Η επιθεώρηση, αυτό το υπέροχο και δύσκολο θεατρικό είδος, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία από το θεατρόφιλο κοινό, που γράφτηκαν νούμερα από σπουδαίους κειμενογράφους και που σπουδαίοι ηθοποιοί δοξάστηκαν στο εν λόγω είδος, ξεκίνησε το 1894 με την περίφημη επιθεώρηση Λίγο απ' όλα. Εκείνη την παράσταση, που έγραψε ο Μίκιος Λάμπρου και ανέβηκε στο θέατρο Παράδεισος, από τον Δημήτριο Κοτοπούλη και τον θίασο του με την επωνυμία Πρόοδος, γνώρισε πραγματικά μεγάλη επιτυχία αφού σημείωσε ρεκόρ παραστάσεων (πραγματοποίησε περίπου χίλιες παραστάσεις), σε μια εποχή που ο πληθυσμός της Ελλάδας δεν ξεπερνούσε τους 8.000 κατοίκους.
Η δεύτερη επιθεώρηση, που σημείωσε ανάλογη επιτυχία, ήταν τα λεγόμενα Παναθήναια. Ήταν ετήσιες εκδηλώσεις, που τα νούμερά τους κρατούσαν κάποιοι από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής, και κράτησαν από το 1907 μέχρι και το 1923. Η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Τηλέμαχος Λεπενιώτης είναι μόνο δύο από τα πιο λαμπερά ονόματα που συμμετείχαν στο δύσκολο μα τόσο πετυχημένο αυτό θεατρικό είδος. Μαζί με τα περίφημα Παναθήναια ξεκίνησαν και άλλες επιθεωρήσεις που γνώρισαν και αυτές την μεγάλη αποδοχή και δόξα. Επρόκειτο για τον Κινηματογράφο, το Πανόραμα και τον Παπαγάλο.
Οι πρώτοι μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς, που γράψανε για την επιθεώρηση, ήταν ο Άννινος, ο Μωραϊτίνης, ο Τσοκόπουλος, ο Βώττης, ο Δημητρακόπουλος κ.α.
Το 1914 κάνει πρεμιέρα μια ακόμα επιθεώρηση, αυτή τη φορά όχι με τόσο εμπορικό σχήμα. Επρόκειτο για την Αποστράτευσιν που έγραψαν ο Δ. Γκαστής και ο Γ. Αύρα. Η πρεμιέρα έγινε στις 21 Φεβρουαρίου, μας πληροφορεί ο έγκριτος ιστορικός θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, και οι παραστάσεις δεν ξεπέρασαν τις πενήντα. Στις 10 Μαΐου, της ίδιας χρονιάς, άλλη μια επιθεώρηση κάνει πρεμιέρα. Είναι τα Επινίκια που ανέβασε ο Πλέσσας και έγραψε ο Αρ. Κυριακού. Ο Σωτήρης Σκίππης έγραψε την επιθεώρηση Τα ξεφαντώματα, που παίχτηκε στις 9 Ιουλίου στο θέατρο Αλάμπρα. Επίσης, ο Τίμος Μωραϊτίνης έγραψε τον Ευρωπαϊκόν Πόλεμο που παρουσιάστηκε μέσα στο 1914. Η επιθεώρηση Σκούπα παίχτηκε στο θέατρο του Λαού (που ήταν στο Μεταξουργείο).
Παρμένη από την καθημερινότητα και από τις τρέχουσες εξελίξεις, οι άνθρωποι έβλεπαν στην επιθεώρηση, αυτό το κατ' εξοχήν ελληνικό θεατρικό είδος, τον εαυτό τους, τα βάσανά τους, τις χαρές και τις λύπες και, εντέλει, οτιδήποτε σχετιζόταν με αυτούς. Αυτό ήταν που τους έκανε πιστούς θεατές της επιθεώρησης συν ότι αυτό το είδος παρείχε μια αμεσότητα αφού εκεί μέσα αναγνώριζαν τον εαυτό τους.
