Όταν ο Στράτος Τζίτζης αποφασίζει να γράψει ένα θεατρικό -το πρώτο του- για την κρίση που βιώνουμε και καταλήγει να κρατά στα χέρια του την "Καύση"... κι εγώ που τον θυμάμαι από τα 45τ.μ. του δε θα μπορούσα να αποφύγω να παρακολουθήσω και αυτό του το τόλμημα.
Στην υπόθεση του έργου συναντάμε πέντε ήρωες που μαζεύονται στο σπίτι του πεθαμένου φίλου τους προκειμένου να κανονίσουν για την ταφή του. Μέσα από το πένθος τους για το αγαπημένο εκείνο πρόσωπο που έχασαν, διαφωνούν μεταξύ τους για τον τρόπο ταφής του, ενώ αποκαλύπτονται αισθήματα, βιώματα και κρυφές στιγμές και ιστορίες από το παρελθόν τους. Με βασικό τους μέλημα πως θα θάψουν τον νεκρό τους, ξετυλίγουν τους ίδιους τους εαυτούς τους και τα πιστεύω τους. Ανακαλύπτουν και αποκαλύπτουν ο ένας τον άλλο, λες από την αρχή. Το πτώμα του πάνω ορόφου όμως δε μπορεί να αντέξει στον χρόνο που αφήνουν να περάσει οι πέντε φίλοι του και αρχίζει να σαπίζει μυρίζοντας άσχημα.
Στη δεύτερη ανάγνωση του έργου, η ΚΑΥΣΗ αντανακλά την κρίση που φτάνει τους ανθρώπους στα όριά τους, στο σημείο να μην μπορούν να συνεργαστούν, να συμφωνήσουν για το πως θα θάψουν τους νεκρούς τους, δηλαδή, πως θα κλείσουν παλιούς λογαριασμούς ώστε να προχωρήσουν στο μέλλον. Ο ίδιος ο Τζίτζης στο σημείωμά του τοποθετείται ανάλογα:
"Η ΚΑΥΣΗ μπορεί να μοιάζει κάπως με μαύρη κωμωδία καταστάσεων, αλλά, στην ουσία, πρόκειται για μια συγκαλυμμένη αλληγορία αυτού που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα σε κρίσιμη κατάσταση, με τις θεμελιακές της αξίες να κλονίζονται."
Και λίγο παρακάτω, συμπληρώνει τον λογισμό του:
"Οι σημαίες που έχουμε σηκώσει αποδείχτηκαν νάιλον. Ό,τι έχουμε πιστέψει μοιάζει ανίσχυρο πλέον να οικοδομήσει μια νέα κοινότητα, και αυτό είναι ολοφάνερο στις μέρες μας, με όλο το μεταπολιτευτικό σκηνικό να καταρρέει, παρασύροντας τόσο τα ελευθεριακά ή σοσιαλιστικά προτάγματα των "προοδευτικών", όσο και τα ελληνο-χριστιανικά αναχώματα των "οπισθοδρομικών".
"Οι σημαίες που έχουμε σηκώσει αποδείχτηκαν νάιλον. Ό,τι έχουμε πιστέψει μοιάζει ανίσχυρο πλέον να οικοδομήσει μια νέα κοινότητα, και αυτό είναι ολοφάνερο στις μέρες μας, με όλο το μεταπολιτευτικό σκηνικό να καταρρέει, παρασύροντας τόσο τα ελευθεριακά ή σοσιαλιστικά προτάγματα των "προοδευτικών", όσο και τα ελληνο-χριστιανικά αναχώματα των "οπισθοδρομικών".
Αυτός είναι ο πυρήνας του έργου που κλείνει με την φράση: "Μόνο η πίστη μπορεί να μας βγάλει από εδώ. Όχι η πίστη σε όλα αυτά που ξέρουμε. Η πίστη σε αυτό που δεν θα μάθουμε ποτέ."
Αυλαία.
Η πίεση του χρόνου που κυλά κατά τους, αναγκάζει τους ήρωες να αποκαλύψουν σκοτεινές πλευρές, να αποκαλύψουν σκοτεινά μυστικά, να εκφράσουν τις ιδεολογίες και την πίστη τους, να μαρτυρήσουν και να προδοθούν. Ο Τζίτζης επιθυμεί να εστιάσει στην ανάγκη μιας νέας πίστης που να ενώνει τα άτομα, να τους σπρώξει να ξεπεράσουν τις σκοπιμότητες και να "κάτσουν" γύρω από το τραπέζι, ώστε να συζητήσουν και αποφασίσουν για το αύριο. Η θρησκευτική πίστη, που διαφοροποιείται από πρόσωπο σε πρόσωπο, χρησιμοποιείται μεταφορικά και σαν πολιτική πίστη, που επίσης διαφοροποιείται από πρόσωπο σε πρόσωπο. Έτσι, η ανασφάλεια και η ασυμφωνία πάνω σε ένα καίριο ζήτημα όπως αυτό της ταφής, που από τη μια αντανακλά την θρησκευτική πίστη του ατόμου για έναν Θεό και από την άλλη τον αθεϊσμό, χρησιμοποιείται ενδεικτικά σαν/για την όποια πίστη του ανθρώπου.
Ο Νίκος Γεωργάκης, η Ιωάννα Μαυρέα, η Γωγώ Μπρέμπου, η Βασιλική Τρουφάκου και ο Γιώργος Χρανιώτης αναλαμβάνουν να υποδυθούν την παρέα των πέντε φίλων.