Ένας συγγραφέας στρέφει τη ματιά του σε έναν νεαρό πατροκτόνο που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης και αποφασίζει να γράψει ένα θεατρικό κείμενο στηριγμένο πάνω του. Παίρνει την απαραίτητη άδεια από τις φυλακές και αρχίζει τις συνεντεύξεις ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να επεξεργαστεί μέρος του υλικού του με τον ηθοποιό που διάλεξε για πρωταγωνιστή. Έτσι ξεκινάει ένα συναρπαστικό παιχνίδι θέατρου εν θεάτρω μέσω του οποίου παρακολουθούμε σημαντικές ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις, με αποτέλεσμα στο τέλος οι ισορροπίες να έχουν αλλάξει ριζικά.
Το κείμενο του Σέρχιο Μπλάνκο είναι μια δυνατή, ανατρεπτική ιστορία γεμάτη σημαντικά, καίρια, διαχρονικά και πανανθρώπινα μηνύματα. Οι ρόλοι και οι σχέσεις αλλάζουν ανά πάσα στιγμή κι όσο απολαμβάνουμε ένα ρέον κείμενο τόσο περνάνε χιλιάδες μηνύματα μπροστά από τα μάτια μας. Η σχέση συγγραφέα και κρατούμενου, μήπως τελικά είναι ένα παιχνίδι εξουσίας; Αν όχι, μήπως είναι μια σχέση πατέρα - γιου λόγω της διαφοράς ηλικίας, κάτι σημαντικό και πολύτιμο για τον κρατούμενο που σκότωσε τον δικό του πατέρα; Έχει χώρο σε όλα αυτά ένας υφέρπων ερωτισμός; Και αν ναι, πώς συνδέεται με την τραγικότητα του Οιδίποδα που σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του; Πώς γίνεται όλα αυτά τα κατ' επίφασιν ετερόκλητα στοιχεία να ενσωματώνονται αρμονικά στο κείμενο; Τι ρόλο παίζει ο περιφραγμένος χώρος του γηπέδου στον οποίο επιτρέπεται να δει ο συγγραφέας τον πατροκτόνο;
Είναι ένας τρόπος προστασίας από τη γεμάτη δήθεν κοινωνία ή ένα αόρατο εμπόδιο ανάμεσα σε δύο άγνωστους άντρες; Μήπως δεν χρειάζεται το συρματόπλεγμα, μιας και τα λόγια, οι αναμνήσεις, οι παραινέσεις, η ίδια η κλιμακούμενη σχέση που αναπτύσσεται μπροστά στον θεατή καταφέρει να ξεφύγει από αυτό το στενό πλαίσιο και να αναπνεύσει μέσα από μια αγκαλιά;
Χιλιάδες τα ερωτήματα που μου γέννησε αυτό το έργο κι ακόμη τα επεξεργάζομαι και τα ανακαλώ, μαζί με κάποιες από τις δυνατές ερμηνευτικά σκηνές του, με αποτέλεσμα να αναρωτιέμαι, μήπως το «Μια άλλη Θήβα» είναι μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχω δει; Το κείμενο έχει άψογους χαρακτήρες, πολύ υλικό για σκέψη, ανατροπές και διακριτικό χιούμορ που ελαφραίνει την ατμόσφαιρα σε καίρια σημεία. «Πάντα ήθελα να παίξω έναν πατροκτόνο», λέει ο ηθοποιός που θα τον υποδυθεί και τον ρωτάει ο συγγραφέας: «Από παιδί;». Έχουμε έναν συγγραφέα που θέλει να ανεβάσει μια καλή παράσταση, έναν κρατούμενο που ανοίγεται σταδιακά και κερδίζει, αν όχι τη συμπάθεια, τουλάχιστον την αμφιβολία για το απάνθρωπο της πράξης του και σταδιακά αυτές οι προσωπικότητες έρχονται κοντά με απρόσμενο και άρτια ψυχογραφημένο τρόπο.
