Διάλογος με τον Πεσσόα
Απέναντι στο βιβλίο της ανησυχίας
Γιάννη Σμίχελη

Πράγματι, ο Πεσσόα έχει μια ειρωνεία που παρασέρνει τον αναγνώστη ή ακροατή του. Η φωνή της Νικητοπούλου τού ταιριάζει γάντι. Είναι κρυστάλλινη, σχεδόν ουδέτερη σε συναισθηματικότητα, με μια οξύτητα νυστεριού, που το κύριο σώμα είναι το σκοτάδι του ίδιου του συγγραφέα, μέσω της οποίας αναζητάται το νόημα εννοιών όπως ζωή, άνθρωπος, κοινωνία, επανάσταση, ελευθερία, ευτυχία, τέχνη, έρωτας, αγάπη, δημιουργία. Νομίζω, πέρα από το ευφυές παιχνίδι των λέξεων, ο ποιητής προσπαθεί να μας πείσει με την αρνητική πλευρά της πραγματικότητας για την αξία της ίδιας της ύπαρξης, απογυμνωμένη από κάθε τι δεσμευτικό. Δεν υπάρχει τίποτε τέλειο εκτός αυτό που δεν σκεφτόμαστε, παρά μόνο σαν όνειρο εμφανίζεται, μα μόλις τολμάμε να το υλοποιήσουμε είναι εξαρχής λειψό, ελαττωματικό, φθαρμένο και υπό αναίρεση. Ψάχνει κάτι το ανθεκτικό και άχρονο, το τέλειο και αμετάβλητο, το απόλυτο κι αφού δεν το βρίσκει σε θρησκεία, κοινωνία, δράση, τέχνη κι έρωτα –ακόμα και παράλογο– το τοποθετεί πέρα από αυτά απορρίπτοντας όμως τον μυστικισμό. Σαν ένας απαισιόδοξος υπαρξισμός που δεν βρίσκει γαλήνη ούτε στον θάνατο και διακατέχεται από μια αέναη ανησυχία που μπορεί και σέρνεται στο πλαίσιο της γλωσσικής έκφρασης όμοια μ' ένα φυσικό στολίδι μιας εν δυνάμει παραπαίουσας ανθρώπινης κοινωνίας που όλο γκρεμοτσακίζεται αλλά δεν εξαφανίζεται. Κι αυτή η οπτική ταιριάζει πολύ με την μεγάλη πλειονότητα των Αγιονικολιωτών. Μόνο που οι τελευταίοι, σαν δρώντες όπως το αφεντικό του Σουάρες, βρίσκουν νόημα στο κυνήγι του πλούτου και κυνικά κατεβαίνουν στην αρένα της επιβίωσης κι όποιον πάρει ο χάρος ή η χρεοκοπία.