Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας
Γιάννη Σμίχελη
Κατά βάθος ήμουν ένα πολύ δεκτικό παιδί στην αγωγή και τις νουθετήσεις των γονιών και συγγενών μου. Παρά τον εσωτερικό αντάρτη μέσα μου ακολουθούσα την πορεία που μου χάραζαν ή μ' έπειθαν ως την πιο ρεαλιστική. Άλλωστε, είχα αποδεχτεί πως οι συντηρητικές επιλογές με τις οικογενειακές πρακτικές επιβίωσης ήταν μια καλή συνταγή ζωής. Έτσι βρέθηκα να στηρίζω τους Ιούδες, να είμαι δεκτικός στους Πιλάτους και να ανέχομαι τα προνόμια των σταυρωτών μου. Πάντα έβρισκα μια ευχάριστη θέση στην μετά θάνατον ζωή την οποία διαρκώς, όλο και πιο έντονα, αμφισβητούσα μιας και οι άλλοι προόριζαν για μένα απορρίπτοντάς την όμως για την πάρτη τους, αλλά υποκρινόμενοι τους αμετακίνητους και αδιάλλακτους πιστούς της. Αυτή η αδελφή και συνέταιρος του πατέρα μου με την οικογενειακή της κομπανία υμνούσε το χρήμα δοξάζοντας τον Θεό για τον θάνατο, μεταφορικό ή φυσικό, των άλλων. Φιλοτομαριστές ωσαννά. Κάπως έτσι ξεπάστρεψαν και τον γέρο μου, που τους έβγαζε πάντα το φίδι από την τρύπα, όμως όλο τον μπουρδούκλωναν, τα καλά και συμφέροντα των βαμπίρ, αφού ανίκανοι να λάβουν τις σωστές αποφάσεις και να συμπεριφερθούν ανάλογα ως αξιόπιστοι εστιάτορες με την ανοιχτόκαρδη φάτσα και τον ακριβή υπολογισμό της ήπιας κερδοφορίας, το λίγο πάνω από το νερό κάθε φορά, ή το λίγο ακόμα πιο βαθιά οι ρίζες στο χώμα και λίγο πιο ψηλά τα κλαδιά, εντούτοις, μαστόρια σε πισώπλατα χτυπήματα, παγαποντιές και όλο κατηγόριες και υποτιμήσεις μ' απειλές. Όταν πια πέθαινε, στο νεκροκρέβατό του έψελναν τους ύμνους του καλού κατευόδιου, αφού είχαν τους τραπεζικούς φίσκα, τα στομάχια ξέχειλα και την επιβράβευση του τεθλιμμένου συγγενή, με διαρκή σταυροκοπήματα στις εσωτερικές τσέπες του σακακιού με τα χωμένα πορτοφόλια.