενική έννοια που περιλαμβάνει τον αφηγηματικό λόγο, δηλαδή το αφηγηματικό κείμενο και μπορεί να είναι τριτοπρόσωπη, πρωτοπρόσωπη, κ.λ.π Αλλά συνήθως χρησιμοποιούμε λανθασμένα τους όρους (διήγημα, νουβέλα, κ.λ.π.) με κριτήριο και μόνο την έκτασή τους.
Τον ρωτάω αν αυτές οι μικρές σε έκταση ιστορίες θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν και να απλωθούν ώστε να γίνουν μυθιστορήματα και η αμεσότατη απάντηση έρχεται πριν καλά καλά ολοκληρώσω τη φράση μου καθώς μου λέει "Ναι. Θα γινόταν." Και, συνεχίζοντας τη σκέψη του, εξηγεί ότι υπάρχει μια βαθιά διαφορά μεταξύ μυθιστορηματογράφου και διηγηματογράφου ή ποιητή. Ένα μέγα ζήτημα για εκείνον που μπορεί να γράφει με πολλές μορφές είναι να αναγνωρίσει αν η ιστορία του μπορεί να γίνει μεγάλη ή μικρή. Όπως έκανε ο Μπουκόφσκι που εκφράστηκε με πολλούς τρόπους.
Για παράδειγμα, το διήγημα "Έγκλημα πάθους" θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα. Αλλά εγώ τί θα κέρδιζα με αυτόν τον τρόπο; Θα πετύχαινα αυτό που ήθελα; Η σκέψη μου ήταν η εξής: με την ίδια τεχνική έχει γράψει ο Ellroy μυθιστορήματα. Άρα, είναι κάτι που έχει γίνει και έχει γίνει επιτυχημένα. Γιατί να το κάνω κι εγώ; Πήρα την τεχνική αυτή και την προσάρμοσα σε ένα διήγημα, σε μια προσπάθεια να δω τι μπορεί να βγει από αυτό, έχοντας φυσικά πλήρη επίγνωση του τι ήθελε να κάνει ο Ellroy. Το διήγημα αυτό έχει τριτοπρόσωπη αφήγηση, έχει θεατρικό διάλογο, έχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εσωτερική διήγηση και, φυσικά, διαφορετική χρονική εστίαση. Το θέμα είναι αν βγαίνει μια άκρη, αν είναι κατανοητό το αποτέλεσμα, τι κερδίζει ο αναγνώστης με αυτή τη μορφή, κ.λ.π. Ο Ellroy γράφει με αυτόν τον τρόπο πεζογραφήματα μεγάλης έκτασης. Πήρα την τεχνική αυτή και την προσάρμοσα σε ένα διήγημα σε μια προσπάθεια να δω τι μπορεί να βγει από αυτό.
Του απαντώ ότι το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό και σαφέστατα κατανοητό. Η χρήση δε της ανατροπής της χρονικής συνέχειας εξιτάρει το μυαλό ευχάριστα.
Κανείς δεν έχει ανακαλύψει την πυρίτιδα στο χώρο της γραφής, μου λέει.
-Άρα, πως θα κάνεις τη διαφορά;
-Την απάντηση τη διδάχτηκα μέσα από τη σπουδή μου στην κλασική κιθάρα όπου είχα να ερμηνεύσω κλασικά κομμάτια παιγμένα από τόσους και τόσους δεξιοτέχνες, ενώ έπρεπε να βάλω κι εγώ την προσωπική μου σφραγίδα. Τότε κατάλαβα πως για να γίνει αυτό πρέπει να δώσεις κάτι καινούργιο στην εκτέλεση. Το ίδιο ισχύει και με τη γραφή. Στο τέλος, μετά από κάποιες γενιές, θα μείνει εκείνο που πρωτοπόρησε. Δεν νομίζω πως υπάρχει τίποτα καινούργιο να γίνει. Μια παρθενογένεση. Μακάρι να διαψευστώ...
Όλα αυτά τα κείμενα, ό,τι υπάρχει στο βιβλίο, γράφτηκαν μετά από "βαριά" διαβάσματα, είτε φιλοσοφικά, είτε ανθωπολογικά, κοινωνιολογικά και, φυσικά, ύστερα από πολλή κλασική λογοτεχνία και γι' αυτό είναι κάπως "περίεργα".
Η "Αναμονή", για παράδειγμα, γράφτηκε μετά τη μελέτη του Γκοντό. (εννοεί το "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Samuel Beckett) Μπορείς να διακρίνεις μέσα τη λύτρωση, τη λύση, την επίλυση, το σώσιμο.
Οι "Ασφάλειες ζωής" ακολουθούν το μοτίβο του Boris Vian από το έργο του "Δράκωλας".
"Η φιλοξενία" γράφτηκε μετά την ανάγνωση του έργου "Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών" του οπιοφάγου Thomas De Quinsey.
Μιλάμε για όλες τις ιστορίες και δέχομαι κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες που αφορούν τα διηγήματα όπως ότι το "Έγκλημα πάθους" εν μέρη ισχύει. Μέσα εκεί υπάρχει ενσωματωμένη μια πραγματική ιστορία. Όπως και στο διήγημα "Η φιλοξενία" (που επίσης ισχύει εν μέρη καθώς υπάρχει μια αληθινή ιστορία μέσα).
