Πώς σας ήρθε η ιδέα;
Μαρίνα Αντωνοπούλου: Οι ιδέες σε εμένα δεν προκύπτουν –συνήθως– ξαφνικά. Είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιων ζυμώσεων και συνδυαστικών συλλογισμών. Εν προκειμένω, το φαινόμενο της χορεομανίας με γοήτευε ιδιαιτέρως εδώ και χρόνια. Ήξερα πως κάτι ήθελα να κάνω με αυτό. Έπρεπε όμως να το ερμηνεύσω, να το κατανοήσω και αυτό επιτυγχάνεται μόνο αφενός μέσα από την έρευνα και τη μελέτη και αφετέρου μέσα από κάτι πιο αδιόρατο που είναι το αφούγκρασμα της διαχρονικότητας της ανθρώπινης κατάστασης.
Τι πραγματεύεται το έργο και τι θέλετε να κρατήσει ο θεατής/αναγνώστης στο τέλος;
Μαρίνα Αντωνοπούλου: Το έργο πραγματεύεται το δίπολο της εξέγερσης και της εξουσίας. Μιλάει για τον καταποντισμό των αδικούντων και τον θρίαμβο των αδικημένων, για την απόδοση δικαιοσύνης, για την κάθαρση που πηγάζει από την αποκατάσταση της προαιώνιας αδικίας. Και μιλάει για τη φύση της εξουσίας που είναι προβληματική. Η εξουσία δεν μπορεί να είναι αθώα, δεν μπορεί να είναι καλή. Η εξουσία είναι καταραμένη να φοβάται. Εμπεριέχει την καταπίεση, τη φίμωση. Επομένως, όσο επιθυμητή είναι η εξέγερση, η ανατροπή και η αποκατάσταση της δικαιοσύνης, άλλο τόσο απαραίτητη είναι η διαρκής κριτική παρατήρηση, εγρήγορση και αμφισβήτηση.
Αν έπρεπε να το περιγράψετε με μία λέξη ή φράση, ποια θα ήταν αυτή και γιατί;
Μαρίνα Αντωνοπούλου: Δυστοποκωμωδία. Επειδή περί αυτού πρόκειται. Είναι μια παράσταση που με κωμικό τρόπο μιλάει για σκοτεινά πράγματα.
Ποια είναι η άποψή σας για τη σύγχρονη δραματουργία;
Μαρίνα Αντωνοπούλου: Οι Έλληνες γράφουν πολύ· και γράφουν και θέατρο. Άλλες απόπειρες μου αρέσουν, άλλες όχι. Όμως, δεν μπορώ να πω πως έχω εντοπίσει εκείνη την αιχμηρή φωνή που θα με καθηλώσει και αυτό είναι απορίας άξιο, δεδομένων των όσων αδιανόητων βιώνουμε. Υπάρχουν φυσικά εκείνες οι ξεχωριστές φωνές με την ιδιαίτερη δυναμική, όπως είναι της Λένας Κιτσοπούλου, οι οποίες αν και υπήρξαν αρχικά ρηξικέλευθες, στην πορεία μάλλον δε μετεξελίχθηκαν. Από την άλλη, σκέφτομαι πως όσοι γράφουμε το κάνουμε επειδή κάτι θέλουμε να πούμε. Κάτι μας απασχολεί. Δεν είμαστε αδιάφοροι απέναντι στα πράγματα. Επομένως, εκείνο που εγώ μεταφράζω ως ατολμία μπορεί να είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας προσλαμβάνει τα πράγματα, ο τρόπος με τον οποίο τα πράγματα διηθούνται μέσα του. Μπορεί να μην είμαστε όλοι θυμωμένοι. Και, ακόμα και αν υποθέσουμε πως είμαστε, τότε δεν μεταβολίζουμε όλοι τον θυμό μας σε οργή.
Πώς χαρακτηρίζετε τον ρόλο σας και πώς τον προσεγγίσατε;
Μαρίνα Αντωνοπούλου: Εν προκειμένω δεν υπάρχει ρόλος που να απαιτεί ψυχολογική ανάλυση. Η ύπαρξη αφηγητή επί σκηνής είναι προσχηματική και χρησιμεύει ως όχημα για το ξεδίπλωμα της ιστορίας. Επομένως, δεν χρειάστηκε να εστιάσω στον χαρακτήρα και στα κίνητρα της αφηγήτριας/νοσοκόμας.