Η παράσταση ξεκινάει πριν ακόμη σβήσουν τα φώτα, με τον Δημήτρη Καπουράνη, που υποδύεται τον Μαρτίν, να ρίχνει σουτάκια στην μπασκέτα και με τον Θάνο Λέκκα να μας συστήνεται ως ο συγγραφέας και να μας εξηγεί εν συντομία τι σκοπεύει να κάνει. Δύο σημαντικοί ηθοποιοί του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου σε δύο αξέχαστους ρόλους, που ταιριάζουν πολύ πάνω στη σκηνή και υπηρετούν ο καθένας από τη θέση του την παράσταση.
Ο Δημήτρης Καπουράνης μεταμορφώνεται σε κλάσματα δευτερολέπτου και μπροστά στον θεατή από πατροκτόνος στον ηθοποιό που θα τον υποδυθεί. Αλλάζει η κινησιολογία του, η εκφορά του λόγου του, η στάση του σώματός του από τη μια στιγμή στην άλλη με αξιοθαύμαστο τρόπο. Στον ρόλο του Μαρτίν κερδίζει τις εντυπώσεις, ερμηνεύοντας ένα παιδί που σκότωσε τον πατέρα του ως αποτέλεσμα της λεκτικής και σωματικής βίας που του ασκούσε.
Κερδίζει τη συμπάθεια, δεν είναι κτήνος, αντίθετα, είναι φοβισμένος, με χαμηλή αυτοπεποίθηση και κλειστός, εσωστρεφής. Κλονίστηκα όταν εμφανίστηκε μια χαρούμενη φωτογραφία πατέρα - γιου λίγο καιρό πριν το έγκλημα, πόσο ανέμελα διασκέδαζαν και πώς αποτυπώθηκε αυτή η μία και μόνη στιγμή σε μια ζωή γεμάτη ξύλο, φασαρίες και διαπληκτισμούς! Εξίσου σοκαριστική ήταν η αναπαράσταση του εγκλήματος με τον Δημήτρη Καπουράνη μέσα σε λίγα λεπτά να δίνει ρεσιτάλ αληθοφανούς ερμηνείας που παρακολουθούσα με κομμένη ανάσα μέχρι να πέσει και η 21η μαχαιριά. Η τελευταία μάλιστα σκηνή του έργου μου έφερε δάκρυα στα μάτια γιατί φάνηκε ένας απογυμνωμένος ψυχικά χαρακτήρας που αντιλήφθηκε πως κάτι κατάφερε μέσα από αυτές τις συζητήσεις, μορφώθηκε και απέκτησε αυτοπεποίθηση. Από την άλλη ως Φεδερίκο, ο Δημήτρης Καπουράνης, καταφέρνει να φωτίσει κι άλλες πλευρές της προσωπικότητας του πατροκτόνου, βοηθάει τον συγγραφέα να εστιάσει σε σημεία που δεν είχε σκεφτεί και καταφέρνει να επαναλάβει λόγια και εκφράσεις του Μαρτίν με εντελώς διαφορετική εκφορά και απόχρωση.
Ο Θάνος Λέκκας είναι εξίσου δυνατός ερμηνευτικά, είναι ήπιος, χαμηλών τόνων, με αυτοέλεγχο, παρουσιάζει έναν γαλήνιο, σίγουρο για τον εαυτό του και ταυτόχρονα δοτικό θεατρικό συγγραφέα και καθηγητή πανεπιστημίου. Σύντομα η φιγούρα του κουμπώνει σε πολλά επίπεδα με τον ρόλο του και από σκηνή σε σκηνή διαπιστώνουμε πως αρχίζει κι αυτός με τη σειρά του να αλλάζει, να μεταμορφώνεται, φτάνοντας στο σημείο να βάλει και τις φωνές! Έχοντας να αντιμετωπίσει έναν ηθοποιό με δύο ρόλους, η προσοχή του είναι τεταμένη και πάντα σε ετοιμότητα και με πείθει απόλυτα για τον χαρακτήρα που υποδύεται. Οι παραλληλισμοί που κάνει με την ιστορία του Οιδίποδα, ο τρόπος που χειρίζεται και επεξεργάζεται το υλικό των συνεντεύξεων με τη βοήθεια του ηθοποιού Φεδερίκο, οι συζητήσεις που κάνει μαζί του και ρίχνουν νέο φως στα όσα συζητάει με τον πατροκτόνο δημιουργούν μια εξίσου ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα απόλυτα και αρμονικά ισορροπημένο δίπολο που παλεύει με ποικίλα συναισθήματα και προσπαθεί είτε να νικήσει (και να στηθεί η παράσταση) είτε να βγει στο φως (και να αντιμετωπίσει λάθη, διλήμματα, φόβους, ανασφάλειες).
Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου είναι άψογη και βοηθάει τους ηθοποιούς να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό. Η ματιά του πάνω στη σκηνή και στον τρόπο κίνησης και δράσης των δύο αντρών είναι πολύ καλή και σε συνεργασία με το κλειστοφοβικό περιβάλλον του σκηνικού που έφτιαξε ο Κώστας Πολίτης και τους φωτισμούς του Αποστόλη Κουτσιανικούλη δημιουργεί την υποβλητική ατμόσφαιρα ασφυξίας και σταδιακής ελευθερίας που υποδηλώνει το κείμενο. Οι οδηγίες, οι προτάσεις και η οπτική του δίνουν το καλύτερο αποτέλεσμα και δημιουργούν ένα αξέχαστο ντουέτο. Στον τοίχο προβάλλονται είτε στιγμιότυπα από τη ζωή του πατροκτόνου είτε λήψεις μέσα από τις κάμερες που υπάρχουν στις γωνίες της σκηνής, όχι σε ζωντανή μετάδοση αλλά και πάλι είναι τόσο άψογα συγχρονισμένες που σου δημιουργούν την ψευδαίσθηση της τρέχουσας πραγματικότητας! Σε συνδυασμό με τους προαναφερθέντες φωτισμούς, που αλλάζουν τον χρωματικό τόνο κάθε φορά που εναλλάσσει ρόλους ο Δημήτρης Καπουράνης, και με τη σωστή μουσική του Σταύρου Γασπαράτου είναι πολύ εύκολο να μεταφερθούμε στην εκάστοτε πραγματικότητα που διαδραματίζεται μπροστά μας και να κατανοήσουμε ποιον ρόλο βλέπουμε κάθε φορά.
Το «Μια άλλη Θήβα» είναι ένα κείμενο για την αυτοδικία, την αυτοπεποίθηση, τα παιχνίδια εξουσίας, τις σχέσεις πατέρα - γιου και όποιου άλλου παίζει αυτούς τους ρόλους. Είναι μια δυνατή παράσταση γεμάτη διαχρονικά μηνύματα που με κράτησε σε εγρήγορση ως το τέλος ενώ μου χάριζε αφειδώς αφορμές για σκέψη και προβληματισμό πάνω στις οικογενειακές και ευρύτερα στις ανθρώπινες σχέσεις. Δημήτρης Καπουράνης και Θάνος Λέκκας σε ρόλους-σταθμούς στην καριέρα τους δημιουργούν ένα άψογο ντουέτο και ζωντανεύουν με τον καλύτερο ερμηνευτικό τρόπο δυο ανθρώπους που δεν θα είναι ξανά οι ίδιοι μετά τη γνωριμία τους. Συγκίνηση και χιούμορ, ανατροπές και εκπλήξεις, ποικίλα συναισθήματα είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα μιας παράστασης που ακόμη την κουβαλάω μέσα μου.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Συντελεστές:
Κείμενο: Sergio Blanco
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Σκηνογράφος: Κώστας Πολίτης
Ενδυματολόγος: Κλερ Μπρεϊσγουέλ
Σχεδιασμός φωτισμών - Video - Trailer: Αποστόλης Κουτσιανικούλης
Επιμέλεια κίνησης - Xορογράφος: Ξένια Θεμελή
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτογραφίες: Πάρις Μέξης (Art Director), Πάτροκλος Σκαφίδας (Φωτογράφος)
Βοηθός σκηνοθέτη: Θάνος Παπαδόγιαννης
Παίζουν: Δημήτρης Καπουράνης, Θάνος Λέκκας