Όταν η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από τις "Ημέρες τής καρέκλας" διαφωνούμε. Του λέω ότι πρόκειται για αυτόχειρα και απαντά:
-Γιατί; Πέθανε;
-Δεν πέθανε;
-Που το λέει αυτό;
Και αναζητώ την απάντηση στις σημειώσεις που έχω κρατήσει γιατί δε γίνεται να θυμάμαι λέξη προς λέξη την κάθε ιστορία... και τελικά:
-Δηλαδή, μου λες ότι στο τέλος σώζεται;
-Εσύ τι λες;
-Εγώ λέω ότι πεθαίνει. Κι ότι όλο αυτό (το κείμενο της ιστορίας) είναι ό,τι περνάει από το μυαλό του τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής του.
Ξανακοιτάζω στις σημειώσεις και...
-Νομίζω ότι πεθαίνει.
-Πες μου από που βγαίνει αυτό.
-Λοιπόν, είναι σαφές ότι έχει περάσει τη θηλιά στο λαιμό του, ότι έχει ανέβει σε μια καρέκλα, ότι έχει κλωτσήσει την καρέκλα...
-Σαφέστατα. Δε βλέπω όμως να γράφει καθαρά ότι πεθαίνει!
-Δε το αναφέρει με λέξεις.
-Το αφήνει να εννοηθεί με τον τρόπο του;
-Αυτό διαισθάνομαι.
-Δηλαδή, το να είναι μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας με κρεμάλα δε περνάει από το μυαλό σου;
-Περνάει αλλά με κερδίζει η άλλη πλευρά.
-Το ότι ο τύπος δεν είναι ικανός να αυτοκτονήσει... δε το σκέφτεσαι;
-Φαίνεται ότι είναι αβέβαιος.
-Πάντως, ούτε εγώ που το έγραψα γνωρίζω αν έχει ζήσει ή αν έχει πεθάνει. Αλλά, τότε, ποιος τα αφηγείται αυτά;
-Ο ίδιος αφού είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Αλλά σε ελάχιστο χρόνο. Όσο του απομένει μέχρι το τέλος.
-Πάντως, ξεκάθαρο δεν είναι!
-Δε το γράφει με λέξεις...
-Ούτε υπονοείται άμεσα.
-Δηλαδή πρέπει να έζησε για να τα αφηγείται... άρα, έκανε μια επιτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας που δεν ήταν αυτοκτονία τελικά;
-Ξεκινάμε από την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας -αφού έζησε- και, αν θυμάσαι τις υπόλοιπες σελίδες, αναρωτιέσαι... τελικά ήταν αυτοκτονία; δοκίμασε να αυτοκτονήσει; μήπως είναι τρελός; τι γίνεται με την καρέκλα; που κολλάει;
-Α, η καρέκλα είναι αυτό που τον βοήθησε να ανέβει, να φτάσει ψηλά. Και αυτό που έπρεπε από μόνος του -να βρει τη δύναμη- να το πετάξει για να επιτύχει τον σκοπό του.
-Άλλη μία εκτίμηση που ακούω γι αυτήν την ιστορία.
-Μα, είναι πολύ σημαντική η καρέκλα. Εκείνη θα κάνει όλη τη δουλειά. Δεν την κάνει η θηλιά!
-Σαφώς.
Το ζητούμενο ενός λογοτεχνικού κειμένου είναι να έχει διαφορετικές αναγνώσεις. Αν όλοι οι άνθρωποι διαβάζουν και καταλαβαίνουν ακριβώς το ίδιο, ίσως να μην έχει και νόημα.
Φωτογραφίζοντας το βιβλίο "Ημέρες της καρέκλας" του Θανάση Λιακόπουλου |
Ετοιμάζει άλλη μια συλλογή διηγημάτων με θέμα το ποδόσφαιρο και με έναν στόχο: να μπορεί να διαβαστεί και από γυναίκες που, κατά κύριο λόγο, δεν είναι φαν του ποδοσφαίρου. Το θέμα είναι να βγει το όλο concept.
Και κάτι ακόμα.. που δεν έχει ξαναγραφτεί (!) όπως με βεβαιώνει. Δε το έχω δει πουθενά. Ούτε σε συλλογή διηγημάτων.
Μετά την πρώτη δημοσίευσή του στο λογοτεχνικό περιοδικό Πανδώρα, το 2000 "χτυπάει" με έπαρση την πόρτα του Κέδρου, ζητώντας να εκδοθούν τα διηγήματά του και καταθέτοντας τις όποιες, μέχρι τότε, περγαμηνές του. Του απαντούν ότι το λιγότερο σε ένα με δύο χρόνια θα έχουν εκδοθεί και τον ρωτούν πόσα διηγήματα έχει γράψει. Όταν αποκρίνεται ότι έχει στα χέρια του λίγα -τρία τέσσερα όλα κι όλα- του ζητούν να τα κάνει δέκα μέσα στους επόμενους τρεις μήνες και να τα δώσει προς έκδοση. Συνειδητοποιεί ότι δε μπορεί να έχει τόσα διηγήματα μέσα σε αυτό το χρόνο και κλείνει "άδοξα" η πρώτη απόπειρα έκδοσης. Το 2003 απευθύνεται στο Μεταίχμιο όπου επίσης αποσπά μια θετική απάντηση. Ούτε τότε ευοδώνονται οι προσπάθειες καθώς τον προλαβαίνουν οι σαρωτικές αλλαγές τού εκδοτικού οίκου. Τελικά, καταφέρνει να το δει τυπωμένο στον Οσελότο το 2010!
Η καρέκλα δεν είναι κουνιστή, όπως τη βλέπεις στο εξώφυλλο.