Υπήρξαν προκλήσεις και πώς τις αντιμετωπίσατε;
Μαρίνα Αντωνοπούλου: Προκλήσεις πάντα υπάρχουν. Τέτοιου είδους εγχειρήματα απαιτούν από τον ηθοποιό μεγάλες αντοχές και διαρκή εγρήγορση. Σωματικά μοιάζει με τεντωμένο τόξο. Οι εκφραστικές εναλλαγές είναι διαρκείς και συχνά ακραίες. Απαιτείται προσεκτική χρήση της φωνής. Και φυσικά χωρικά είναι περιορισμένος, τόσο λόγω της μικρής σκηνής αλλά και λόγω της ύπαρξης του μικροφώνου, η οποία εδώ είναι αναγκαία, καθώς η ύπαρξη ζωντανής μουσικής είναι διαρκής. Επίσης, ο ηθοποιός σε ένα bar theatre, και ειδικότερα σε μια παράσταση χωρίς τέταρτο τοίχο, βρίσκεται πάντα στη διάθεση του κοινού, πράγμα το οποίο μπορεί να διασπάσει τη σκηνοθετημένη ροή της παράστασης και να δημιουργήσει απρόοπτα.
Όλα αυτά όμως δεν είναι στοιχεία ενός ζωντανού θεάτρου, όπου η σχέση με το κοινό προκύπτει εδώ και τώρα; Δεν είναι πολύ ωραία όλα αυτά;
Ποιες ήταν οι προκλήσεις και πώς τις αντιμετωπίσατε;
Στάθης Μαυρόπουλος: Πρόκειται για έναν αφηγηματικό, πολυπρόσωπο διαλογικό μονόλογο – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Αυτό από μόνο του αποτελεί πρόκληση. Η ηθοποιός είναι μία, τα πρόσωπα είναι πολλά και όλο αυτό είναι ενταγμένο σε μια γραμμική πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Επιπλέον, πρόκειται για μουσικοθεατρική παράσταση, πράγμα το οποίο σημαίνει πως λόγος και μουσική αλληλοσυμπληρώνονται. Δεν υφίστανται επί σκηνής ως δύο απομονωμένα «νησιά». Αυτό η σκηνοθεσία πρέπει να το λάβει υπόψη και να δημιουργήσει τις συνθήκες για τον διάλογο ανάμεσα στους δύο εκφραστικούς πυλώνες της παράστασης. Και φυσικά, προκύπτουν και ζητήματα τεχνικά που ζητάνε λύση, καθώς η μουσική δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να καλύπτει με τα ντεσιμπέλ της τη φωνή της αφηγήτριας.
Πώς αποδόθηκε σκηνικά το κείμενο;
Στάθης Μαυρόπουλος: Καθώς πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως πυκνό και ταυτόχρονα μπριόζικο κείμενο, η εύκολη λύση θα ήταν να καταφύγουμε στην παρλάτα. Και αυτό θελήσαμε να αποφύγουμε. Θελήσαμε να το αποφύγουμε για διάφορους λόγους, βασικότερος εκ των οποίων είναι πως, αν και ακούγεται ως μια προφανής και ευχάριστη λύση, επί της ουσίας αποδυναμώνει το κείμενο και ισοπεδώνει τις ποικιλίες του. Έτσι, καταφύγαμε στον δανεισμό στοιχείων από το γκροτέσκο, από το εξπρεσιονιστικό θέατρο, ακόμα και από την κλοουνερί, για να υπογραμμίσουμε τα νοήματα και το εγγενές ύφος του μονολόγου, να προσφέρουμε ποικιλίες, αλλά και να σταθούμε επί ίσοις όροις απέναντι στις μεγάλες δυναμικές της μουσικής που έγραψε ο Γιώργος Χούχος.
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να επιλέξετε bar theatre; Ποια τα υπέρ και τα κατά αυτού;
Στάθης Μαυρόπουλος: Η αισθητική μας αντλεί πολύ από τη φόρμα του καμπαρέ. Αποζητούμε αυτή την αίσθηση του κλειστού κουτιού. Επίσης, η ύπαρξη (δυνατής) μουσικής δημιουργεί κλίμα συναυλιακό, το οποίο επιτρέπει –αν όχι απαιτεί– τη δυνατότητα κατανάλωσης αλκοόλ. Σε ό,τι αφορά το υποκριτικό σκέλος, ειδικά σε αυτή την παράσταση, ο τέταρτος τοίχος καταργείται. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί πολύ πιο σωστά σε έναν χώρο όπως ένα bar theatre –λόγω της εγγύτητας των θεατών– παρά σε ένα θέατρο όπου η απόσταση μεταξύ σκηνής και πλατείας είναι μεγάλη.
Στα κατά, μπορεί κανείς να προσμετρήσει τη διαρκή φασαρία, τη διαρκή μετακίνηση, πράγματα που φυσικά δυσχεραίνουν την αυτοσυγκέντρωση. ‘Όμως και αυτό μπορεί να ενταχθεί στο παιχνίδι και όλοι τελικά να περάσουμε καλύτερα.
