Ας πιάσουμε την ιστορία από την αρχή. Το 1862, στην Αγγλία, γεννήθηκε ένα υγιές αγοράκι, ο Τζόζεφ Μέρικ, ο οποίος όμως από πολύ μικρή ηλικία εμφάνισε στο σώμα του σαρκώδεις όγκους, που όσο μεγάλωνε ο Τζόζεφ τόσο μεγάλωναν κι αυτοί. Κι ενώ εκείνος συνέχιζε να βιώνει την παιδική του ηλικία όπως όλα τα άλλα παιδιά, η μητέρα του πέθανε από βρογχοπνευμονία και ο πατέρας του παντρεύτηκε μία άλλη γυναίκα που δεν είχε το παραμικρό νοιάξιμο για το παιδί του άντρα της. Ο Τζόζεφ πιάνει δουλειά όμως το δεξί του χέρι παραμορφώνεται στο μεταξύ τόσο που δεν μπορεί να λειτουργήσει κι έτσι στα δεκαεπτά του βρίσκεται μόνος κι άπορος. Η ιδέα του πατέρα του να πουλά, ως πλανόδιος, τα ρούχα που εκείνος έφτιαχνε, δεν ευοδώθηκε αφού οι πελάτες τρόμαζαν από την παραμορφωμένη εικόνα του αλλά και στο σπίτι δεν είχε πια θέση αφού τον κακομεταχειρίζονταν. Η μόνη διέξοδος επιβίωσης που είχε ήταν τα freak shows (επιδείξεις φρικιών), ένα πολύ κοινό είδος διασκέδασης της εποχής. Ο Σαμ Τορ που τον ένταξε στο τσίρκο του ήταν αυτός που του πρωτοέβγαλε το παρατσούκλι άνθρωπος ελέφαντας. Κι αφού το νούμερο αυτό λάβαινε χώρα απέναντι από ένα νοσοκομείο, συχνοί πελάτες τους ήταν καθηγητές και φοιτητές της ιατρικής. Εκεί τον πρωτοσυνάντησε και ο Φρέντερικ Τρεβς, χάρη στον οποίο έφτασε ως τις μέρες μας ο άνθρωπος ελέφαντας αφού οι δικές του σημειώσεις ήταν που φώτισαν την ιστορία του. Μετά από πολλές περιπέτειες κατά τις οποίες του κλέβουν τα χρήματά του, τον εγκαταλείπουν, του επιτίθονται κ.ο.κ. σώζεται καθώς οι αστυνομικοί βρίσκουν πάνω του την κάρτα του Τρεβς και τον οδηγούν στο νοσοκομείο. Εκεί, και χάρη στις προσπάθειες του ίδιου του καθηγητή όπως και του διευθυντή, βρίσκει για πρώτη φορά μια εστία, φαγητό, κρεβάτι, ένα δωμάτιο ενώ η φήμη του μεγαλώνει και φτάνει να δέχεται επισκέψεις ακόμα και από κυρίες της υψηλής κοινωνίας.
Ο άνθρωπος ελέφαντας εμπνέει πολλούς: συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, εκδότες, θιάσους, κινηματογραφιστές, εικαστικούς... Πρόκειται για μια συγκινητική, φορτισμένη και πολύ ανθρώπινη ιστορία που έχει αγγίξει και αγγίζει πάρα πολύ κόσμο, έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο και στις θεατρικές σκηνές πολλές φορές και έχει αποτελέσει θέμα συγγραφικών πονημάτων άλλες τόσες... κι εξακολουθεί να πυροδοτεί. Ο κάθε δημιουργός, προφανώς, «βλέπει» με τα δικά του μάτια αυτόν τον ιδιαίτερο και τόσο πονεμένο άνθρωπο και καθένας δίνει τη δική του άποψη και διάσταση. Άλλος μένει περισσότερο στη δραματική του ζωή, άλλος στην παθολογία του, άλλος στον χαρακτήρα του, άλλος στη διαφορετικότητά του, άλλος στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του και πάει λέγοντας. Μα όλοι, όμως, συμφωνούν σε ένα σημείο: ο ήρωας αυτός ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, με αρχές, ήθος και καλλιέργεια και παρέμεινε έτσι ως το τέλος της ζωής του. Επίσης, ο ήρωας αυτός είναι παράδειγμα δύναμης ψυχής καθώς η εποχή του δεν ευνοούσε τέτοιες καταστάσεις [ακόμα και στις μέρες μας δεν ευνοούνται άνθρωποι με τέτοιες αποκλίσεις από τον μέσο όρο].
Στην παράσταση τώρα που είδα στο Studio Κυψέλης και στο έργο που έγραψε ο Γιώργος Πολυχρονίδης και σκηνοθέτησε ο Γιώργος Λιβανός, βλέπουμε ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα του χαρακτήρα και παρακολουθούμε μια ιστορία που «πατάει» πάνω στην πραγματική ιστορία, χωρίς παρεκτροπές ένεκα καλλιτεχνίας ή «ποιητικής αδείας», που προέκυψε μέσα από έρευνα και συγκεκριμένα εκείνης που είχε κάνει ο Ποταμίτης όταν θέλησε ν' ανεβάσει έργο για τον Μέρικ. Θίγεται η διαφορετικότητα σε σχέση με τα κοινωνικά πρότυπα, τις κοινωνικές συμβάσεις, τον κοινωνικό ρατσισμό κ.ο.κ. αλλά θίγεται και η εσωτερικότητα του χαρακτήρα, το πώς βιώνει αυτό που του συμβαίνει, πώς αντιμετωπίζει τον κόσμο, πώς αντλεί δύναμη για να συνεχίσει...
Σε αυτή την παράσταση συνειδητοποίησα ότι τον 19ο αιώνα έβλεπαν τον Τζόζεφ είτε ως θέαμα [για να διασκεδάσουν, να χλευάσουν, να ειρωνευτούν κ.λπ. ή ως ευκαιρία για να βγάλουν χρήματα] είτε ως δείγμα απόκλισης [άρα κάτι περιττό, πλεονάζων ή άχρηστο] είτε ως αντικείμενο μελέτης [οι επιστήμονες]. Εξού και αντί να απολαμβάνει τη ζωή που του δόθηκε, αναλώθηκε στο πώς θα γίνει αποδεκτός, δηλαδή πώς θα μοιάσει στους άλλους· κάτι εξ ορισμού καταδικασμένο αφού δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να μοιάζει με τους άλλους.
Θα ήθελα να σημειώσω την πρωτότυπη μουσική, που επενδύει την παράσταση, από τον Πάνο Μαλανδρή, τη οποία λάτρεψα και την άξια ερμηνεία του Γιώργου Πολυχρονίδη, στον ρόλο του Τζόζεφ Μέρικ, που μας διαπέρασε όλη την ψυχοσύνθεση και την αναπηρία (ψυχική και σωματική) του ήρωά του.
Υπολογίστε αυτή την παράσταση στις όμορφες θεατρικές συμπράξεις που αφήνουν απόσταγμα.