Από τις 28-09-2011 ως και την 01-10-2011 έγινε το Όγδοο Διεθνές Λογοτεχνικό Φόρουμ στο Πλέβεν Βουλγαρίας. Από την Ελλάδα προσκλήθηκε και πήρε μέρος και ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος με την παρακάτω εργασία, περίληψη της οποίας διαβάστηκε στα πλαίσια των εκδηλώσεων του φόρουμ.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Στις μέρες μας, παρατηρούμε ότι οι διάφορες ηθικές αξίες φθίνουν ολοένα και περισσότερο και παράλληλα με τις αξίες φθίνει και ο πολιτισμός με την ολική παρακμή και των εφτά τεχνών. Έτσι, βλέπουμε, τον κόσμο να στρέφεται προς διάφορα θεάματα τύπου Big Brother, που επιζητούν ένα κοινό χειροκροτητών χωρίς δικιά τους άποψη και γνώμη.
Μια από τις τέχνες που βρίσκεται σε παρακμή είναι και η λογοτεχνία. Τα περισσότερα βιβλία, σήμερα, μένουν απούλητα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ή –στην καλύτερη περίπτωση– σκονίζονται στα ράφια των βιβλιοθηκών, όπου παραμένουν άθιχτα για πολλά χρόνια. Έχουν παρατηρηθεί βιβλιοθήκες σε νοικοκυριά με περισσότερα μπιμπελό παρά βιβλία! Ειδικότερα, οι νέοι προτιμούν να ασχοληθούν με ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης ( Facebook, Twitter κ.λπ.), παρά να διαβάσουν ένα βιβλίο. Η εικόνα ενός ογκώδους τόμου φαντάζει απωθητική και βαρετή.
Παράλληλα, αρκετοί ριζοσπάστες πανεπιστημιακοί απαξιώνουν τη λογοτεχνία ως πολιτιστικό εργαλείο μιας διεφθαρμένης και καταπιεστικής κοινωνικής τάξης. Ξεχνάνε, όμως, ότι υπήρξαν και υπάρχουν αρκετοί ριζοσπάστες λογοτέχνες παγκόσμια αναγνωρισμένοι για την αξία τους, όπως ο Ζολά και ο Μαγιακόβσκι. Η λογοτεχνία αν και διαφημίζεται και προωθείται από το ίδιο το σύστημα μπορεί να είναι ακόμα και επαναστατική! Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Alvin Kernan: «Μονάχα οι τέχνες, και ειδικότερα η λογοτεχνία, εξακολουθούν σε κάθε ευκαιρία να δαγκώνουν το χέρι που τις ταΐζει.»*.
Ας δούμε τώρα τους λόγους, που η λογοτεχνία παρακμάζει:
Ο πρώτος λόγος, που θεωρείται και ο κυριότερος είναι η εισβολή της εικόνας και ιδιαίτερα της τηλεόρασης στο προσκήνιο. Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, άρα το φιλότεχνο κοινό στρέφεται προς την εικόνα, που με την αμεσότητά της λέει πολύ περισσότερα από ότι ένα βιβλίο. Θα χρειαζόντουσαν σελίδες επί σελίδων για να περιγράψουν τέλεια ένα τοπίο. Αντίθετα, αυτό το καταφέρνει άμεσα η εικόνα. Ειδικότερα με την τηλεόραση, το απλό πάτημα ενός κουμπιού και η γρήγορη εναλλαγή των εικόνων, δίνουν έναν όγκο πληροφοριών, που θα χρειαζόταν χιλιάδες ή και εκατομμύρια σελίδων για να γραφτεί. Η εισβολή της τηλεόρασης εξόρισε εντελώς το βιβλίο καθώς σχεδόν σε κάθε νοικοκυριό υπάρχουν δύο με τρεις τηλεοράσεις. Ενώ το βιβλίο χαλαρώνει και ξεκουράζει, προτιμήθηκε η τηλεόραση ως μέσο χαλάρωσης και το βιβλίο θεωρήθηκε κουραστικό. Στην πραγματικότητα, όμως, αν μια εικόνα μας δίνει χίλιες λέξεις τότε ο όγκος των πληροφοριών, που δίνει η τηλεόραση είναι πολύ μεγαλύτερος, άρα πιο κουραστικός και πολύ πιο εύκολα μπορεί να προκαλεί με τον όγκο του αυτόν σύγχυση στο σκεπτόμενο άνθρωπο.