Έχετε ξανακάνει κάτι παρόμοιο; Ποια η μεγαλύτερη πρόκληση σε αυτό;
Γιώργος Χούχος: Πριν ασχοληθούμε ως ομάδα με το συγκεκριμένο είδος θεάτρου, είχα εμπειρία ως συνθέτης και από άλλες «συμβατικές» θεατρικές παραγωγές. Όσον αφορά το συγκεκριμένο είδος, πρόκειται για την τρίτη μας παράσταση (τέταρτη αν υπολογίσουμε τις δύο διαφορετικές εκδοχές της πρώτης: Υγρασία και Υγρασία+). Οπότε, ναι, έχω ξανακάνει κάτι παρόμοιο – αν και η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική.
Τώρα, η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν σε σχέση με την εύρεση των μουσικών. Και ήταν πρόκληση γιατί στην αρχή αμφιταλαντεύτηκα ως προς την μουσική κατεύθυνση που ήθελα να ακολουθήσω. Κάθε μουσικός μπορεί να υπηρετήσει διαφορετικά το κάθε ζητούμενο. Άλλη έκφραση απαιτεί, για παράδειγμα, η jazz, άλλη το rock. Σε μία παράσταση, όμως, που το ύφος της μουσικής ρέει και μεταβάλλεται ανάλογα με το momentum της, καλείσαι να κινηθείς σε παραπάνω από ένα είδος. Και είναι παραπάνω από χρήσιμο οι μουσικοί να μπορούν να είναι ευέλικτοι. Και η αλήθεια είναι πως με τους συγκεκριμένους μουσικούς στάθηκα τυχερός γιατί λόγω της τεχνικής τους αρτιότητας μπορούν κάλλιστα να υπηρετήσουν ένα μεγάλο φάσμα από μουσικά είδη, οπότε από ένα σημείο και μετά ήμουν ελεύθερος να αποφασίσω προς τα πού θα κινηθώ χωρίς τέτοιου είδους περιορισμούς. Ακόμα μία πρόκληση, όσον αφορά το πρώτο σκέλος, είναι φυσικά και η εύρεση χρόνου για πρόβες. Δεν είμαστε ένας οργανισμός που μπορεί να παρέχει συμβάσεις αορίστου χρόνου. Ο κάθε εμπλεκόμενος έχει την πρωινή του απασχόληση, υπάρχουν από πίσω οικογένειες, παιδιά, ανάγκες και προτεραιότητες. Όλα αυτά είναι επιπρόσθετοι βαθμοί δυσκολίας στο όλο εγχείρημα, αλλά και σε αυτό το πεδίο στάθηκα τυχερός γιατί και οι τρεις μουσικοί υπήρξαν παραπάνω από δοτικοί και διαθέσιμοι!
Οι στίχοι και η μουσική γράφτηκαν ή προϋπήρχαν και προσαρμόστηκαν;
Γιώργος Χούχος: Και τα δύο. Ξεκινήσαμε να γράφουμε ξεχωριστά ο καθένας, πάνω σε μια ιδέα που είχα κάποια στιγμή. Η Μαρίνα πήρε αυτή την ιδέα, τη δούλεψε με τον εντελώς δικό της τρόπο δίνοντάς μου κατά καιρούς προσχέδια από αυτά που έγραφε και εγώ έβρισκα τον χώρο να κάνω τις δικές μου παρεμβολές με τα τραγούδια που ήδη είχα γράψει με άξονα την αρχική σύλληψη. Από ένα σημείο και μετά, όταν το κείμενο είχε φτάσει σε ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο, αυτό μας υπαγόρευσε τις ανάγκες του και προστέθηκαν τραγούδια, πάλι όμως ακολουθώντας το ίδιο ύφος.
Τι καθόρισε ο ρόλος της μουσικής στο θεατρικό;
Γιώργος Χούχος: Η μουσική, τα τραγούδια για την ακρίβεια –επειδή ίσο ρόλο με τη μουσική έχουν και οι στίχοι– συμμετέχουν και διασπούν.
Συμμετέχουν στην αφήγηση επειδή λένε την ίδια ιστορία με άλλα λόγια φωτίζοντας διαφορετικά κάποια στοιχεία της ή απλώς μετατοπίζοντας το υποκείμενο. Η κύρια αφηγήτρια είναι η Μαρίνα, αλλά με τα τραγούδια εμφανίζεται και ένας δεύτερος αφηγητής που συνομιλεί με τον πρώτο.
Και τη διασπούν επειδή αλλάζουν τα επίπεδα και τις ποιότητες της έντασης, που δημιουργεί η αφήγηση αυτή καθαυτή, δημιουργώντας ρήγματα στον ρυθμό της ή προσφέροντας διαφορετικές συναισθηματικές φορτίσεις και διεξόδους.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου