John Emmans
[Το παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Η περιοχή που διαδραματίζεται η ιστορία είναι πραγματική. Ωστόσο, οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα που ζουν ή έχουν πεθάνει είναι καθαρά συμπτωματική.]
Καλοκαίρι 1995
Η νύχτα ήταν ήσυχη, ο ήχος των τζιτζικιών είχε απλωθεί στον κάμπο της Αλμωπίας· ήταν η μόνη αισιόδοξη μελωδία μέσα στο έρεβος. Το ανάλαφρο καλοκαιρινό αεράκι έκανε τα χόρτα να κουνιούνται στον ζεστό αφιλόξενο ρυθμό του. Μια οχιά διέσχιζε τρομαγμένη τα χωράφια αφήνοντας πίσω της τους πρόποδες του όρους Πάικο, με κατεύθυνση προς το χωριό Εξαπλάτανος του νομού Πέλλας. Κάτι είχε τρομοκρατήσει το ιοβόλο ερπετό. Εκεί, στους πρόποδες του βουνού, καλυμμένη πίσω από κάτι βράχια, μια τρύπα στο έδαφος έκρυβε ένα σμήνος μικροσκοπικών πλασμάτων, όχι μεγαλύτερα από το μέγεθος ενός σπουργιτιού, τα οποία έβγαιναν τη νύχτα για να τραφούν.
Κάποιοι κάτοικοι των τριγύρω χωριών ισχυρίζονταν πως όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέλαβε την περιοχή, την ονόμασαν Καρατζόβα (Μαύρη κοιλάδα) εξαιτίας τούτων τον επιθετικών πλασμάτων. Συνολικά δέκα στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους· για την ακρίβεια φαγώθηκαν ζωντανοί. Πρόβατα και αγελάδες εξαφανίζονταν συνέχεια.