Ένας δεύτερος λόγος είναι οι πειραματισμοί και οι υποτιθέμενες ή με κάθε θυσία επιδιωκόμενες καινοτομίες στο χώρο της λογοτεχνίας, που συχνά είναι κατά γενική ομολογία αποτυχημένοι, απομακρύνοντας τους καλοπροαίρετους αναγνώστες. Έχουμε δει λογοτέχνημα, που να ξεκινάει ποίημα και να καταλήγει πεζό, να ξεκινάει πεζό και να καταλήγει σε ποίημα, να ξεκινάει διήγημα και να καταλήγει σε δοκίμιο, να ξεκινάει δοκίμιο και να καταλήγει σε διήγημα! Έχουμε, επίσης, παρατηρήσει την προσπάθεια να γραφτεί ένα λογοτέχνημα από τρεις και τέσσερις συγγραφείς μαζί! Ο ένας γράφει την αρχή, ο δεύτερος τη μέση, ο τρίτος το τέλος με αποτέλεσμα να μη βγαίνει κανένα νόημα ή να χάνεται η γνησιότητα της έμπνευσης και ο αναγκαίος αυθορμητισμός. Ο κάθε συγγραφέας έχει τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα, το δικό του στιλ. Ακόμα και αν μιμείται παλιότερους ή σύγχρονούς του συγγραφείς δεν παύει να εκφράζει μια διαφορετικότητα, άρα η συμμετοχή πολλών συγγραφέων σε ένα λογοτέχνημα προσπαθεί να ισομοιράσει ανόμοια στυλ. Φανταστείτε ένα λογοτέχνημα που θα το άρχιζε ο Τσέχωφ, θα το συνέχιζε ο Ουγκώ και θα το τελείωνε ο Καζαντζάκης! Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι παραπάνω πειραματισμοί απέτυχαν και οι συγγραφείς, που τους δοκίμασαν ή τα συγκεκριμένα πονήματα έμειναν παντελώς άγνωστα παρά τη διαφήμιση, που γνώρισαν ως καινοφανείς προσπάθειες.
Οι δύο λόγοι, που αναφέραμε παραπάνω θεωρούνται και οι κυριότεροι για την παρακμή και τη φθίνουσα πορεία της λογοτεχνίας, όμως, αυτοί οι λόγοι εξηγούν την επιφάνεια του προβλήματος χωρίς να μπαίνουν στην ουσία του.
Ο βασικότερος και αληθινός λόγος, που η λογοτεχνία παρακμάζει είναι οι κοινωνικές συνθήκες, που επικρατούν σήμερα, οι συνθήκες ζωής του μέσου ανθρώπου. Κάθε κοινωνία διαμορφώνεται από τις συνθήκες ζωής, που κυριαρχούν. Ζούμε σε μια κοινωνία, όπου ο πολιτισμός, γενικότερα παρακμάζει και η λογοτεχνία είναι κομμάτι του πολιτισμού. Αυτή η παρακμή οφείλεται στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, που εξυψώνουν και εξιδανικεύουν το κυνηγητό του χρήματος, την εντατική εργασία και τη ρουτίνα που αποφέρει το δρομολόγιο: Σπίτι-δουλειά και δουλειά-σπίτι. Η οικονομική κρίση ανάγκασε τον μέσο εργαζόμενο να δουλεύει περισσότερο και να αμείβεται λιγότερο. Πολλοί εργαζόμενοι αναγκάζονται σήμερα να εργάζονται σε δυο δουλειές για να τα βγάλουν πέρα. Από το δουλεύουμε για να ζούμε, φτάσαμε στο ζούμε για να δουλεύουμε! Στην ουσία ο ελεύθερος χρόνος έχει εκμηδενιστεί και αν υπάρχει ακόμα έστω και ελάχιστος δεν φτάνει για την ανάγνωση ενός βιβλίου. Που να βρεθεί χρόνος για την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος; Πώς είναι δυνατόν να θυμάται κάποιος τι διάβασε στο ίδιο μυθιστόρημα πριν από δέκα μέρες, όταν είχε πάλι λίγο ελεύθερο χρόνο; Όπως υποστηρίζει και ο Alvin Kernan: «υπάρχει και υπήρχε ανέκαθεν μια στενή λειτουργική σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην κοινωνία που τη γεννά».** Ζούμε σε μια παρακμασμένη κοινωνία που όσο πάει σήπεται όλο και περισσότερο. Άρα ως προϊόν αυτής της κοινωνίας έχουμε την παρακμασμένη λογοτεχνία.