Πολύ αγαπήθηκε αυτό το είδος από το ευρύ κοινό, μα όπως είναι φυσικό όχι απ' όλους, αφού πολλοί στάθηκαν επικριτές της επιθεώρησης, αλλά εκείνη τράβηξε τον δικό της πετυχημένο δρόμο. Έναν δρόμο που στηρίζεται σε πολλά σημεία και από την πολιτική κατάσταση της χώρας και οπωσδήποτε και από τους εκάστοτε πολιτικούς της αρχηγούς. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, όταν το πολιτικό σκηνικό της χώρας δεν είναι τόσο «δυνατό» η επιθεώρηση δεν μπορεί να γνωρίσει την μεγάλη επιτυχία. Υπάρχουν βέβαια και νούμερα που δεν στηρίζονται στην πολιτική κατάσταση της χώρας, αλλά σε άλλα στοιχεία, θέλοντας να προσφέρουν το γέλιο αλλά και να αφυπνίσουν –μ' εναν κωμικό και ευχάριστο τρόπο– τους θεατές.
Έκτοτε έχουν παρουσιαστεί πολλές επιθεωρήσεις. Συνέχεια κέρδιζε κοινό και πολλές φορές και τους κριτικούς, αυτό το παρεξηγημένο –από κάποιους– θεατρικό είδος, αφού μέσα από τα κείμενά της έβλεπαν τον ίδιο τους τον εαυτό και θέματα επίκαιρα που τους απασχολούσαν.
Κάποιοι από τους μεγάλους ηθοποιούς που πέρασαν από αυτό το δύσκολο και απαιτητικό είδος ήταν οι: Μαρίκα Μαντινειού, Μαρίκα Νέζερ, Πέτρος Κυριακός, Ορέστης Μακρής, Ρένα Ντορ κ.α.
Η επιθεώρηση ξεκινάει με μουσική, χορό και τραγούδι. Στην έναρξη εμφανιζόντουσαν όλοι οι ηθοποιοί ή πολλοί από τον θίασο κι έπειτα ήταν ο κομπέρ, που τις τελευταίες δεκαετίες έπαψε να χρησιμοποιείται. Ο ηθοποιός που είχε μια πορεία και ένα όνομα είχε το σόλο του. Πρωταγωνιστούσε δηλαδή σε ένα νούμερο. Υπήρχαν τα ντουέτα, τα κουαρτέτα, που ήταν συνήθως με νεότερους ηθοποιούς. Το πρώτο μέρος είχε πάντα μεγαλύτερη διάρκεια από το δεύτερο. Στις παλιές επιθεωρήσεις υπήρχε συνήθως ζωντανή ορχήστρα. Στο δεύτερο μέρος, που είχε πάντα μικρότερη διάρκεια, λάμβανε μέρος όλος ο θίασος.
Για να πάρει κάποιος μέρος σε επιθεώρηση έπρεπε, εκτός από το ταλέντο του ηθοποιού, να διαθέτει και ωραία φωνή για τραγούδι και ωραία κίνηση για να μπορεί να αποδίδει σωστά και στον χορό. Μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, η επιθεώρηση ήταν στα επάνω της και γνώριζε συνεχή επιτυχία. Ύστερα σταμάτησαν να γίνονται πολλές επιθεωρήσεις μέχρι να προκύψει μια αλλαγή στην πολιτική ζωή της χώρας.
Το θέατρο Ακροπόλ με παραγωγό τον Βασίλη Μπουρνέλη, γνώρισε μεγάλες δόξες και άφησε ιστορία στο μουσικό θέατρο. Κάτι ανάλογο μπορεί να πει κανείς και για το θέατρο Περοκέ που, και αυτό, με τη σειρά του έγραψε τη δική του ιστορία στην επιθεώρηση.
Μιας και ανέφερα πιο πάνω για τους επικριτές της επιθεώρησης, ένας από τους πολέμιούς της ήταν και ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης, κριτικός θεάτρου και αρθρογράφος Φώτος Πολίτης.
Παρ' όλα αυτά το κοινό δόξασε αυτό το υπέροχο θεατρικό είδος με την μεγάλη προσέλευση του.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του ιστορικού θεάτρου Γιάννη Σιδέρη Ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, από το βιβλίο Άννα-Μαρία Καλουτά, που έγραψε ο Γιώργος Λαζαρίδης και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη, καθώς επίσης και από το βιβλίο Μαρίκα Νέζερ, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σμυρνιωτάκη.