Τελικά η μοναξιά είναι επιλογή ή κατάληξη; Επιτυχία ή κατάντια; Τι μετράει, τελικά, περισσότερο στη ζωή, να ανακαλύπτεις την αλήθεια, έστω και αργά, ή να ζεις στην άγνοια και την ψευδαίσθηση μέχρι το τέλος;
Η τράτα μου άκουσε προσεκτικά τις απορίες μου και μου είπε ότι έχει κανονίσει μια «Συνάντηση» ώστε να μου λυθούν οι απορίες. Και την άφησα, ως σωστός καπετάνιος, να με οδηγήσει στο λιμάνι του θεάτρου Coronet και να πάρω τις απαντήσεις που ζητούσα. Ή να μου γεννηθούν ακόμα περισσότερες.
Στον χώρο του θεάτρου, λοιπόν, είδα ότι δεν ήμουν μόνος. Υπήρχε κι ένας που έμενε μόνιμα εκεί, ο διάσημος χορογράφος Τόμπι Πάουελ. Αυτοσαρκαζόταν ασταμάτητα για τις επιλογές του, τον τρόπο ζωής που έκανε νέος, τις σεξουαλικές του επιλογές και την τωρινή του κατάσταση. Απόμαχος πλέον χορογράφος, βολευόταν με όσα του άφησε κληρονομιά η ταραχώδης ζωή του. Τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις του. Ξάφνου δέχεται επίσκεψη από ένα νεαρό ζευγάρι, που ζητούσε πληροφορίες για μια διατριβή που έκαναν με θέμα την ιστορία του χορού στη Νέα Υόρκη. Πολύ σύντομα όμως θα γίνει κατανοητό ότι άλλα πράγματα ήθελε να μάθει. Κι εκεί θα ξυπνήσουν αναμνήσεις κι αισθήματα, θα πεταχτούν αλήθειες αλλά και ενοχές, νόστος αλλά και οργή. Και θα προκύψει μια αποκάλυψη, η οποία όμως θα αφήσει στο τέλος όλους λιγότερο σοφούς απ' ότι ήταν πριν από την συνάντησή τους.
Στον ρόλο του Τόμπι Πάουελ, ο Γιώργος Κιμούλης. Διαβάζοντας πάντα κάποιο «μεγάλο» όνομα στη μαρκίζα, περιμένεις να δεις μεγάλες ερμηνείες, φοβερή πλοκή, κάτι που αν μη τι άλλο θα ομορφύνει τη βραδιά σου, αν όχι να την σημαδέψει. Δεν συμβαίνει πάντα να ξέρετε. Υπάρχουν πολλές φορές που το όνομα απλά δεν φτάνει για να σώσει μια παράσταση, ή είναι έξω από τα νερά του, οπότε η προσπάθεια μοιάζει ατελής. Εδώ λοιπόν, έχουμε όλες τις προσδοκίες καλυμμένες πλήρως. Το έργο του Stephen Belber είναι όντως δυνατό, η ερμηνεία του Κιμούλη δυνατότερη –που έχει αναλάβει και τη σκηνοθεσία– και η παράσταση είναι τελικά από αυτές που σε σημαδεύουν. Ο εκφερόμενος λόγος είναι σκληρός, στα όρια του σημερινού political correct κατά την άποψή μου (ίσως τα ξεπερνάει κατά άλλους), η οποία όμως δεν συμφωνεί καθόλου με όλη αυτή την ιστορία, ιδιαίτερα στην τέχνη. Να διαβάσω κάπου ότι το κείμενο το έργου είναι ομοφοβικό (π.χ. η λέξη πούστης πάει κι έρχεται όταν ο Πάουελ αναφέρεται στον εαυτό του) και να ξεχάσω κι αυτά που ξέρω. Δεν θα μου έκανε πάντως εντύπωση τίποτα πια. Εγώ πάντως ως παιδί των '80s-'90s δεν ένιωσα προσβεβλημένος από κάτι, ούτε ότι η παράσταση είχε σκοπό να προσβάλλει κάποιον. Και όποιος το νιώσει, απλά δεν θα έχει καταλάβει τι ακριβώς παρακολούθησε. Εγώ τουλάχιστον παρακολούθησα έναν εκφραστικότατο Κιμούλη με κάθε γωνιά του κορμιού του, κάθε του λέξη να βγάζει νόημα, κάθε του έκφραση να είναι από μόνη της μια ιστορία. Και από την αρχή μέχρι το τέλος, το βλέμμα μου ήταν πάνω του.
Δεν θέλω να αδικήσω καθόλου τον Βασίλη Γιακουμάρο, που υποδύθηκε τον Μάικ Ντέιβις, ούτε την Κατερίνα Θεοχάρη που έπαιξε τη σύζυγό του Λίζα. Ήταν πάρα πολύ καλοί στους ρόλους τους, πειστικότατοι, μέσα στο πνεύμα του έργου και συνέβαλαν στο άρτιο αποτέλεσμα που εισέπραξα στο μέγιστο. Αλλά η παράσταση μου έμοιαζε περισσότερο σαν μονόλογος με δυο guests. Όχι μόνο από την υποκριτική ικανότητα του Γιώργου Κιμούλη (πρώτη φορά τον είδα ζωντανά, δεν το περίμενα αυτό σε τέτοιο σημείο) αλλά και από τη δομή του έργου. Οι λέξεις του κειμένου, που αντιστοιχούν στους δύο πολύ καλούς ηθοποιούς, αντιστοιχούσαν στο 20% το πολύ του ρόλου του Τόμπι Πάουελ. Αυτό σε καμία περίπτωση βέβαια δεν λειτούργησε αρνητικά. Η ιστορία του Πάουελ ήταν το θέμα, από τα χείλη του κρεμόντουσαν κι οι δύο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Όχι βέβαια για τους προφανείς λόγους. Και δυστυχώς, δίχως και την επιθυμητή κατάληξη.
Την οποίο για να τη μάθετε, αλλά και να ζήσετε από κοντά όσα σας περιέγραψα και άλλα που ίσως άφησα τεχνηέντως στην άκρη –ή και ξέχασα– θα πρέπει να πάτε μια βόλτα από την οδό Φρύνης στο Παγκράτι. Ή να με βγάλετε ψεύτη και να πείτε ότι είμαι κι εγώ σαν πολλούς άλλους. Πάρτε το και σαν πρόκληση, σαν στοίχημα με έναν νέο ανταποκριτή του site και να δούμε ποιος θα δικαιωθεί. Κανένας θα σας πω εγώ, την τέχνη ο καθένας την αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο, την εισπράττει σύμφωνα με τα δικά του βιώματα.
Εγώ πάντως έφυγα πλήρης, με τα τρία ερωτήματα που έθεσα στην αρχή του κειμένου. Αν φεύγοντας τα έχετε κι εσείς, τότε υπάρχει κοινή οπτική.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Stephen Belber
Μετάφραση - Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης
Σκηνικά: Κατερίνα Σβορώνου
Κοστούμια: Σοφία Νικολαΐδη
Φωτισμοί: Βασίλης Τριπόδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιλμάζ Χουσμέν
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Creative Agency: GridFox
Παραγωγή: Χρήστος Τριπόδης - Μέθεξις
Παίζουν: Γιώργος Κιμούλης, Κατερίνα Θεοχάρη, Βασίλης Γιακουμάρος