Αλλά, και από τη σκοπιά των συγγραφέων οι κοινωνικές συνθήκες καθιστούν την συγγραφή και την έκδοση ενός βιβλίου δύσκολη και δαπανηρή.
Οι περισσότεροι συγγραφείς δεν ζουν από τις πωλήσεις των έργων τους και αναγκάζονται να ακολουθήσουν ένα επάγγελμα και να γράφουν μόνο στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο τους. Για την συγγραφή ενός βιβλίου απαιτείται χρόνος και κόπος. Αν κάποιος συγγραφέας σήμερα δουλεύει πρωί και απόγευμα και προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα στον ελεύθερο χρόνο του, πόσα χρόνια θα χρειαστούν;
Μια άλλη δυσκολία, που συναντούν σήμερα οι συγγραφείς είναι το κόστος έκδοσης των βιβλίων τους. Οι εκδοτικοί οίκοι απαιτούν τεράστια ποσά, με αποτέλεσμα οι συγγραφείς να μετράνε τις πενιχρές οικονομίες τους και να μην τους φτάνουν για την έκδοση ενός βιβλίου. Αν ο εκδοτικός οίκος έχει όνομα τότε ο συγγραφέας πληρώνει και ένα ποσό για τη φίρμα. Ένα μικρό βιβλίο εκατό σελίδων μπορεί να κοστίσει ακόμα και δύο χιλιάδες ευρώ. Φανταστείτε πόσο θα μπορεί να κοστίσει ένα ογκώδες μυθιστόρημα ή ένα βιβλίο με έγχρωμη εικονογράφηση.
Στην παρακμή της λογοτεχνίας βοηθάει και ο εκδοτικός τομέας, που απαξιώνει οποιοδήποτε αξιόλογο λογοτέχνημα με τη δικαιολογία ότι «δεν πουλάει» και προωθεί περιπετειούλες με λίγο πορνό για αλατοπίπερο! Τα συγκεκριμένα λογοτεχνήματα προβάλλονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και διαφημίζονται ως best seller, μοσχοπουλιούνται και ξεχνιούνται μετά από ένα εξάμηνο!
Τι θα γίνει λοιπόν, η λογοτεχνία θα σβήσει, όπως ισχυρίζεται ο Alvin Kernan; Θα πάψει να υπάρχει αναγνωστικό κοινό, με αποτέλεσμα να σταματήσουν να γράφονται λογοτεχνικά βιβλία; Οι νέες γενιές θα γνωρίσουν τη λογοτεχνία σαν μουσειακό είδος;
Ακόμα και αν τα διάφορα είδη λογοτεχνίας συνεχίσουν να παρακμάζουν μέχρι που να σβήσουν εντελώς, υπάρχει ένα είδος που μπορεί να εξακολουθεί να αντιστέκεται στο πείσμα των καιρών και δεν θα εξαφανιστεί ποτέ. Πρόκειται για την ποίηση. Γιατί η ποίηση; Τι παραπάνω έχει από τα άλλα είδη λογοτεχνίας;
Η ποίηση είναι το μόνο λογοτεχνικό είδος, που μπορεί να αντισταθεί στην έλλειψη ελεύθερου χρόνου, λόγω του ότι περιέχει άμεσα νοήματα. Σε ελάχιστους στίχους μπορεί να εμπεριέχονται σπουδαίοι συλλογισμοί. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σήμερα δεν γράφονται τεράστια ποιήματα. Ο καιρός που γράφονταν έπη έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το ποίημα μικραίνει όλο και περισσότερο, γίνεται μια κραυγή και αυτή η κραυγή είναι ικανή να ταρακουνήσει, να προτρέψει αλλά και να τέρψει ευχάριστα τον αναγνώστη. Αν μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, ένα μικρό και περιεκτικό ποίημα μπορεί να αξίζει όσο χίλιες εικόνες! Η ποίηση μπορεί να διαβαστεί σε διάφορα μικροδιαλείμματα από τη ρουτίνα της μέρας, που ο χρόνος δεν επαρκεί για τίποτα περισσότερο. Δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότεροι ποιητές γράφουν ολιγόστιχα ποιήματα. Πολλοί από αυτούς, μάλιστα, στρέφονται στο μικρό, άμεσο και κομψό χαϊκού.
Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος λόγος, που η ποίηση είναι το μόνο είδος της λογοτεχνίας, που θα διατηρηθεί ζωντανό. Είναι γνωστό ότι ποιητές υπάρχουν πολλοί. Είναι επίσης, γνωστό ότι υπάρχουν πολλοί εν δυνάμει ποιητές, που καταχωνιάζουν τα ποιήματά τους σε ένα συρτάρι για να τα θυμηθούν μετά από χρόνια, αν υπάρξει η κατάλληλη προτροπή. Υπάρχει, όμως και ένα φανατικό κοινό αναγνωστών. Σε πείσμα του σύγχρονου ρητού: «Η ποίηση δεν πουλάει», θα βρούμε φανατικούς αναγνώστες όχι μόνο της παλιότερης αλλά και της σύγχρονης ποίησης.
Πιο πάνω αναφερθήκαμε στην έλλειψη ελεύθερου χρόνου από τη σκοπιά των συγγραφέων. Η ποίηση, σίγουρα χρειάζεται καιρό και κόπο για να γραφτεί, αλλά απαιτεί πολύ λιγότερο χρόνο από ότι ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα, ένα διήγημα.
Όσον αφορά το κόστος έκδοσης μιας ποιητικής συλλογής είναι πολύ μικρότερο από το κόστος έκδοσης μιας συλλογής διηγημάτων ή ενός μυθιστορήματος. Ένα βιβλίο σαράντα οκτώ σελίδων με τριάντα πέντε ποιήματα κοστίζει σήμερα από χίλια ως χίλια πεντακόσια ευρώ –ανάλογα με τον εκδοτικό οίκο. Ένας μέσος εργαζόμενος, σήμερα, μπορεί να εκδίδει μια ποιητική συλλογή κάθε δυο χρόνια και να αντέχει το κόστος έκδοσής της.
Συμπερασματικά, η λογοτεχνία σήμερα αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, κινδυνεύει να σβήσει και ψυχομαχεί, όμως η ποίηση είναι το αθάνατο και αγέραστο κύτταρο, που θα τη διατηρήσει για πάντα ζωντανή.
Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Βιβλιογραφία:
*Alvin Kernan: «Ο θάνατος της Λογοτεχνίας», εκδ. «Νεφέλη», σελ.62.
**Alvin Kernan: «Ο θάνατος της Λογοτεχνίας», εκδ. «Νεφέλη», σελ.63.
Δημοσιεύτηκε στο περ. «Δευκαλίων ο Θεσσαλός», τευχ. 37, Ιούνης-Αύγουστος 2012, σελ. 78-79.
Σημείωση:
Τα χαϊκού είναι είδος ποίησης που πρωτοεμφανίστηκε στην Ιαπωνία το δέκατο έκτο αιώνα και υιοθετήθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του εικοστού. Από εκεί πέρασαν τον Ατλαντικό και έφτασαν να γίνουν πολύ δημοφιλή σε όλο το Δυτικό κόσμο. Στην αυθεντική στιχουργική μορφή τους, τα χαϊκού είναι μικρά ποιήματα από 17 συλλαβές σε έναν ενιαίο στίχο.